Πως ξεκίνησε ο Α΄ βαλκανικός πόλεμος

Τι συνέβη στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 στα Γιαννιτσά και πως ανοίχτηκε ο δρόμος για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης;



Μετά τη προηγηθείσα συμμαχία των Βαλκανικών κρατών (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, και Βουλγαρία), στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 οι βαλκανικές αυτές χώρες έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία όπως ήταν φυσικό απέρριψε το τελεσίγραφο αυτό, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Διακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεμος αυτός κηρύχθηκε επίσημα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ακριβώς ημερομηνία που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όμως οι επιστρατεύσεις στις σύμμαχες Χώρες ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την τελευταία στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην χώρα.

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου

Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.

Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη που καταγόταν από το Ρέθυμνο της Κρήτης θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας

Με την κήρυξη του πολέμου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιμετώπισε αρχικά μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος στόχος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στην Θράκη.

Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επόμενη μέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαραντάπορου που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σ’ερβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου μπήκε στην Κοζάνη.

 

Έφοδος ελληνικού πεζικού κατά την Μάχη των Γιαννιτσών.

Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να κινηθεί ο ελληνικός στρατός βόρεια, με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι και να συναντήσει τον σερβικό στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, όμως, διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη  προς την οποία κατευθύνονταν δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η περίφημη φράση του Βενιζέλου στον διάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώματός του και να στείλει τον βασιλέα Γεώργιο Α' στο μέτωπο για να κάμψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου και να κατευθύνει τον ελληνικό στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.

Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίμνη των Γιαννιτσών , όπου οι Τούρκοι είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάμεις, ώστε να ανακάψουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη. Η ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και στις 20 Οκτωβρίου το πρωί εισήλθε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια, αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο ελληνικός στρατός πέρασε την ανατολική όχθη του  Αξιού ποταμού και άρχισε να προετοιμάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια από τις σημαντικότερες του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1912 με τον Ελληνικό Στρατό να επιτίθεται από τα δυτικά κατά των Τουρκικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά και μετά από διήμερο σκληρό αγώνα να αναδεικνύεται νικητής.

Υπήρξε η πιο φονική μάχη των βαλκανικών πολέμων, ωστόσο η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών. Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις. Στην περιοχή οι Τούρκοι εγκατέστησαν την 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.

Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος και τις προθέσεις του τουρκικού στρατού, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την ανάγκη άμεσης κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.

Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Μέχρι το μεσημέρι, η 6η Μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί στο χωριό Αμπελιές, η 4η Μεραρχία στο χωριό Μυλότοπος, η 1η και η 2η στο χωριό Καρυώτισσα και η 3η Μεραρχία στο χωριό Μελίσσι. Από τις θέσεις αυτές, οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Τις τελευταίες απογευματινές ώρες, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική γραμμή και να φτάσουν έξω από την πόλη των Γιαννιτσών. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους.

Κατά την διάρκεια της νύχτας διακόπηκαν οι επιχειρήσεις και συνεχίστηκαν το πρωί της 20ης Οκτωβρίου. Ο τουρκικός στρατός βλέποντας την αρνητική έκβαση της μάχης, άρχισε να συμπτύσσεται. Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά τμήματα νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να περάσουν εγκαίρως τον Λουδία ποταμό και ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι υποχώρησαν ανενόχλητοι περνώντας από τον Αξιό. Οι κακές καιρικές συνθήκες καθώς και η συγκέντρωση πολλών ελληνικών μονάδων στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του αντιπάλου.

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν σε 188 νεκρούς και σε 973 τραυματίες, όμως πιθανότατα ο πραγματικός αριθμός να είναι μεγαλύτερος. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πολλαπλάσιους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περίπου 3.000.

Αμέσως μετά την μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις, αφού επισκεύασαν τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, πέρασαν την ανατολική όχθη του Αξιού και άρχιζαν να ετοιμάζουν την είσοδό τους στην Θεσσαλονίκη.


ΠΗΓΕΣ:

istorikathemata.com

el.wikipedia.org

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ