Σινεμά η ζωή!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Η νεολαία έχει άλλο τρόπο, δικό της, σπουδαίο , να ζει το καθετί. Τα ίδια πράγματα βλέπει συχνά με τους μεγάλους, αλλά το δικό της βλέμμα, είναι αλλιώς. Ιδιαίτερο, μοναδικό, αισιόδοξο, χαρούμενο, φωτεινό.

της Μαρίας Λιονάκη

Κυριακή απόγευμα του βοριά, του κυρ βοριά, του χιονιά, του κυρ χιονιά… Τηλεφωνώ  για πρώτη φορά γύρω στις 19.30 στην κόρη μου, αλλά  δεν απαντά.  Η  κόρη   διαμένει στην πρωτεύουσα τον τελευταίο καιρό.   Θέλω λοιπόν , ως Ελληνίδα μάνα  κι εγώ, να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, ότι επέζησε της χιονοθύελλας, των ακραίων καιρικών φαινομένων, ότι είναι σε μέρος ασφαλές, ότι η Αριάδνη δεν τη λάβωσε, ότι είναι τέλος πάντων καλά.

Στην ασφάλεια του σπιτιού μου εγώ, κάτω από τόσα σκεπάσματα, κουβέρτες και παπλώματα, που μέτρημα  δεν είχαν! Γι΄ αυτό και δεν τα μέτραγα. Με καλοριφέρ και σόμπα. Χαλαζία. Μπροστά από την τηλεόραση, τη χιονισμένη.  Παρακολουθούσα την εκπομπή  που ανέλυε εκτάκτως  την Αριάδνη live   και υπολόγιζα ότι κι η κόρη αντίστοιχα, θα παρακολουθούσε, σκεπασμένη, προφυλαγμένη, καθισμένη επιτέλους στο  σπίτι της  την τηλεόραση να αναλύει την Αριάδνη της Αθήνας.  Ήμουν σίγουρη ότι είχε  θαμμένο κάτω από τόνους κουβέρτας το κινητό και δεν το άκουγε…

Στη δεύτερη τηλεφωνική απόπειρα, στο πολλοστό χτύπημα απάντησε τελικά η κόρη  και ψιθυριστά μου ανακοίνωσε ότι ήταν σινεμά, στην ταινία  «La, la, land»  ότι δεν μπορούσε να μου μιλήσει, για να μην ενοχλήσει τους διπλανούς, τους άλλους θεατές,  ότι ήταν καλά κι ότι στην Αθήνα δεν είχε χιονιά και να μην ανησυχώ… Τα τελευταία λόγια μάλιστα   τα είπε, χωρίς να τη ρωτήσω καν,   μαντεύοντας ως κόρη Ελληνίδας μάνας ότι ανησυχώ.  

Πέταξα λοιπόν κι εγώ τις κουβέρτες και το αυτοκίνητο μου σαν  αεροπλάνο, ντροπιασμένη για τη δειλία μου λόγω καιρού να κλειστώ  και μη θέλοντας την ηλικιακή διαφορά  να παραδεχτώ. Βρέθηκα 20.05  στο σινεμά,  όπου προβάλλονταν η ίδια ταινία,   στον παραθαλάσσιο και παραχιονισμένο λόγω ημέρας  σινεμά.   Η παρακολούθηση ταινιών στο σινεμά είναι κάτι που αγαπώ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο τόπο και ώρα πρόλαβα στο διαδίκτυο  να δω… Και λίγο τη διπλανή μου  που τη ρώτησα, αν μπορούσα  να αφήσω στο ίδιο άδειο κάθισμα το μπουφάν μου κι εγώ.

Επόμενη μέρα και το τηλεφώνημα στην κόρη μου είχε το σχολιασμό της ταινίας  ως  σκοπό.   « Δεν μου άρεσε η ταινία! » της   λέω εγώ. 

« Πολύ ανάλαφρη, πολύ συνηθισμένο θέμα,  δεν με συγκίνησε, δεν είχε κάτι εξαιρετικό. » 

-«  Δεν σου άρεσε;»  μου απαντά  εκείνη έκπληκτη.  «Είναι δυνατόν; Έχει πάρει τόσες διακρίσεις, τόσα βραβεία μαμά! Δεν σε συγκίνησε ούτε η σκηνή στο τέλος  που οι πρωταγωνιστές, που αγαπιόντουσαν όλα αυτά τα χρόνια  βρέθηκαν πάλι μετά από καιρό; Ούτε αυτό μαμά; Εγώ είχα κάτσει, λέει,  δίπλα σε ένα παππού και στο τέλος, κυρίως στο τελευταίο τραγούδι  έκλαιγα με λυγμό. Έκλαιγα εγώ, έκλαιγε κι ο παππούς, γελούσαν οι φίλοι μου.  Απαρηγόρητος ο παππούς μαμά,  που  δεν ήταν ακριβώς παππούς,  ένας καλοστεκούμενος μεγάλος άνθρωπος ήταν , από αυτούς τους διαβασμένους, τους   περιποιημένους ,  με σακάκι,  με μαντηλάκι ήταν. Έκλαιγε κι αυτός συνέχεια,  με λυγμό. Για κάποια χαμένη αγάπη, γυναίκα προφανώς.  Μου έδινε χαρτομάντηλα μαμά ο παππούς, που δεν ήταν ακριβώς παππούς …

«Εσείς γιατί κλαίτε; Μην κλαίτε»  του έλεγα εγώ 

- « Όχι εσύ μην κλαις, που είσαι μικρή » μου έλεγε αυτός… Είχε τελειώσει η ταινία  μαμά, ο παππούς έκλαιγε, εγώ έκλαιγα, οι φίλοι μου δεν ήξεραν να γελάσουν ή να κλάψουν, ήρθε  κι ο ταξιθέτης και ρωτούσε, αν είμαστε καλά. Είδε που κλαίγαμε, βιαζόταν κιόλας  γιατί είχε επόμενη παράσταση  να του αδειάσουμε τη γωνιά. «Δε βλέπεις πώς δεν είμαστε καλά άνθρωπε μου, άσε μας λίγο… Δε βλέπεις  που λέμε τον πόνο μας ,  τι βιάζεσαι;»  του λέω εγώ.   

Άφωνη εγώ στο ακουστικό  ακούω την κόρη μου  να αφηγείται  και δε μιλώ… Ζω τόση ώρα μέσα από τη γλαφυρή, την παραστατική, τη διανθισμένη με τόσες λεπτομέρειες, τόσα συναισθήματα  λυρική   περιγραφή της , που τρέχει σαν  χείμαρρος, σαν μιας καταιγίδας  νερό ,  ζω  μια άλλη ταινία, μια ξεχωριστή ταινία,  κωμωδία ή τραγωδία, δεν ξέρω να σας πω.  Μια εξαιρετική ταινία όμως θέλω να σας πω.  Και κάνω μια διαπίστωση. Η  νεολαία έχει άλλο τρόπο, δικό της, σπουδαίο , να ζει το καθετί.  Τα ίδια πράγματα βλέπει συχνά με τους μεγάλους, αλλά το δικό της βλέμμα,  είναι αλλιώς. Ιδιαίτερο, μοναδικό, αισιόδοξο, χαρούμενο,  φωτεινό.  « Η νεολαία έχει άλλο ήλιο»   έλεγε μια παλιά γειτόνισσά μου. Πράγματι έχει άλλο καιρό.  Που  λιάζει πάντα,  όση βροχή,  χιόνι κι αν ρίξει,  όσος αέρας κι αν φυσάει, όσα σύννεφα κι αν  έρθουν, με κάθε καιρό!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ