«Ήταν ένα μαρτύριο» – Γυναίκα θύμα βιασμού αφηγείται τον δικαστικό γολγοθά που πέρασε

Newsroom
Newsroom

Η περίπτωση της νεαρής γυναίκας δεν είναι η μοναδική, καθώς κάποια από τα εμπόδια που συνάντησε στην απονομή δικαιοσύνης είναι κοινά σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις που μια γυναίκα αποφασίζει να καταγγείλει σεξουαλική βία.

Την ώρα που οι αποκαλύψεις γυναικών και ανηλίκων για σεξουαλική παρενόχληση και βία διαδέχονταν η μία την άλλη και οι τηλεοπτικές κάμερες κατέγραφαν τους διάσημους πρωταγωνιστές των πολύκροτων δικών να περνούν τις πόρτες του Δικαστικού Μεγάρου Αθηνών, σε μια επαρχιακή πόλη μια νεαρή γυναίκα παρατηρούσε υπομονετικά την υπόθεσή της να τραβάει χρόνια. Χρόνια που για την ίδια έμοιαζαν συχνά αιώνες.

Η ντροπή, η εδραία πεποίθηση των θυμάτων ότι δεν θα δικαιωθούν αλλά και ο φόβος αντεκδίκησης, αποτρέπουν πολλές γυναίκες από το να καταγγείλουν τον βιασμό τους. Η Αγγελική*, ήταν μόλις 22 ετών, όταν κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού. Αψηφώντας όλα τα παραπάνω, αποφάσισε να κινηθεί δικαστικά. Ωστόσο, δεν μπορούσε να φανταστεί τι εμπόδια θα επεφύλασσε η διαδικασία αυτή.

«Μόλις συνειδητοποίησα τι έγινε και πώς ήταν το σώμα μου, αποφάσισα ότι δεν πρέπει να το αφήσω έτσι, γιατί σίγουρα θα συμβεί και σε άλλες κοπέλες στο μέλλον. Ήθελα να προστατεύσω και τις επόμενες, χωρίς όμως να ξέρω ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι όπως είναι και τι θα τραβήξω, γιατί αυτό ουσιαστικά ήταν μαρτύριο», δηλώνει η ίδια.

Η δικαστική διαμάχη στην οποία ενεπλάκη διήρκησε 3,5 χρόνια. Η ίδια μοιράζεται με την «Καθημερινή», υπό τον όρο της ανωνυμίας, τον δικαστικό γολγοθά που έζησε, αλλά και τις επιπτώσεις που είχε στην ψυχολογία της.


«Δεν με πίστευαν»

Ήδη από το πρώτο βήμα της μακράς αυτής πορείας, η Αγγελική ήρθε αντιμέτωπη με τα ελλείμματα και τις προκαταλήψεις του συστήματος προστασίας των επιζώντων σεξουαλικής βίας. «Η εμπειρία μου στην αστυνομία ήταν από τις χειρότερες. Δεν με πίστευαν. […] Τους έλεγα “να σας δείξω τα σημάδια που έχω στο σώμα μου” και μου έλεγαν “όχι”. Έβγαζαν σενάρια από το μυαλό τους, μέχρι που ένας αστυνομικός αποφάσισε να δει τα σημάδια, πείστηκε και έκλεισε ραντεβού με τον ιατροδικαστή».


Από αναβολή σε αναβολή

Παρά την τραυματική αυτή πρώτη εμπειρία, η νεαρή κοπέλα αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα της και να κινήσει την ποινική διαδικασία. Η συνέχεια όμως δεν είχε καμία σχέση με αυτό που φανταζόταν η ίδια ως οργανωμένο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης. Η δίκη πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, άλλοτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και άλλοτε μετά από αιτήματα συνηγόρων και κατηγορούμενων. Οι μήνες περνούσαν, ωστόσο η ίδια προετοιμαζόταν κάθε φορά για τη δίκη. «Όσες φορές πήγαμε τα πρώτα χρόνια στο δικαστήριο, όλο παίρναμε αναβολές και διακοπές. Εγώ ήθελα να πω τι έγινε και πώς έγινε για να τελειώσει αυτό το κομμάτι για εμένα και φτάσαμε να περάσουν 3,5 χρόνια μέχρι να καταθέσω», περιγράφει, παραδεχόμενη πόσο ψυχοφθόρα ήταν η διαδικασία αυτή.

Όπως αναφέρει, όταν ξεκίνησε η διαδικασία, η Εισαγγελέας επέμενε πάρα πολύ σε σημεία που δεν τα είχε συγκρατήσει στη μνήμη της. «Επειδή είχα πάθει σοκ, κάποια σημεία δεν τα θυμόταν ο εγκέφαλος μου, ίσως για να με προστατεύσει. Εστίαζε πολύ στα σημεία αυτά». Την ίδια στιγμή, μέσα στη δικαστική αίθουσα, η Αγγελική έπρεπε να υποστεί τη συνύπαρξη με τους φερόμενους ως βιαστές της στον ίδιο χώρο. «Αυτό που προσπαθούσα να κάνω είναι να στρέφω την προσοχή μου αλλού και να επικεντρώνομαι σε εμένα, να μην δίνω σημασία, ούτε καν να τους κοιτάζω, γιατί ακόμα και αυτό μου προκαλούσε πάρα πολύ θυμό», λέει. Προκειμένου να υποστηριχθεί στη διαδικασία αυτή, λάμβανε και βοήθεια ψυχολόγου.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ήδη παραγεμισμένο ποτήρι ήταν όταν μετά την κατάθεσή της και το πέρας του μεγαλύτερου μέρους της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Άρειος Πάγος έπαυσε τη δικαστή που προήδρευε και διόρισε νέο δικαστή, πράγμα που σήμαινε ότι όλη η διαδικασία έπρεπε να επαναληφθεί. «Έπρεπε να ξεκινήσει η διαδικασία από την αρχή. Αυτό ήταν πολύ ψυχοφθόρο. Έπρεπε και τρίτη φορά να πω τι έγινε», τονίζει, προσθέτοντας πως αυτό θα γινόταν μάλιστα μετά από οκτώ μήνες, κάτι που η ίδια δεν άντεχε να βιώσει ξανά.


Ανοιχτή συζήτηση για τη δικαίωση θυμάτων σεξουαλικής βίας

Η περίπτωση της νεαρής γυναίκας δεν είναι η μοναδική, καθώς κάποια από τα εμπόδια που συνάντησε στην απονομή δικαιοσύνης είναι κοινά σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις που μια γυναίκα αποφασίζει να καταγγείλει σεξουαλική βία. «Με αφορμή το κίνημα #metoo, με την αποκάλυψη της σεξουαλικής βίας σε χώρους ζωτικής κοινωνικότητας όπως η εκπαίδευση, η εργασία και η οικογένεια ξεκινήσαμε μια ανοιχτή συζήτηση για τη δικαίωση, σε σχέση με την εμπειρία που υπάρχει μέχρι τώρα για τα θύματα έμφυλης βίας στην Ελλάδα από το οργανωμένο σύστημα», δηλώνει στην «Καθημερινή», η Δώρα Βέττα, δικηγόρος του Κέντρου Διοτίμα. Όπως λέει, τα πρώτα συμπεράσματα δεν είναι θετικά, ενώ η εμπειρία είναι αρνητική τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς.

Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, η σεξουαλική βία θίγει το 31% των γυναικών παγκοσμίως, ωστόσο εξαιτίας της ελλιπούς καταγραφής των αδικημάτων, το ποσοστό δεν φέρεται να παρουσιάζει την πλήρη εικόνα. Ένας από τους λόγους που το αδίκημα αυτό δεν καταγγέλλεται είναι ότι τα θύματα δεν πιστεύουν ότι θα δικαιωθούν. «Υπάρχει ματαιωτική εμπειρία των θυμάτων έμφυλης βίας κατά την επιδίωξη των αξιώσεων τους από το σύστημα δικαιοσύνης», σχολιάζει η κ. Βέττα, επισημαίνοντας ότι με τον τρόπο που αυτό είναι οργανωμένο την παρούσα στιγμή, δεν αποτελεί ανακουφιστικό πλαίσιο εναπόθεσης τραυματικής εμπειρίας, ενώ παρατηρείται πολλές φορές οι γυναίκες να επανατραυματοποιούνται.

Τα συμπεράσματα συνάδουν απόλυτα με την εμπειρία που βίωσε η Αγγελική, η οποία χαρακτήρισε το σύστημα δικαιοσύνης αφιλόξενο για ένα θύμα σεξουαλικής βίας.

Η κ. Βέττα εξηγεί εν μέρει γιατί συμβαίνει αυτό, αναφέροντας πως η ποινική διαδικασία είναι μια ανταγωνιστική από τον σχεδιασμό της διαδικασία, που δεν ευνοεί τους ανθρώπους αυτούς και τους εκθέτει ξανά στις στιγμές που συνιστούν το τραύμα τους. «Η επιζώσα σηκώνει στην πλάτη της μια διαδικασία βαριά με τους συνηγόρους υπεράσπισης να καραδοκούν να αποδομήσουν τη οποιαδήποτε αφήγησή της».

Πλην όμως της ίδιας της διαδικασίας, τα θύματα έχουν να αντιμετωπίσουν και το ζήτημα της μακράς συχνά διάρκειας των δικαστικών μαχών. «Οι ποινικές υποθέσεις δεν είναι μια διαδικασία που βγάζεις εύκολα ή γρήγορα άκρη, σε όλα τα είδη των υποθέσεων. Δυστυχώς οι υποθέσεις σεξουαλικής βίας ή οι υποθέσεις που τα θύματα πρέπει να προστατευτούν δεν εξαιρούνται από αυτό, δεν προτεραιοποιούνται στα πινάκια παραδείγματος χάρη [σσ ώστε να γίνονται οι δίκες και να μην παίρνουν αναβολή], δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το μόνο που ισχύει είναι όταν οι δράστες είναι προσωρινώς κρατούμενοι, φροντίζουν να γίνει το δικαστήριο πριν την απόλυσή τους. Κάτι άλλο δεν ισχύει ειδικότερα για να προστατευτούν δικονομικά τα θύματα των βιασμών», αναφέρει.


Χρονοτριβές – Ωράριο δημοσίου στις ιατροδικαστικές υπηρεσίες

Η δικηγόρος έδωσε μεγάλη σημασία και στο προδικαστικό επίπεδο, στο επίπεδο των αρχών που άμεσα επιλαμβάνονται υποθέσεων βιασμού, όπως είναι οι αστυνομικές αρχές, τονίζοντας ότι πρέπει να γίνουν τροποποιήσεις. «Οι αρχές θα πρέπει να σπεύδουν να ενημερώσουν για το δικαίωμα νομικής πλαισίωσης ήδη από την πρώτη κατάθεση, για ψυχοκοινωνική πλαισίωση, να δουν αν υπάρχει ανάγκη λήψης βιολογικού υλικού για διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης και να γίνει αυτό άμεσα. Θα πρέπει να σπεύδουν να πλαισιώσουν προδικαστικά το θύμα που έχει επιθυμία να εμπλακεί σε ποινική διαδικασία», δηλώνει η ίδια, λέγοντας πως σήμερα σημειώνονται σημαντικές χρονοτριβές όσον αφορά την πρόσβαση σε ιατροδικαστικές υπηρεσίες που είναι κρίσιμες γιατί κατοχυρώνουν αποδεικτικά τους ισχυρισμούς του θύματος. Η διαδικασία αυτή γίνεται ακόμα δυσκολότερη στην Ελλάδα όπου οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες λειτουργούν με ωράριο δημόσιων υπηρεσιών, ενώ πολλές περιοχές δεν διαθέτουν καν ιατροδικαστές, με αποτέλεσμα οι επιζώντες περιστατικών σεξουαλικής βίας να πρέπει να διανύουν χιλιόμετρα για να έχουν πρόσβαση στο αυτονόητο. «Οι υπηρεσίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες όλο το 24ωρο, κάθε ημέρα», επισημαίνει η δικηγόρος.


Ανάγκη νομικού συμβούλου

Η κ. Βέττα στέκεται και στη σημασία του νομικού συμβούλου, καθώς όπως περιγράφει, το θύμα πολλές φορές κρατείται για πάρα πολλές ώρες μέχρι να γίνει η κατάθεση, γεγονός που μπορεί να του προκαλέσει επιπλέον σύγχυση. «Παθαίνουν πράγματι black out. Η πρώτη προδικαστική κατάθεση είναι πολύ κρίσιμη, γιατί είναι πολύ κοντά στο γεγονός και έχει κρίσιμες λεπτομέρειες που μετά δεν είναι πάντα σε θέση το θύμα να αναπαράξει».

Ειδικά στις υποθέσεις του βιασμού, η δυσκολία είναι η αποδειξιμότητα, καθώς πρόκειται για ένα αδίκημα που γίνεται συνήθως πίσω από κλειστές πόρτες και με την παρουσία μόνο του θύτη και του θύματος. Η δικηγόρος αναφέρει πως αν δεν μπορέσει να αποδειχθεί το αδίκημα στο δικαστήριο, σε περίπτωση αμφιβολίας, το δικαστήριο αναγνωρίζει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορούμενου, αν όμως υπάρξουν αποδείξεις, ο θύτης μπορεί να καταδικαστεί και μάλιστα να εκτίσει σοβαρή ποινή.

Μέχρι σήμερα, η Αγγελική δεν έχει μετανιώσει που ενεπλάκη στην ποινική διαδικασία. «Ενας από τους λόγους που μπήκα στη διαδικασία αυτή είναι για να αρχίσει να μιλάει ο κόσμος», τονίζει.

 

Πηγή: Καθημερινή

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ