ΚΟΣΜΟΣ
Από το χωριό του στην Κρήτη, βρέθηκε μόνιμος κάτοικος στην Ισλανδία - Ιστορίες Eλλήνων που μετανάστευσαν
Τα τελευταία δύο χρόνια, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες μεταξύ των οποίων και Κρητικοί αναζητούν δουλειά στη νησιωτική χώρα της Βόρειας Ευρώπης

Τα τελευταία δύο χρόνια, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες μεταξύ των οποίων και Κρητικοί, κυρίως άτομα της γενιάς Ζ και μιλένιαλ, αναζητούν δουλειά στη νησιωτική χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Κάποιοι γυρίζουν πίσω με όσα χρήματα κατάφεραν να αποταμιεύσουν, ενώ άλλοι επιλέγουν να χτίσουν τη ζωή τους εκεί.
Πόσοι είναι τελικά;
Δεν είναι εύκολο να πούμε με ασφάλεια πόσοι Έλληνες ζουν στην Ισλανδία. Οι άνθρωποι με τους οποίους επικοινώνησε η «Καθημερινή» για τους σκοπούς του ρεπορτάζ, υπολογίζουν πως είναι περισσότεροι από 2.000. Τα επίσημα στοιχεία του Άμισθου Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Ρέικιαβικ δείχνουν πως «μέχρι την 1η Μαΐου του 2025 υπάρχουν 985 Έλληνες που έχουν ενεργό ισλανδικό ΑΦΜ. Κάποιοι έχουν αναχωρήσει χωρίς να το επιστρέψουν, επομένως υπολογίζω ότι περίπου 750 Έλληνες ζουν στην Ισλανδία. Είναι κυρίως νεαρά άτομα που έρχονται εδώ για να βρουν δουλειά», σημειώνει ο πρόξενος Ραφν Αλεξάντερ Σίγκουρντσον.

Ο ίδιος φρόντισε να παραπέμψει και στην κοινότητα «Έλληνες στην Ισλανδία», η οποία «δημιουργήθηκε το 2013 ως τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των δεκαπέντε Ελλήνων που ζούσαν μέχρι τότε στη χώρα», όπως λέει η πρόεδρός της, Ελένη Λατανιώτη, η οποία πήγε το 2021 ως ερωτική μετανάστρια στη χώρα και σήμερα εργάζεται ως φυσικοθεραπεύτρια σε δημόσιο νοσοκομείο. «Υπολογίζουμε ότι πάνω από το 50% έρχονται εδώ ως εποχικοί εργαζόμενοι και όχι ως μόνιμοι κάτοικοι. Θεωρούμε ότι είμαστε περίπου 400 με 450 οι Έλληνες που έχουν λάβει ισλανδική υπηκοότητα, ίσως και λιγότεροι». Παρατηρεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό απασχολείται κυρίως στον τουρισμό και στην εστίαση, αν και υπάρχουν άτομα που δραστηριοποιούνται και σε άλλους τομείς. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι τώρα πια, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί, σε μια εταιρεία ή περπατώντας στον δρόμο, οι πιθανότητες να ακούσεις ελληνικά είναι πολύ μεγάλες», συμπληρώνει.
Χωρίς άγχος και ένταση
Η Νίνα Κατσάτου ανήκει στη γενιά Ζ. Εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα και ήταν απογοητευμένη από την πίεση και τις λιγοστές οικονομικές απολαβές. Παρακινούμενη από το παράδειγμα των φίλων και γνωστών που αναζήτησαν εργασία στην Ισλανδία, ταξίδεψε πριν από έναν μήνα εκεί και βρήκε δουλειά σε εστιατόριο στο Ρέικιαβικ. «Είναι μια μικρή πόλη, φιλική, αλλά άκρως τουριστική. Δεν υπάρχει το άγχος και η ένταση, η γραφειοκρατία είναι βατή. Μέχρι στιγμής, νιώθω σαν να μπήκα σε μια άλλη πραγματικότητα», λέει.

Πολλοί Έλληνες που έρχονται, σκέφτονται αρχικά πως οι πιθανότητες εύρεσης εργασίας στην πρωτεύουσα είναι αυξημένες. Όμως η τουριστική ανάπτυξη της Ισλανδίας και οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό στην ευρύτερη περιφέρεια έχουν ανοίξει πολλές θέσεις εργασίας εκτός Ρέικιαβικ. «Μέχρι το 2011 υπήρχε μόνο ένα μικρό ξενοδοχείο στο χωριό, ζούσαμε μόνο από το ψάρι. Πλέον το μεγαλύτερο ξενοδοχείο στην περιοχή έχει 110 δωμάτια, ενώ άνοιξαν και τρία εστιατόρια», λέει ο 71χρονος Γιάννης Αρελάκης, ένας από τους πρώτους Έλληνες που απέκτησε ισλανδική υπηκοότητα. Ναυτικός στο επάγγελμα, αποφάσισε το 1981 να αγκυροβολήσει οριστικά στη νησιωτική χώρα και να εγκατασταθεί στο χωριό Σιγκλουφιόρδουρ στον ισλανδικό βορρά, όπου εργάστηκε ως καπετάνιος σε τράτα.

Στο ίδιο μέρος ζει και εργάζεται ο Γιώργος Ρασούλης, που δουλεύει στο τοπικό μουσείο ρέγκας, ενώ παίζει και ροκ μουσική σε διάφορα ξενοδοχεία. «Το να μετεγκατασταθώ από το ήσυχο χωριό μου στην Κρήτη σε ένα άλλο χωριό, παρότι ο καιρός της Ισλανδίας είναι πιο σκληρός, δεν μου ήταν δύσκολο. Βέβαια, αν ένας άνθρωπος ερχόταν από μια μεγάλη πόλη σε έναν τόπο που είναι ψιλοέρημος, λογικά αυτό θα τον ζόριζε ψυχολογικά».
«Είναι δύσκολο να συνηθίσεις την Ισλανδία λόγω του κρύου αλλά και της αίσθησης απομόνωσης που σου δίνει. Πολλοί έρχονται και φεύγουν, γιατί δεν αντέχουν το σκοτάδι του χειμώνα», επιβεβαιώνει ο Δημήτρης Nικολόπουλος, που ζει στο χωριό Βικ στη νότια ακτογραμμή και εργάζεται επίσης σε ξενοδοχειακή μονάδα. «Είναι μια κοινότητα που χρειάζεται εργατικά χέρια», συμπληρώνει ο Άγγελος Μαραβάς. «Οι ντόπιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, κατάλαβαν ότι υπάρχουν κάποιες εργασίες που δεν μπορούν να τις κάνουν μόνοι τους. Γι’ αυτό και υπάρχουν πολλοί ξένοι στην περιφέρεια, κυρίως Πολωνοί, που αποτελούν το 10% του πληθυσμού».
Ασφάλεια και συμπερίληψη
Πέρα όμως από τις επαγγελματικές ευκαιρίες, εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η τοπική κοινωνία φέρεται στους ανθρώπους και στους ξένους. «Υπάρχει μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς από τους ντόπιους, ενώ επικρατεί και ένα αίσθημα συμπερίληψης. Όλα τα άτομα είμαστε ίσα και αυτό είναι παραπάνω από αρκετό», λέει η Νικολέτα Σαββάκη, που ζει στο ίδιο χωριό και εργάζεται στο μάρκετινγκ και στη δημιουργία περιεχομένου μιας ξενοδοχειακής μονάδας.
Στα ρεπό τους οι Έλληνες της Ισλανδίας ανακαλύπτουν τα ηφαίστεια και τα απόκοσμα τοπία της με ένα τζιπ, μαζεύονται με φίλους και παίζουν επιτραπέζια, βγαίνουν στα τοπικά μπαρ των ξενοδοχείων, που κλείνουν νωρίς, ενώ στο Ρέικιαβικ, μπορεί να πετύχουν και κάποιο DJ σετ της Μπγιόρκ σε ένα δισκοπωλείο. Μπορεί να τους λείπουν πολλά πράγματα από τη χώρα μας, αλλά για την ώρα κανείς τους δεν εξετάζει το ενδεχόμενο της επιστροφής. Η Ισλανδία βάζει «τικ» σε όλα τους τα κουτάκια.