Σπάνια είδη κατακτούν τις καμένες περιοχές, σύμφωνα με ελβετικό ερευνητικό ινστιτούτο

Newsroom
Newsroom

Μεγαλύτερη βιοποικιλότητα μετά τις δασικές πυρκαγιές.

Στις 13 Αυγούστου 2003, κάηκαν στο Λόικ, του καντονίου Βαλαί της ΝΔ Ελβετίας, 300 εκτάρια δάσους με περίπου 200.000 δέντρα. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές της χώρας. Λίγο καιρό μετά αναπτύχθηκε όμως εκεί μια εντυπωσιακή ποικιλία ειδών. Νέα φυτά και έντομα αποίκησαν την καμένη περιοχή. «Ορισμένα είδη εγκαθίστανται σύντομα και μετά από λίγα μόλις χρόνια η βιοποικιλότητα της καμένης περιοχής ξεπερνά αυτήν του πρώην δάσους».

      Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε το Ομοσπονδιακό Ερευνητικό Ινστιτούτο Έρευνας Δασών, Χιονιού και Τοπίου (WSL) της Ελβετίας, το οποίο ερευνά επί 20 χρόνια την δυναμική της αναγέννησης των καμένων δασών, έτσι ώστε να συμβάλει στη δασοκομική πρακτική και στην προστασία της φύσης.

      Όταν τα δάση καίγονται η χλωρίδα και η πανίδα καταστρέφονται, αλλά πόσο μοιραίες είναι τέτοιες πυρκαγιές; «Καταρχάς, προκαλούνται τεράστιες ζημιές, αυτό είναι ξεκάθαρο: το προστατευτικό ή το παραγωγικό δάσος θα χαθεί», όμως «τα οικοσυστήματα έχουν ανθεκτικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα μπορούν να ανακάμψουν. Η αλλαγή τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να εκπλήξει, αφού η ποικιλομορφία τους ξεπερνά αυτήν του προηγούμενου δάσους. Μετά από έναν τέτοιο τραυματισμό της φύσης, στην καμένη πλέον επιφάνεια του εδάφους επικρατούν εντελώς διαφορετικές συνθήκες από ό,τι πριν στο σκιερό και πυκνό δάσος των κωνοφόρων. Για πολλά είδη γεννιέται έτσι ένας κατάλληλος, συχνά τεράστιος, βιότοπος. Άλλα είδη επωφελούνται από τα νεοφερμένα και δημιουργείται μια εξαιρετικά εντυπωσιακή τροφική πυραμίδα η οποία όμως σταδιακά εξαφανίζεται με την αναδάσωση», όπως είπε ο Τόμας Βόλγκεμουτ, δασικός οικολόγος του WSL στην ελβετική ραδιοτηλεόραση (SRF).

      Αυτό συμβαίνει διότι η καύση του στρώματος του χούμου (της οργανικής ουσίας πάνω ή μέσα στο έδαφος) παράγει τέφρα και αυξάνει την τιμή του pH. Βραχυπρόθεσμα, περισσότερα θρεπτικά συστατικά είναι διαθέσιμα για τα νεοαφιχθέντα φυτά. Τα έντομα, τα σκαθάρια, οι ακρίδες, οι αράχνες και οι μέλισσες επωφελούνται από τη θάλασσα των λουλουδιών και από τα χόρτα που φυτρώνουν. «Πρόκειται για μια συναρπαστική διαδικασία ανάπτυξης μιας μεγαλύτερης βιοποικιλότητας. Σπάνια ή θεωρούμενα ως εξαφανισθέντα είδη κατακτούν τις γυμνές περιοχές. Από αυτήν την άποψη, μια δασική πυρκαγιά -παρά τις καταστροφικές συνέπειές της- είναι ένας εμπλουτισμός για τη φύση», συμπλήρωσε ο Βόλγκεμουτ. 

      Όλα αυτά δεν αποτελούν απλώς θεωρία. Στο Λόικ, για παράδειγμα, αρχικά αναπτύχθηκαν πολλά ποώδη φυτά, στη συνέχεια άρχισαν να κυριαρχούν τα χόρτα στην καμένη περιοχή και αναπτύχθηκαν είδη που προηγουμένως δύσκολα μπορούσαν να επιβιώσουν. Τα λεγόμενα πυρόφιλα φυτά, όπως το «επιλόβιο» (Epilobium) και η «Ίσατις η Βαφική» (Isatis tinctoria), των οποίων οι σπόροι μεταφέρονται από τον άνεμο, εξαπλώνονται γρήγορα στις καμένες περιοχές. Οι ερευνητές του WSL εντόπισαν μεταξύ άλλων και το θεωρούμενο ως εξαφανισμένο σπανάκι φράουλα (Blitum virgatum), του οποίου τα φύλλα τρώγονται, όπως και οι κόκκινοι καρποί του. Το θαμνώδες αυτό φυτό εμφανίστηκε μαζικά δύο μόλις χρόνια μετά την πυρκαγιά. Οι σπόροι είχαν προφανώς αντέξει στο έδαφος και στη συνέχεια βρήκαν την κατάλληλη στιγμή για να βλαστήσουν. «Οι πυρκαγιές απελευθερώνουν τρόπον τινά το δυναμικό της βιοποικιλότητας μιας περιοχής», εξήγησε ο Βόλγκεμουτ στην ελβετική ραδιοτηλεόραση. Δέντρα όπως η λεύκα, η ιτιά και η σημύδα εξαπλώθηκαν και αυτά γρήγορα. Το παράδειγμα του Λόικ δείχνει επίσης ότι οι χνοώδεις δρύες / βελανιδιές (Quercus pubescens) και η λάριξ (Larix), το αγριόπευκο, αναβιώνουν πολύ καλύτερα σε σχέση με την δασική πεύκη και τα έλατα.

      Έτσι, μόλις δέκα χρόνια μετά την καταστροφή στο Λόικ, η ποικιλομορφία των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από ό,τι στο διασωθέν γειτονικό μικτό δάσος κωνοφόρων. Στην καμένη περιοχή βρέθηκαν επίσης εννέα φορές περισσότερα -απειλούμενα μάλιστα με εξαφάνιση- είδη εντόμων από ό,τι στο γειτονικό δάσος που δεν κάηκε: άγριες μέλισσες, ακρίδες και σημαντικοί άποικοι νεκρού ξύλου όπως το σκαθάρι «Sericoda quadripunctatum», το οποίο τρέφεται με έντομα που ζουν κάτω από απανθρακωμένο φλοιό. «Αυτό είναι ίσως το ελαφρώς θετικό μήνυμα των πύρινων καταστροφών: Η βιοποικιλότητα στις περιοχές της πυρκαγιάς είναι σημαντικά υψηλότερη από ό,τι στο παρακείμενο άθικτο δάσος», σύμφωνα με τα συμπεράσματα του WSL τα οποία δημοσιεύτηκαν πρόσφατα.

      «Το θετικό αυτό συμπέρασμα δεν πρέπει όμως να μας επαναπαύει, διότι πρέπει να περιμένουμε πολύ για να γίνει το δάσος όπως ήταν πριν τις πυρκαγιές. Μπορεί να χρειαστούν αρκετές δεκαετίες», όπως τονίζουν ο Βόλγκεμουτ και οι συνεργάτες του στα συμπεράσματά τους. Σε αυτά κάθε άλλο παρά θέλησαν να ωραιοποιήσουν τις πυρκαγιές, αφού λόγω της έλλειψης προστασίας από τα δάση εγκυμονούνται αυξημένοι κίνδυνοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκτός των άλλων αυξάνουν τον κίνδυνο διάβρωσης του εδάφους και της πτώσης βράχων με μοιραίες συνέπειες για τους οικισμούς και τους δρόμους. Κατά ευτυχή συγκυρία δεν έπεσε πάντως κάποια δυνατή βροχή στο Λόικ μετά την πυρκαγιά του 2003...

      Ποια φυτά και ζώα μπορούν να αποικήσουν την καμένη γη και ποια δέντρα θα φυτρώσουν σε καμένα δάση είναι ερωτήματα τα οποία θα απασχολήσουν για πολύ καιρό ακόμα τους ερευνητές του ελβετικού ερευνητικού ινστιτούτου WSL. Ιδίως επειδή η ικανότητα της φύσης να αναγεννάται μετά από πυρκαγιές γίνεται όλο και πιο σημαντική λόγω της κλιματικής αλλαγής και στην Κεντρική Ευρώπη.

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ