Του Χρόνου οι στροφές

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό από τα ζωντανά όντα που, επειδή έχει συνείδηση του χρόνου, μπόρεσε και να τον μετρήσει.

Γράφει ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Παρελθόν πια και το 2023. Πέρυσι τέτοιες μέρες δίναμε και παίρναμε ευχές για ένα νέο έτος ειρηνικό, αίσιο, ελπιδοφόρο, υγιεινό. Το ίδιο κι εφέτος, σαν να μην άλλαξε τίποτε. Εκατομμύρια οι ευχές πάνε κι έρχονται στα κοινωνικά δίκτυα, στα ΜΜΕ, στα μηνύματα, στις κάρτες, στα τηλέφωνα. Ανάγκη βαθιά του ανθρώπου να ελέγξει τον χρόνο, να ελέγξει τη μοίρα του, την ανθρώπινη «κατάστασή» του και να ξορκίσει το κακό σε κάθε του μορφή. Και ο πιο ανέξοδος κι εύκολος τρόπος να το πράξει είναι οι ευχές, γιατί, όσο κι αν λέει πως είναι ορθολογιστής, στο βάθος πιστεύει, έστω και αμυδρά, στη μαγική δύναμη των λέξεων, όπως οι παλιοί εκείνοι μάγοι, που με τα ξόρκια τους νόμιζαν πως μπορούσαν να αποτρέψουν το αναπότρεπτο. 

Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό από τα ζωντανά όντα που, επειδή έχει συνείδηση του χρόνου, μπόρεσε και να τον μετρήσει. Γνωρίζει ακόμη ότι ζει κάτω από τον βαρύ ζυγό του χρόνου, όπως κα του χώρου (αυτά τα δύο μεγέθη είναι αχώριστα). Με βάση τις μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος και την αέναη κίνηση που παρατηρούσε στα άστρα και γενικά στον φυσικό κόσμο, την εναλλαγή ημέρας και νύκτας και των εποχών, μπόρεσε να καθορίσει τα έτη, τους μήνες, τις εβδομάδες, τα ημερονύκτια. Η μέτρηση του χρόνου και  η διαίρεσή του σε εβδομάδες, μήνες έτη, αιώνες δείχνει την εκ μέρους του ανθρώπου συνειδητοποίηση της ρευστότητας του χρόνου και της αντίληψης της ζωής ως αέναης κίνησης που οδηγεί την ύπαρξη αναπόφευκτα στο τέλος, δηλαδή στον θάνατο. Έτσι ο χρόνος έχει λάβει στη συνείδηση του ανθρώπου υπαρξιακή διάσταση, καθώς συνδέεται με το ίδιο το νόημα του «ζην εν τω χρόνω». Η ανθρώπινη ύπαρξη συνειδητοποιείται ως έγχρονη ύπαρξη, δηλαδή ως ύπαρξη που έχει συνείδηση των πεπερασμένων ορίων της, από τη στιγμή που έχει συνείδηση της χρονικότητάς της. Το γεγονός αυτό βιώνεται ως αγωνία ενώπιον του τέλους και έτσι ο χρόνος είναι συνδεδεμένος με την υπαρξιακή αγωνία, δηλαδή την αγωνία του ανθρώπου που γνωρίζει πως η παρούσα εύθραυστη ζωή καθορίζεται από τη χρονική ροή. Ο Ψαλμωδός το λέει με απόλυτη σαφήνεια: «Τὰ ἔτη ἡμῶν ὡς ἀράχνην ἐμελέτων. Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν, ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος.»  (Ψαλμ. 89,9-10)

Γράφει η Άννα Κομνηνή στο Προοίμιο της «Αλεξιάδος» της: «Ῥέων ὁ χρόνος ἀκάθεκτα καὶ ἀεί τι κινούμενος παρασύρει καὶ παραφέρει πάντα τὰ ἐν γενέσει καὶ ἐς βυθὸν ἀφανείας καταποντοῖ». Όλα βυθίζονται στον βυθό της αφάνειας, δηλ. όλα καταποντίζονται και εξαφανίζονται στο πέρασμα του χρόνου.  Η πορεία του ανθρώπου εντός του ρέοντος και αεί κινουμένου χρόνου, όπως είναι φυσικό, δεν είναι πορεία ευθύγραμμη ούτε και εύκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων και να ελεγχθεί απόλυτα. Πάντοτε, βέβαια, αυτό προσπάθησε ο άνθρωπος:  να γνωρίζει και να ελέγχει το σκοτεινό μέλλον, αυτό που κρύβεται στου χρόνου τις στροφές. Γι’ αυτό και υπήρχαν οι αστρολόγοι, οι μάντεις και τα μαντεία, που έλεγαν ότι μπορούσαν να προβλέψουν το μέλλον. Στην Π. Διαθήκη διαβάζουμε ότι το μέλλον μπορούσε να το γνωρίζει μόνον όποιος είχε τη σοφία του Θεού. Η σοφία «οἶδεν τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζει, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων» (Σοφία Σολομώντος 8,8).  Που σημαίνει ότι η σοφία γνωρίζει τα περασμένα και συμπεραίνει για τα μέλλοντα, γνωρίζει τα ρητορικά τεχνάσματα και τις λύσεις των αινιγμάτων, προβλέπει τα σημάδια και τα ασυνήθιστα φαινόμενα και πού θα οδηγήσουν οι καιροί και τα χρόνια. Μόνο, λοιπόν, ο σοφός άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει το μέλλον και τι κρύβουν οι στροφές του χρόνου ή, όπως λέει ο Βιτσέντζος Κορνάρος στον «Ερωτόκριτο», «του κύκλου τα γυρίσματα». Ο Κ. Καβάφης λέει πως τα  μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί, ενώ «εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται», συμφωνώντας περίπου με την Γραφή για τον ρόλο της σοφίας στην πρόβλεψη των μελλόντων. Όλα πάντως δείχνουν αυτό που προείπαμε: την αγωνία του ανθρώπου να γνωρίσει τι κρύβουν γι’ αυτόν οι στροφές του χρόνου. 

Ωστόσο, επειδή οι σοφοί είναι λίγοι, ο άνθρωπος στην ουσία βαδίζει σχεδόν στα τυφλά ενώπιον του άδηλου και αόρατου μέλλοντος. Όμως, την ίδια στιγμή είναι προικισμένος με τη λογική, που σημαίνει ότι μπορεί ως ένα βαθμό να καθορίσει το μέλλον του, να ελέγξει και να προσδιορίσει εκ των προτέρων κάπως την πορεία των πραγμάτων, δηλαδή να ελέγξει τη ροή του χρόνου προς όφελός του. Αυτό, αν και έχει μια δόση αληθείας, πολύ συχνά ανατρέπεται από απρόβλεπτους παράγοντες. Η λεγόμενη «θεωρία του χάους» δείχνει πως η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη είναι αδύνατη σε γενικές γραμμές. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο, όμως, είναι η υπαρξιακή διάσταση του θέματος. Γιατί, αν  το μέλλον είναι άδηλο, τότε ο άνθρωπος είναι σε μεγάλο βαθμό έρμαιο δυνάμεων που δεν ελέγχει, δηλαδή στην ουσία δεν ελέγχει ούτε την ίδια τη ζωή του. Η αρχαία  τραγωδία μάς δίνει το παράδειγμα του Οιδίποδα, του ανθρώπου που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας για τον άνθρωπο, δεν μπόρεσε όμως να λύσει το δικό του αίνιγμα ούτε και είχε υπό τον έλεγχό του τη ζωή του, όπως νόμιζε.  Στο τέλος της τραγωδίας ο Κρέων προτρέπει τον τυφλό πλέον Οιδίποδα: «Πάντα μὴ βούλου κρατεῖν καὶ γὰρ ἀκράτησας οὐ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο» (Οιδίπους Τύραννος, στ. 1522-23). Δηλαδή: Μη θέλεις να ελέγχεις τα πάντα γιατί και αυτά που είχες υπό τον έλεγχό σου δεν σε ακολούθησαν στη ζωή σου. 

Τι γίνεται λοιπόν; Είμαστε ανήμποροι, έρμαια του χρόνου; Η υπαρξιακή φιλοσοφία αυτό περίπου υποστηρίζει. Για παράδειγμα, ο Μ. Χάιντεγκερ υποστηρίζει πως η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής πορεία προς τον θάνατο. Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η προσωρινόττα της ύπαρξης; Για πολλούς αυτό γίνεται με το ενδιαφέρον για τον κόσμο, με τη δημιουργία και τη θέληση να αφήσουν το αποτύπωμά τους στην ιστορία, θεωρώντας ότι έτσι θα κερδίσουν την αθανασία. (Έτσι καθίσταται σαφές ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που έχει ιστορική συνείδηση, καθώς η ιστορία είναι συνδεδεμένη με τον χρόνο.) Με τον τρόπο αυτό απωθούν την βεβαιότητα του θανάτου και ζουν τη ζωή σαν να ήταν αθάνατοι. Κάποιοι άλλοι ζουν ακολουθώντας το γνωστό: «Φάγωμεν καὶ πιωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Είναι οι άνθρωποι της υλοφροσύνης. Γι’ αυτούς η συνείδηση του θανάτου είναι αιτία όχι στοχασμού ή δημιουργίας αλλά καλοπέρασης και βύθισης στις ηδονές και τα πάθη. Έτσι νομίζουν ότι ξεπερνούν την αγωνία της ύπαρξης που γεννιέται από τη συνείδηση του αναπόφευκτου τέλους, μια αγωνία όμως που πολύ συχνά οι στροφές του χρόνου έρχονται να τους την θυμίσουν με τραγικό τρόπο (π.χ. με μια αρρώστια ή με μια αποτυχία). Τότε, ενώπιον αυτών των οριακών καταστάσεων, συνειδητοποιούν τη ματαιότητα πολλών από εκείνα που θεωρούσαν σημαντικά και υπάρχει πιθανότητα να αλλάξουν τρόπο ζωής και σκέψης. 

Οι άνθρωποι παλαιότερων πολιτισμών είχαν αυτό που είναι γνωστό ως «μελέτη ή μνήμη θανάτου». Δεν προσπαθούσαν δηλαδή να απωθήσουν τον θάνατο, αλλά τον είχαν στη μνήμη τους και ασχολούνταν με αυτόν, όχι υπό μαζοχιστική έννοια αλλά θεωρώντας ότι ήταν η σπουδαιότερη στιγμή της ζωής τους. Ο Πλάτων π.χ.  θεωρεί ότι «το μελέτημα των φιλοσόφων» είναι η «λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος» (Φαίδων, 67 d).  Αλλά και η ασκητική στάση ζωής των χριστιανών ασκητών και Πατέρων της Εκκλησίας θέτει στο κέντρο της την μνήμη θανάτου, η οποία, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «δεσμός ἐστιν ἀγαθὸς τῶν μελῶν τῶν ἔξωθεν.» Η ασκητική παράδοση τονίζει ότι, όταν λησμονούμε τον θάνατο, ζούμε με την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, πράγμα που μας κάνει αλαζονικούς, υπερόπτες, σαρκολάτρες, εκμεταλλευτές, όντα εγωιστικά κι ναρκισσιστικά, χωρίς ενσυναίσθηση. Η μνήμη θανάτου, επομένως, μας ωθεί να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά αλλά και να μη φοβούμαστε τον θάνατο και προπάντων να αντιμετωπίζουμε τη ζωή όχι μόνο ως καιρό  για να χαιρόμαστε αλλά και να προετοιμαζόμαστε για τη ζωή του μέλλοντος αιώνος. Κ εδώ βρίσκεται το μυστικό της χριστιανικής θεώρησης του χρόνου. Διότι, όπως ο χρόνος έχει αρχή έτσι θα έχει και τέλος. Το τέλος όμως δεν είναι το μηδέν και το μη ον. Όπως ο κόσμος πλάστηκε «εν αρχῇ» από τον Θεό, έτσι και θα τελειώσει «ἐν τῷ Θεῷ». Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι μετά την Γέννηση του Χριστού ο χρόνος έχει εξαγιαστεί, καθώς η αιωνιότητα του Θεού που έγινε άνθρωπος εμβολίασε και τον χρόνο, ο οποίος πλέον δεν είναι χρόνος θανάτου, καθώς δίδεται  δυνατότητα στην ύπαρξη να νικήσει τον θάνατο και να γευθεί την αιωνιότητα, αρκεί να ενωθεί με τον νικητή του θανάτου, τον Χριστό. 

Ζούμε μέσα στον χρόνο, είμαστε όντα του χρόνου, όντα πεπερασμένα. Ο χρόνος ρέει και η ροή του είναι γεμάτη στροφές και άρα εκπλήξεις. Ίσως εκεί βρίσκεται και η ομορφιά της ζωής, εκεί δοκιμάζονται και οι αντοχές του ανθρώπου. Το έτος που άνοιξε τις πύλες του τώρα στροφές πολλές θα έχει. Τι άραγε μας επιφυλάσσει και πού θα βρούμε τις αντοχές να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες; Χρειάζεται η ελπίδα, όχι η φρούδα αλλά αυτή που στηρίζεται σε μια πίστη εδραία, αυτή που ανοίγει την πόρτα της αιωνιότητας που έφερε στον κόσμο η Ενανθρώπηση του Θεού. 

 



 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ