Η Σπιναλόγκα στον σουρεαλιστικό κινηματογράφο!

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Ο βραβευμένος με Oscar Ελβετός σκηνοθέτης Xavier Koller μιλά για την πρώτη του άγνωστη και απαγορευμένη από τη χούντα ταινία Hannibal (1972) για τη Σπιναλόγκα.

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Στην Ελλάδα κυβερνούσε ακόμη η χούντα. Οι επαρχίες της χώρας και η εποχή, μακράν ακόμη της αναδυόμενης παγκοσμιοποίησης, ανέδιδαν την παλιά αυθεντικότητα της ιστορίας, των ανθρώπων και του τοπίου. Στην Κρήτη οι Ευρωπαίοι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, βλέπανε ακόμη να σαλεύουν ολοζώντανα τα απομεινάρια της ιστορίας και του πολιτισμού της. Κάτι ακόμη από τη γεύση και την αφή από τα μαγευτικά κείμενα των παλιών περιηγητών αναδύονταν σε ολόκληρο το νησί, ώστε να τους ενθουσιάζουν και να τους εμπνέουν για να δημιουργήσουν ταξιδεύοντας κατά το μεσογειακό νότο. Το τοπίο και η γαία, παρθένα και αμάλαγα κι εκείνα, έτη φωτός μακριά και αγνώριστα από τη σημερινή τους «ατίμωση» όπως θα ‘λεγε αν ζούσε ο έλληνας στοχαστής Δημ. Πικιώνης, οι παραλίες και οι θάλασσες έρημες με την ομηρική λυρικότητά τους, ο μνημειακός πλούτος και θησαυροί παρατημένοι κι απροστάτευτοι έτσι που σκόνταφτες πάνω τους, οι άνθρωποι αυθεντικοί και απονήρευτοι, βγαλμένοι λες ίδιοι κι απαράλλακτοι, σαν φιγούρες από τις σελίδες του Καζαντζάκη και του Κονδυλάκη στον Πατούχα του. Όλα τούτα συνθέτανε το κάδρο ενός παλιού κόσμου, μιας Κρήτης που έσβηνε σιγά σιγά οριστικά και αμετάκλητα. Του τοπικού και του ιδιαίτερου, που θα εξαφανίζονταν σταδιακά λίγα χρόνια αργότερα κάτω από τις ερπύστριες του νέου ομογενοποιημένου και άμουσου κόσμου της παγκοσμιοποίησης.

Κάπου εκείνη την ίδια εποχή - μιλάμε για το 1971- σε ένα από τα κορυφαία θέατρα της γερμανόφωνης κεντρικής Ευρώπης, στο θέατρο της Βασιλείας στην Ελβετία, παιζόταν το διάσημο θεατρικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» (En attendant Godot) του Ιρλανδού λογοτέχνη, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Beckett) ο οποίος δυο χρόνια νωρίτερα είχε βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Xavier Koller, ένας νεαρός Ελβετός ηθοποιός-σκηνοθέτης που είχε ήδη ολοκληρώσει τις βασικές θεατρικές σπουδές του στην Ακαδημία Δράματος της Ζυρίχης, έκανε το ντεμπούτο του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας του. Μετά τη δραματική σχολή, σκηνοθέτησε και είχε παίξει σε αρκετά θέατρα στην Ελβετία και τη Γερμανία. Εκείνη την περίοδο, επειδή του άρεσαν τα έργα του άρτι νομπελίστα ιρλανδού συγγραφέα, συμμετείχε σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις που ανέβαιναν. Ο σουρεαλιστικός κόσμος του Samuel Beckett ήταν πάντα ο συνδετικός κρίκος με το καλλιτεχνικό έργο και τις δημιουργίες του.



Το πρώτο άκουσμα για το νησί και το ταξίδι στο μεσογειακό νότο

Ο Xavier Koller δεν ήταν τότε στο καστ των ηθοποιών. Ήταν όμως ένας φίλος του, ο Peter Brogle, το αστέρι του θεάτρου της Βασιλείας. Έπαιζε το ρόλο του Lucky (τον Σκλάβο του Pozzo) και ήταν αυτός που συνεργάστηκε με το Γερμανό σκηνοθέτη Werner Herzog στην ταινία «Lebenszeichen» (Σημάδι ζωής) που είχε γυριστεί την προηγούμενη χρονιά στην Κω και μικρά αποσπάσματα στην Κρήτη (οροπέδιο Λασιθίου). Ο Peter Brogle μίλησε στον Xavier Koller για ένα περίεργο νησί που υπήρχε κάπου κοντά στις ακτές της Κρήτης, το οποίο προηγουμένως είχε χρησιμοποιηθεί ως κέντρο εγκλεισμού λεπρών, αλλά τώρα ήταν εγκαταλειμμένο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού ήταν, αλλά η περιγραφή του ήταν αρκετά παραστατική και διήγειρε τη φαντασία του νεαρού Ελβετού σκηνοθέτη. Αυτό ήταν! Ο Xavier Koller το έβαλε για τα καλά στο μυαλό του. Στην προ του internet εποχή, ο κόσμος πήγαινε στις βιβλιοθήκες για να συλλέξει πληροφορίες. Το ίδιο αποφάσισε να κάνει και εκείνος.

Ο Koller χωρίς να το καταλάβει, «έμπαινε στα βαθειά νερά» και έπιανε το νήμα που τον οδηγούσε να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία στη μακρινή Κρήτη του μεσογειακού νότου. Σήμερα, μετά από σχεδόν μισόν αιώνα, ο κ. Koller που έχει στο ενεργητικό του σκηνοθετήσει αρκετές ταινίες μεγάλου μήκους, έχει γράψει πάμπολλα σενάρια και έχει πρωταγωνιστήσει σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, ενώ το 1990 βραβεύτηκε για την παραγωγή του “Journey of hope” με το Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, από το Λος Άντζελες των Η.Π.Α. που ζει και εργάζεται, μας μίλησε αποκλειστικά για την πρώτη του εκείνη ταινία. Θυμάται με πολύ θέρμη και αναπολεί με νοσταλγία εκείνη την όμορφη εποχή που ήταν η αφορμή για να δημιουργήσει το «Hannibal» (Αννίβας), μια από τις ελάχιστες ίσως σουρεαλιστικές κινηματογραφικές δημιουργίες στην Κρήτη. Tο έργο όμως, όπως μπορεί να βιαστεί κάποιος και να κάνει συνειρμό, ουδεμία σχέση έχει με τον ομώνυμο Καρχηδόνιο στρατηγό που διέσχισε κάποτε με τους ελέφαντες τις Άλπεις πηγαίνοντας για να καταστρέψει τη Ρώμη! Ο τίτλος του εμπνεύστηκε από «μια εικαστική δημιουργία του διάσημου Ελβετού καλλιτέχνη Jean Tingueli που βρισκόταν στην είσοδο του θεάτρου της Βασιλείας. Στην αρχή η ιδέα αποτελούσε μέρος του σεναρίου, αλλά αργότερα αποσύρθηκε αφού δεν είχαν εξασφαλιστεί τα δικαιώματα του θεάτρου και της εταιρείας παραγωγής των έργων του Beckett». Λίγο πολύ όμως η αινιγματική αντιμετώπιση του ίδιου όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Κρήτη που συνεχώς ρωτούσε για τη Σπιναλόγκα, οι ντόπιοι έδειχναν ότι ήθελαν να αποφύγουν τα ερωτήματά του καθώς το νησί ήταν κάτι που ήθελαν να ξεχάσουν για πάντα και κανένας δεν έπρεπε να τους το θυμίζει. Κι έτσι ο Koller εμπνεύστηκε μαζί με τις δικές του μοναδικές πρώτες εμπειρίες, το σενάριο μιας εξαίρετης υπερεαλιστικής ταινίας που θα δημιουργούσε:

Ο ήρωας της ταινίας ο Κάσπαρ, αναζητά τη χαμένη υπαρξιακή του ταυτότητα. Αποφασίζει να ταξιδέψει με τη μοτοσικλέτα του σε μια ξένη χώρα της οποίας ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται από μηδαμινό βιοτικό επίπεδο. Φτάνει σ’ ένα μικρό χωριό (σ.σ. Πλάκα) που απλώνεται σε ένα ήσυχο θαλασσινό κόλπο όπου παρατηρεί τη ζωή μιας φτωχής ανθρώπινης κοινότητας. Μαθαίνει σιγά σιγά για τις συνθήκες ζωής τους και το μυστικό της αυτοδύναμης επιβίωσής τους. Το χωριό ελέγχεται από μια ομάδα ένστολων ανδρών, αλλά ταυτόχρονα είναι τρομοκρατημένο από το μύθο ενός περίεργου νησιού (σ.σ. Σπιναλόγκα) που βρίσκεται κοντά στις ακτές. Οι ερωτήσεις του Κάσπαρ για την ιστορία του νησιού προσκρούουν σ’ ένα τείχος φόβου και ομαδικής σιωπής των ίδιων των κατοίκων του χωριού. Η αλλόκοτη συμπεριφορά και η περιέργεια του Κάσπαρ γίνονται αφορμή για να χάσει την αγάπη της Μαρίας και την εμπιστοσύνη των κατοίκων και έτσι φεύγει από το χωριό. Εμφανίζεται όμως ξαφνικά κατά τη διάρκεια του απόπλου μιας βάρκας για τη μεταφορά τροφίμων στο περίεργο νησί. Κυνηγημένος από τους ένστολους άνδρες και τους χωρικούς εγκαταλείπει το νησί που είχε καταφύγει και αποκαλύπτει το παρασκήνιο του μύθου που τους τρομοκρατούσε. Από ένα ηλικιωμένο χωρικό της ενδοχώρας, ο Κάσπαρ μεταμορφώνεται σε ηθοποιό. Έχοντας παραδοθεί πλέον στον αρχηγό του περίεργου νησιού, ξεκινά να δίνει τη μάχη για την ύπαρξή του.

Θυμάται σήμερα ο κ. Koller για εκείνη την εποχή που στάθηκε η αφορμή για τη δημιουργία της πρώτης του ταινίας:

«Βρήκα μερικά βιβλία και λογοτεχνικά έργα για το νησί, και τελικά εντόπισα τη Σπιναλόγκα σ’ ένα χάρτη της Κρήτης. Το επόμενο πράγμα που έκανα μόλις ξεκίνησαν οι διακοπές στο θέατρο, ήταν να πάρω ένα αεροπλάνο για την Αθήνα και από εκεί το πλοίο για το Ηράκλειο. Στη συνέχεια πήρα το λεωφορείο για την Ελούντα. Σχεδόν κανείς στο χωριό δεν μιλούσε τότε αγγλικά, αλλά το αξιοπερίεργο ήταν ότι μερικοί από τους ηλικιωμένους μιλούσαν λίγο Γερμανικά! Ήταν τα απομεινάρια της Γερμανικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου! Αφού προσπάθησα να συνεννοηθώ μαζί τους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος (παντομίμα), τελικά κατέληξα στον επάνω όροφο ενός σπιτιού κοντά στη θάλασσα, που μόλις είχε κτιστεί, δεν είχε ακόμη τελειώσει. Δεν με ένοιαζε όμως. Μου άρεσαν οι άνθρωποι. Το ενοίκιο ήταν πολύ φτηνό και δεν χρειαζόμουν καμία άλλη άνεση. Υπήρχε ένα στρώμα στο πάτωμα, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι, καθώς και ένας γυμνός λαμπτήρας που κρέμονταν από την οροφή. Υπήρχε και ένα στοιχείο άνεσης με τη μορφή μιας ντουζιέρας που έσταζε. Ήμουν χαρούμενος και περίεργος.



Οι χωρικοί ήταν πολύ ωραίοι και φιλικοί. Ήταν περίεργοι να μάθουν από πού ήρθα και πώς κατέληξα στην Ελούντα απ’ όλα τα μέρη που πέρασα. Ο τουρισμός δεν είχε φθάσει ακόμα σε αυτό το ήσυχο χωριό με τις δύο ταβέρνες και ένα παλιό ξενοδοχείο που είχε κλείσει. Το ξενοδοχείο Elounda Beach δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα».

Εκείνη τη χρονιά συμπληρώνονταν μια δεκαπενταετία από το κλείσιμο της Σπιναλόγκας. Οι μνήμες ήταν πολύ νωπές ακόμη για το κολαστήριο. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν. Οι αρχές απαγόρευαν αυστηρά την προσέγγιση στο νησί σερβίροντας το παραμύθι της μόλυνσης από τη λέπρα! Κυρίως όμως από το φόβο των λεηλασιών και τη συστηματική αφαίρεση των αρχιτεκτονικών μελών από το φρουριακό σύνολο που δεν είχε ακόμη κηρυχτεί αρχαιολογικός τόπος και δεν φυλάσσονταν, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα! Το έκαναν όμως για να συντηρήσουν και τη λήθη που έπρεπε να επιβληθεί στις επόμενες γενιές. Άλλωστε ήδη από το 1954 με ΦΕΚ (που δεν έχει καταργηθεί ακόμη!), η Σπιναλόγκα ονομαζόταν επίσημα «Καλυδών»! Όλα αυτά ήταν ένα απροσπέλαστο τείχος που ορθώνονταν μπροστά σε κάθε ευρωπαίο που ήθελε να επισκεφτεί, να εμπνευστεί και να δημιουργήσει για το νησί. Ακριβώς το ίδιο τείχος συνάντησε μπροστά του και ο κ. Koller και ήταν αυτό που τον ενέπνευσε να γράψει το σενάριο της ταινίας του…



Κολυμπώντας προς τη Σπιναλόγκα, ρίχνει το μύθο και τα τείχη του φόβου και της απομόνωσης



«Όταν άρχισα να ρωτώ για τη Σπιναλόγκα και έλεγα ότι ήθελα να πάω εκεί» συνεχίζει ο κ. Koller, «κανένας από τους ψαράδες της Ελούντας δεν ήταν πρόθυμος να με μεταφέρει. Μου έλεγαν συνεχώς για τη λέπρα και ότι ήταν ακόμα επικίνδυνο. Μόνο μια φορά το χρόνο επιτρέπονταν σε κάποιον να το επισκεφθεί για να προσευχηθεί στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής του Αγ. Παντελεήμονα. Η ημερομηνία όμως της γιορτής ήταν στα τέλη Ιουλίου, αν θυμάμαι σωστά, και δεν ήμουν διατεθειμένος να περιμένω τόσο πολύ!

Τι μπορούσα να κάνω λοιπόν; Πήγα στην Πλάκα και συνειδητοποίησα ότι η απόσταση από εκεί μέχρι το νησί δεν ήταν απαγορευτική για ένα καλό κολυμβητή. Το αποφάσισα! Έκανα μια βουτιά και κολύμπησα προς το νησί! Φτάνοντας και κοιτάζοντας αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, συγκλονίστηκα! Αυτό το άλλοτε χωριό του πόνου σκέφτηκα, ήταν ένα τέλειο κινηματογραφικό σκηνικό! Ακριβώς σύμφωνα με το γούστο μου, σύμφωνα με τον σουρεαλιστικό κόσμο του Samuel Beckett. Το αγάπησα!

Επειδή πήγα κολυμπώντας, δεν είχα πάρει μαζί μου φωτογραφική μηχανή, γύρισα πίσω στην Ελούντα και σημείωσα μερικές από τις εντυπώσεις μου που πυροδότησαν τις σκέψεις μου! Τότε άρχισα να γράφω μια ιστορία, εμπνευσμένη από την εξαιρετική αυτή θέση της Σπιναλόγκας, καθώς και από το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν στην περιοχή κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έμαθα ότι εκείνοι ήταν για τους ντόπιους πολύ πιο συμπαθητικοί σε σχέση με τους Τούρκους!

Τέλος, ένας ψαράς από την Πλάκα συμφώνησε να με μεταφέρει στο νησί μαζί με έναν Βρετανό φίλο που είχα γνωρίσει νωρίτερα. Περάσαμε την ημέρα και την επόμενη νύχτα στο νησί. Πρέπει να πω, ότι ήταν το λιγότερο μια εξαιρετικά ανατριχιαστική εμπειρία. Νοιώσαμε ότι τα φαντάσματα της Σπιναλόγκας ήταν γύρω μας εκείνη τη βραδιά και ήμασταν πολύ χαρούμενοι με το που βγήκε ο ήλιος το άλλο πρωί! Ο ψαράς ήρθε και μας πήρε και μας έφερε πίσω στην Πλάκα. Μας ζήτησε να μην πούμε σε κανένα τίποτα».

Το παρασκήνιο των αδειοδοτήσεων και η λογοκρισία της ταινίας από τη χούντα

Ο «κύβος» είχε ήδη ριφθεί. Ο νεαρός Ελβετός σκηνοθέτης αποφάσισε να δημιουργήσει μια ταινία του γούστου του για όλα αυτά που αντίκρισε και άρχισε να βιώνει. Ο ίδιος δεν θυμάται πόσο χρόνο πέρασε στην Κρήτη στο πρώτο του ταξίδι, αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Ελβετία μέχρι να ξεκινήσουν τελικά τα γυρίσματα το 1972. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ακόμη η εποχή της στρατιωτικής χούντας με τον Παπαδόπουλο στην εξουσία. Μας λέει σχετικά ο κ. Koller:

«…το γεγονός αυτό περιέπλεκε τη λήψη όλων των απαιτούμενων αδειών από το κράτος. Καταφέραμε και πήραμε όλα τα απαραίτητα το 1971, εξασφαλίζοντας καλούς Έλληνες ηθοποιούς, όπως τον Ανέστη Βλάχο, επιτυχημένο τότε ηθοποιό του ελληνικού κινηματογράφου, και τη Μαρία Γιουρούση, την οποία και ερωτεύτηκα. Μετακόμισα στην Αθήνα, νοίκιασα ένα διαμέρισμα, το επίπλωσα και η Μαρία ήρθε να μείνει μαζί μου. Εν τω μεταξύ έπρεπε να γυρίσω στην Ελβετία για επαγγελματικές συναντήσεις. Όταν επέστρεψα μετά από μερικές εβδομάδες η μητέρα και η ξαδέλφη της Μαρίας είχαν μετακομίσει στο σπίτι μας μαζί με ένα σκύλο, κάποιες γάτες και πουλιά! Αναγκάστηκα να μετακομίσω κι εγώ σε ξενοδοχείο πριν πάω ξανά πίσω στη Ζυρίχη.

Οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι για την τέχνη και τον πολιτισμό στη χώρα, μας συνέστησαν μια συγκεκριμένη εταιρεία κινηματογραφικής παραγωγής για να μας παράσχει τις τοπικές υπηρεσίες. Αλλά είχα ήδη αρχίσει να συνεργάζομαι και να δουλεύω με δικούς μου Έλληνες φίλους, επικίνδυνους για την κυβέρνηση, αλλά οικονομικά πιο αξιόπιστους από αυτούς που μου πρότειναν. Ήταν όμως ως πολύ αριστεροί, σεσημασμένοι! Επειδή επέμεινα ότι θα συνεργαζόμουν μόνο με αυτούς τους φίλους μου, η κυβέρνηση ακύρωσε την άδεια των γυρισμάτων και των δικαιωμάτων μας μόλις λίγες ημέρες πριν από την έναρξή τους. Οι συνεργάτες μου από την Ελβετία ήταν ήδη στο δρόμο, όπως και τα φορτηγά με τον λοιπό εξοπλισμό και όλα τα απαιτούμενα για τις κινηματογραφικές λήψεις κ.λπ.

Όμως εμείς ξεκινήσαμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! Χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να εμφανιστεί η αστυνομία. Ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μας και μας άφησαν να συνεχίσουμε να δουλεύουμε αφού καθίσαμε παρέα για καφέ. Τους δείξαμε τις άδειες μας από το προηγούμενο έτος που κατά τη γνώμη μας εξακολουθούσαν να είναι έγκυρες επειδή ανέγραφαν τις ημερομηνίες που μας είχαν επιτρέψει για τις λήψεις.

Η μόνη άδεια που έλειπε ήταν αυτή που θα επέτρεπε γυρίσματα μέσα στη Σπιναλόγκα. Δεν μπορώ να θυμηθώ το λόγο για τον οποίο δεν το είχαμε κάνει αυτό πιο πριν. Όπως σας είπα, το ξενοδοχείο Elounda Beach μόλις είχε ανοίξει και ήταν το πιο διάσημο στέκι της περιοχής. Γνωρίζαμε επίσης ότι ο κυβερνήτης της Κρήτης Γεώργιος Γεωργαλάς, ερχόταν εδώ συχνά τα Σαββατοκύριακα και ότι είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο! Έτσι ήταν δεδομένο ότι η δουλειά της Μαρίας ως ηθοποιού θα έπιανε τόπο! Πήγαμε στο ξενοδοχείο μαζί. Όλα ήταν προσχεδιασμένα για να γοητεύσουν τον κρητικό κυβερνήτη, με τέτοιο τρόπο που μόνο οι γυναίκες μπορούν να το κάνουν! Έτσι λοιπόν πήραμε την άδεια!».

Στην ταινία συμμετείχαν σε ένα συντριπτικό μέρος των γυρισμάτων της δεκάδες ντόπιοι κομπάρσοι και παιδιά, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του οικισμού της Κάτω Ελούντας, για τους οποίους αποτέλεσε ένα σπουδαίο γεγονός επί μακρόν χρονικό διάστημα. «Οι κάτοικοι της Ελούντας και της Πλάκας ήταν πολύ φιλικοί και πρόσχαροι μαζί μας και μας αντιμετώπισαν πολύ όμορφα. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που εργαζόμασταν εκεί. Ήμασταν όλοι πολύ νέοι στην ηλικία και στα επαγγέλματά μας. Το διασκεδάζαμε και ήμασταν φιλόδοξοι» συμπληρώνει ο κ. Koller.

Όμως η περιπέτεια της ταινίας θα ξεκινούσε μετά το τέλος των γυρισμάτων της και την προώθησή της στο ελληνικό κοινό, που όμως …δεν προβλήθηκε ποτέ! Την ίδια χρονιά ο έλληνας σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος έκανε τη γνωστή ιστορικοπολιτική του ταινία «Μέρες του ‘36». Επειδή στην ταινία του υπάρχουν κάποιες σκηνές που από τη λογοκρισία της χούντας συσχετίστηκαν με τον «Αννίβα», σε συνδυασμό και με τις γνωστές σχέσεις του Ελβετού σκηνοθέτη με τον ίδιο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις διασυνδέσεις του με τη διανόηση της Αριστεράς στην Αθήνα, οι χουντικές αρχές απαγόρευσαν επίσημα τη διανομή και την προβολή της ταινίας σε ολόκληρη τη χώρα! Παρ’ όλα αυτά η ταινία προσκλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Η έκπληξη όμως του κ. Koller ήταν απερίγραπτη, όταν φτάνοντας από τη Ζυρίχη δεν την είδε στο επίσημο πρόγραμμα της διοργάνωσης. Μαζεύοντας ο ίδιος την κόπια της ταινίας του, έφτασε μετά από λίγες μέρες στην Αθήνα, όπου οι φίλοι του διοργάνωσαν μια ιδιωτική προβολή όπου ακολούθησε συζήτηση με τους δημοσιογράφους κριτικούς του κινηματογράφου. Αμέσως μετά, την επομένη ο κ. Koller έχοντας στις αποσκευές του το έργο του, άφηνε τη χώρα μας. Έτσι έκλεισε η ζωή μιας θνησιγενούς ταινίας που δεν προβλήθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες.

«Τα κακά πράγματα θα περάσουν και τα καλά θα ανατείλουν»


Σήμερα ο διακεκριμένος Ελβετός και ευρωπαίος σκηνοθέτης πιστεύει ότι «ο ελληνικός κινηματογράφος είναι πολύ ζωντανός». Επειδή ζει και εργάζεται στις Η.Π.Α., ο κ. Koller παρακολουθεί εκ των πραγμάτων «τις ταινίες που υποβάλλονται στην Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία καθώς και αυτές που δημοσιεύονται στη λίστα της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής», των οποίων και των δυο είναι μέλος.

Κατά τη γνώμη του «ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος κινηματογράφος, είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες σε σχέση με τον αμερικανικό κινηματογράφο. Στην Αμερική οι ταινίες είναι πρώτα επιχείρηση και δευτερευόντως ή τριτευόντως τέχνη. Στον υπόλοιπο κόσμο οι κινηματογραφικές ταινίες εκπορεύονται πρώτα από το περιεχόμενο και μετά από τα επιχειρηματικά κριτήρια. Εξετάζοντας τη μεγάλη ποικιλία ταινιών απ’ όλο τον κόσμο, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ιστορίες είναι ξεχωριστές παραγωγές. Δράματα, ντοκιμαντέρ ή κωμωδίες δεν είναι κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλούμε «παγκόσμιο κινηματογράφο» μέσα σε ένα μίγμα όλων των πολιτισμών. Μπορεί να υπάρχουν τοπικές ιστορίες και υποθέσεις που να διαπερνώνται από οικουμενικές αξίες. Υπάρχουν ακόμη και οι υπερπαραγωγές που δημιουργούν το δικό τους κόσμο που στοχεύει στην παγκόσμια αγορά διεκδικώντας δισεκατομμύρια δολάρια!».

Ο κ. Koller δηλώνει «αισιόδοξος για το μέλλον. Τα κακά πράγματα, όπως ο Τραμπ ή ο Ερντογάν, θα περάσουν και τα καλά θα ανατείλουν, όπως ο ήλιος κάθε μέρα» λέει με νόημα. «Απλά ανησυχώ για το περιβάλλον και τις συνθήκες των ωκεανών. Αυτό είναι το έργο που πρέπει να κάνουμε εμείς και τα παιδιά μας. Να αναγκάσουμε τους πολιτικούς να αναλάβουν δράση και να αλλάξουν τους νόμους. Να περιορίσουν τις ρυπογόνες βιομηχανίες και να βρουν έδαφος για ένα βιώσιμο μέλλον για τον πλανήτη μας. Όσο για τους ανθρώπους της Κρήτης, τι μπορώ να τους πω; Μα να μένουν ευτυχισμένοι και να φροντίζουν το υπέροχο νησί τους», καταλήγει ο κ. Koller.

Η (πραγματική) αξία της ταινίας

Πέρα από την καλλιτεχνική της αξία στο στερέωμα της 7ης τέχνης, η ταινία αποτελεί ένα μοναδικό και αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο της μεταμόρφωσης του τοπίου και κυρίως των παράκτιων οικισμών της Κρήτης κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα. Και αυτό είναι που οφείλουμε κυρίως στον κ. Koller: Ότι δηλαδή αποτύπωσε και διέσωσε με το έργο του κάτι που χάθηκε οριστικά, αμετάκλητα. Η έκταση της αλλοίωσης, της οριστικής καταστροφής και της λεηλασίας του αυθεντικού τοπόσημου των κρητικών χωριών και του παράκτιου χώρου που έχει γίνει τα τελευταία 50 χρόνια, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Και δεν έχει συντελεστεί ούτε στο πέρασμα προγενέστερων αιώνων. Ίσως πλάι στην αληθινή και πραγματική ποιοτική καλλιτεχνική υπεροχή της ταινίας, να υποκρύπτεται και ένας τελεσίδικος θρήνος: Αυτός της οριστικής απώλειας της αυθεντικής Κρήτης μέσα στη λαίλαπα της εξαφάνισης κάθε τοπικού και ιδιαίτερου. Από την τελεσίδικη «ατίμωση της κρητικής γαίας» όπως θα ξανάλεγε ο Δημ. Πικιώνης. Από την παγκοσμιοποιημένη ασχήμια ενός ομογενοποιημένου κόσμου που σκέπασε τα πάντα. Αλλά αυτό, είναι ένα άλλο εξίσου τεράστιο θέμα, που δεν είναι όμως του παρόντος…

Το προφίλ της ταινίας

Ασπρόμαυρη ταινία διάρκειας 125 min, Πρώτη κυκλοφορία: Νοέμβριος 1972, Ελβετία. Σενάριο και σκηνοθεσία: Xavier Koller, Ηθοποιοί: Markus Mislin (Caspar), Fred Tanner (Γιατρός), Ανέστης Βλάχος (ντόπιος καφετζής), Μαρία Γιουρούση (Μαρία), Φραγκούλης Φραγκούλης (παπάς), Werner Lässer (στρατιώτης), Hans-Rudolf Twerenbold (στρατιώτης), René Seiler (στρατιώτης), Othmar Hauser (στρατιώτης), Gody Kaegi (στρατιώτης), Johanna Bossert (η κοινή γυναίκα του χωριού), και περί τους 25 κομπάρσους κατοίκους της Ελούντας. Κάμερα: Hans Liechti, Assistant: Werner Zuber, Μοντάζ: Heinz Berner, Βοηθός σκηνοθέτη: Fee Liechti, Ροή: Hans Schmid, Dekor: Kurt Hiltebrand, Εφέ: Γιάννης Σαμιώτης, Φωτισμός: Peter Gartman, Κοστούμια: Antonia Remund, Τεχνικός: Raffi Leggeri, Φωτογραφία: Peter Germann, Βοηθός παραγωγής: Rudolf Santschi, Εξοπλισμός: Brund Honegger, Μουσική: Jonas C. Haefeli, Peter Gartmann, , Make up: Antonia Stöckli, Ήχος: Aldo Gardini, Παραγωγοί: Eduard A. Stoeckli, Eine Produktion der Filmteam Zurich AG & In Co-Production Mit, Schweizer Radio und Fernsehgesellscaft Srg, © Xavier Koller.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ