"Έκτακτες" εργασιακές συνθήκες στην εποχή του κορωνοϊού

Όλα τα έκτακτα νομοθετικά μέτρα που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις από την σκοπιά των εργαζομένων, αφού η ενημέρωση είναι, διαχρονικά, το όπλο τους σε αυτήν την εξ ορισμού άνιση μάχη.

     

Γράφουν οι συνεργάτιδες

Ελένη Χαφνάβη & Έλλη Μιχελάκη

Η πανδημία του Κορονοϊού και τα έκτακτα κυβερνητικά μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της, όπως ήταν αναμενόμενο, επηρέασαν σημαντικά τις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκαν τις προηγούμενες ημέρες εισάγουν μία σειρά ρυθμίσεων που επιβάλλουν την «προσαρμογή» των εργαζομένων στην κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» που βιώνουμε. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται οι πρώτοι προβληματισμοί σχετικά με τον αντίκτυπο που θα αφήσουν τα μέτρα αυτά στον κόσμο της εργασίας, όταν ο καθένας και η κάθε μία μας επιστρέψει στην πραγματικότητά του/της.

      Με το παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά τα έκτακτα νομοθετικά μέτρα που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις από την σκοπιά των εργαζομένων, αφού η ενημέρωση είναι, διαχρονικά, το όπλο τους σε αυτήν την εξ ορισμού άνιση μάχη. Ταυτόχρονα, τα σχόλια μας επί των παραπάνω ρυθμίσεων, ευελπιστούμε να συμβάλλουν στη συλλογική σκέψη και στη συζήτηση που θα πρέπει να ανοίξει σε όλους τους χώρους εργασίας.

Αναστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Α) όλες οι επιχειρήσεις που τελούν σε αναστολή της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, κατόπιν εντολής δημόσιας αρχής και για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Όλες δε οι καταγγελίες που θα πραγματοποιηθούν από 18-03-2020 και εφεξής είναι άκυρες, μέτρο που αποτελεί την ελάχιστη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην και πάλι «επίκαιρη» εργασιακή επισφάλεια.

Β) όλες οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα,  που έχουν ορισθεί από το Υπουργείο Οικονομικών βάσει Κ.Α.Δ. κύριας ή δευτερεύουσας δραστηριότητας βάσει των ακαθάριστων εσόδων έτους 2018, οριζόμενων από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να αναστέλλουν τις συμβάσεις εργασίας, μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, για συνεχόμενο ανέκλητο χρονικό διάστημα 45 ημερολογιακών ημερών. Το μέτρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί, από τις ως άνω επιχειρήσεις, μέσα στο χρονικό διάστημα από την 21-03-2020 μέχρι και την 20-04-2020, σταδιακά και για διαφορετικό αριθμό εργαζομένων.

Καθ' όλο το διάστημα της αναστολής, ο εργαζόμενος δεν παρέχει την εργασία του και ο εργοδότης δεν οφείλει αποδοχές.

Οι εργαζόμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που είτε λήγουν μετά την απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (περίπτωση Α), είτε δεν έχουν λήξει μέχρι την 21-03-2020 (περίπτωση Β),  τίθενται σε αναστολή (στην περίπτωση Α υποχρεωτικά, και στην περίπτωση Β προαιρετικά) και η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για το συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται, μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής.

Στις επιχειρήσεις – εργοδότες της περίπτωσης (Α), όπου έχουν συμφωνηθεί άδειες άνευ αποδοχών, αυτές αίρονται αυτοδικαίως και οι συμβάσεις των εν λόγω εργαζομένων τελούν σε αναστολή.

Οι εργοδότες – επιχειρήσεις που θα κάνουν αναστολή έστω και μίας σύμβασης εργασίας, απαγορεύεται ρητά να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού τους και, σε περίπτωση πραγματοποίησης της, αυτή είναι άκυρη εκ του νόμου. Σημειώνεται ότι η άκυρη αυτή απόλυση θα πρέπει να προσβληθεί δικαστικά ως τέτοια εντός διαστήματος 3 μηνών.

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις – εργοδότες που κάνουν χρήση της ρυθμίσης της αναστολής, υποχρεούνται μετά τη λήξη του χρόνου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού τους και για χρονικό διάστημα ίσο με εκείνο της αναστολής να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας, που σημαίνει τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας. Στην έννοια του ίδιου αριθμού θέσεων δεν συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρούντες οικειοθελώς από την εργασίας τους, οι αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης καθώς και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση εργασίας λήγει μετά τη λήξη της αναστολής.

Αυτό σημαίνει, πως μετά το πέρας αυτής της περιόδου, σε συνδυασμό μάλιστα με την άκρως «βολική» νομοθετική ρύθμιση (από τις πρώτες της σημερινής κυβέρνησης) κατάργησης του ελέγχου του βάσιμου λόγου απόλυσης η επιχείρηση – εργοδότης μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας, δίχως κανένα περιορισμό!

Ηλίου φαεινότερο είναι, πως η ρητή αναφορά, αποκλειστικά και μόνο σε αυτές τις δύο κατηγορίες επιχειρήσεων, αποσαφηνίζει το «αυτονόητο»: Όλες οι υπόλοιπες υγιείς επιχειρήσεις, εφόσον το κρίνουν «αναγκαίο», μπορούν να προχωρήσουν σε απολύσεις εργαζομένων. Ενώ, όπως αναφέρθηκε η πρόσφατη «βολική» νομοθετική κατάργηση του ελέγχου του βάσιμου λόγου που δικαιολογεί μία απόλυση, απάλειψε και το τελευταίο προπύργιο των εργασιακών διεκδικήσεων από καταχρηστικές απολύσεις.

      Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι πως εκτός από την κλασική περίπτωση της «ευθείας» καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, η εργατική νομοθεσία και νομολογία των δικαστηρίων προβλέπει και άλλες περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης του λεγόμενου διευθυντικού δικαιώματος, που στην πραγματικότητα -και μετά από την προσφυγή του εργαζόμενου στην Δικαιοσύνη- εξισώνονται με την εργοδοτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Η συνηθέστερη περίπτωση «άτυπης» εργοδοτικής καταγγελίας εκφράζεται με την καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών. Δεν θα ήταν κινδυνολογία να πούμε ότι το επόμενο διάστημα αναμένονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Ο εργαζόμενος σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστήριο και να ζητήσει εκτός από τους μισθούς του και την αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται.

 

Αποζημίωση ειδικού σκοπού.       

Όλοι οι εργαζόμενοι, των οποίων η σύμβαση εργασίας τελεί σε αναστολή, είτε λόγω απαγόρευσης της λειτουργίας της επιχείρησης με εντολής δημόσιας αρχής είτε λόγω ένταξης της επιχείρησης στους πληττόμενους κλάδους, δικαιούνται να λάβουν την αποζημίωση ειδικού σκοπού και ασφαλιστική κάλυψη, που υπολογίζεται επί των ονομαστικών μισθών τους. Το δε βάρος της πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών για το διάστημα της αναστολής θα φέρει το Κράτος και όχι ο εργοδότης.

Οι εργοδότες – επιχειρήσεις (Α) που απαγορεύτηκε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, με εντολή δημόσιας αρχής, υποχρεούνται από 24-03-2020 έως και 31-03-2020, ενώ οι εργοδότες - επιχειρήσεις (Β) που εντάσσονται στους πληττόμενους κλάδους υποχρεούνται από 24-03-2020 έως και 20-04-2020, να υποβάλλουν σχετική υπεύθυνη δήλωση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, και τους εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση έχει ανασταλεί.

Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει την υπεύθυνη δήλωσή του στον εργαζόμενο, στην περίπτωση (Α) μέσα στο ίδιο διάστημα (24/03-31/03), ενώ στην περίπτωση (Β) αυθημερόν, εγγράφως ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο δηλώνοντάς του τον αριθμό πρωτοκόλλου καταχώρισης της πράξης του στο ΠΣ Εργάνη.

Οι εργαζόμενοι, των οποίων οι σύμβαση εργασίας έχει ανασταλεί, σε επιχειρήσεις (Α) που απαγορεύτηκε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, με εντολή δημόσιας αρχής, στην συνέχεια, θα πρέπει να υποβάλλουν σχετική υπεύθυνη δήλωση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ειδικού μηχανισμού στήριξης των εργαζομένων στις προβλεπόμενες ειδικότερες προθεσμίες από την 1-04-2020 έως και την 10-04-2020 ανάλογα με το τελευταίο αριθμό (ψηφίο) του προσωπικού τους Α.Φ.Μ., ενώ οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει ανασταλεί σε επιχειρήσεις (Β) που εντάσσονται στους πληττόμενους κλάδους, μπορούν να υποβάλλουν σχετική υπεύθυνη δήλωση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ειδικού μηχανισμού στήριξης των εργαζομένων από 01-04-2020 έως και 30-04-2020, σε κάθε περίπτωση, μετά την γνωστοποίηση σε αυτούς της αναστολής της σύμβασης εργασίας τους.

Στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε περισσότερες της μιας επιχειρήσεις – εργοδότες και τίθενται από περισσότερους εργοδότες σε αναστολή οι συμβάσεις εργασίας τους, οι εργαζόμενοι επιλέγουν αποκλειστικά έναν εργοδότη, προκειμένου να γίνουν δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Επιπλέον των προσωπικών τους στοιχείων, οι εργαζόμενοι δηλώνουν τα στοιχεία του προσωπκικού τραπεζικού τους λογαριασμού (IBAN), και στην περιπτωση που τυγχάνουν εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που απαγορεύτηκε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, με εντολή δημόσιας αρχής, το αν μισθώνουν κύρια κατοικία, καθώς και τα στοιχεία του εκμισθωτή και του ακινήτου, αφού δικαιούνται έκπτωσης μισθώματος ύψους 40℅.

Οι επιχειρήσεις – εργοδότες που δεν θα υποβάλλουν την υπεύθυνη δήλωση δεν δικαιούνται να υπαχθούν στα ευεργετικά μέτρα της αναστολής οφειλών δόσεων ή ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής και κάθε είδους βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο.

Οι εργαζόμενοι,  η σύμβαση εργασίας των οποίων έχει λυθεί μεταξύ 01-03-2020 έως και 20-03-2020, είτε με οικειοθελή αποχώρηση, είτε με καταγγελία, διακαιούνται ως έκτακτη ενίσχυση, και ανεξάρτητα από το αν είναι διακιούχοι του επιδόματος τακτικής ανεργίας, την αποζημίωση ειδικού σκοπού, εφ’ όσον δεν έχουν άλλη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε άλλον εργοδότη.

Και πάλι, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο πως η αποζημίωση αυτή, που αναμένεται να ανέρχεται στα 800,00 €, αφορά -αρχικά- το διάστημα από 15-03-2020 έως και 30-04-2020, δηλαδή ακριβώς ενάμιση μήνα. Υπολογίζοντας αναλογικά το ποσό που αντιστοιχεί στις αποδοχές ενός μήνα, προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι θα λάβουν μηνιαίως ποσό χαμηλότερο ακόμη και από τον κατώτατο μισθό!

       

Τηλεργασία

Δόθηκε η δυνατότητα στον εργοδότη, με αποφασή του, να καθορίσει ότι η εργασία που παρέχεται από τον εργαζόμενο στον προβλεπόμενο από την ατομική σύμβαση τόπο εργασίας, θα πραγματοποιείται με το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας. Οι εν λόγω εργαζόμενοι, προφανώς, δεν είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, αφού εξακολουθούν να παρέχουν την εργασία τους και οι εργοδότες τους εξακολουθούν να είναι υπόχρεοι στην καταβολή των συμφωνηθέντων αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών τους.

Είναι δυνατό και πιθανό, όμως, επιχειρήσεις – εργοδότες που έχουν επιλέξει να αναστείλουν τις συμβάσεις εργασίας (μέρους ή του συνόλου) του προσωπικού τους (εφ’ όσον συμπεριλαμβάνονται στην λίστα επιχειρήσεων του Υπουργέιου Οικονομικών, βάσει ΚΑΔ) να συμφωνήσουν με τους συγκεκριμένους εργαζόμενούς τους, που εν προκειμένω, είναι διαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, την παροχή εργασίας με τηλεργασία, ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΚΑΙΡΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ. Σε αυτήν την περίπτωση, η παρεχόμενη εργασία, πρέπει ΠΡΙΝ την πραγματοποίηση της να δηλωθεί στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ και να είναι ΑΜΕΙΒΟΜΕΝΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ, έως το ύψος των μικτών αποδοχών τους, αφαιρουμένο του ποσού της δικαιούμενης αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Σε αντίθετη περίπτωση, επιβάλλονται στον εργοδότη διοικητικές κυρώσεις ύψους 300€ - 50.000€. Ο εργοδότης, επιπλέον, υποχρεούται να υποβάλλει ΑΠΔ και τις ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο επιπλέον ποσό.

Αναμφίβολα -υπό τις παρούσες συνθήκες και εφόσον εργαζόμενος και εργοδότης εκπληρώνουν τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους– πρόκειται για μία θετική ρύθμιση, αφού αφενός προστατεύεται τόσο η ατομική υγεία του εργαζομένου όσο και του κοινωνικού συνόλου και αφετέρου διασώζεται η θέση εργασίας και η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης. Εξάλλου, η καθιέρωση και διάδοση της «τηλεργασίας», διευρύνει τις δυνατότητες εργασίας και δίδει πρόσβαση σε άτομα που έως πρότινος αποκλείονταν, λόγω της αδυναμίας τους να παρέχουν την εργασία τους με την φυσική τους παρουσία.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάει κανείς, πως όταν εκείνη επεκτείνεται και καθιερώνεται, μπορεί να οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια. Αυτά της ενατικοπόιησης της εργασίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματα του εργαζόμενου και τους όρους παροχής της εργασίας του. Ενώ, ειδικά την συγκεκριμένη περίοδο, κατά την οποία είναι σε ισχύ το μέτρο της αναστολής της εργασιακής σχέσης και η χορήγηση της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τις επιχειρήσεις να διατηρήσουν το προσωπικό τους στο ακέραιο και μάλιστα … ΔΩΡΕΑΝ! Είναι, λοιπόν, στο χέρι μας -ως κοινωνία- να φιλτράρουμε πως, που και (έως) πότε είναι ωφέλημο για τον εργαζόμενο πρωτίστως και το κοινωνικό σύνολο εν γένει, να επιλέγεται μια τέτοια μορφή εργασιακής σχέσης.

 

Iδιόμορφη εκ περιτροπής εργασία

Θεσπίστηκαν «ειδικά και έκτακτα» μέτρα οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, προς «όφελος» όλων των επιχειρήσεων, δηλαδή τόσο των λεγόμενων πληττόμενων λόγω των αρνητικών συνεπειών του φαινόμενου του κορωνοϊού-COVID 19 επιχειρήσεων, όσο και των υγιών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, δόθηκε η δυνατότητα σε όλους τους εργοδότες να εφαρμόσουν μονομερώς – και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους εργαζόμενους – ένα σύστημα «ιδιόμορφης εκ περιτροπής εργασίας», ως εξής: Κάθε εργοδότης  μπορεί να επιλέξει να απασχολεί τον εργαζόμενο κατ' ελάχιστον δύο εβδομάδες το μήνα, είτε συνεχόμενα είτε διακεκομμένα και για χρονικό διάστημα έως 6 μηνών. Για να μπορέσει ο εργοδότης να κάνει χρήση της παραπάνω «διευκόλυνσης» θα πρέπει επί της αρχής να εντάξει τουλάχιστον το 50% του προσωπικού του στο ανωτέρω σύστημα οργάνωσης της εργασίας. Τέλος, ως «προϋπόθεση» για την εφαρμογή του συστήματος αυτού εργασίας αποτελεί η «υποχρεωτική διατήρηση του ίδιου αριθμού εργαζομένων κατά την έναρξη εφαρμογής του».

      Και ναι μεν το άρθρο αυτό ρητώς απαγορεύει τις απολύσεις, ωστόσο αφήνει το περιθώρειο σε κάθε εργοδότη, δίχως καμία προηγούμενη διαβούλευση, να μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων του στο μισό με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών τους ή να μετατρέψει τις συμβάσεις των εργαζομένων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης με ότι αυτό συνεπάγεται στις αποδοχές και στην ασφαλιστική κάλυψη των αντίστοιχων εργαζομένων.

Ο νομοθέτης – επικαλούμενος τις έκτακτες υγειονομικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν – παρακάμπτει εντελώς τα έως τώρα προβλεπόμενα για την «συμβατική» εκ περιτροπής εργασία, την προηγούμενη ενημέρωση – διαβούλευση με τους νομίμους εκπροσώπους των εργαζομένων και την συμφωνία των μερών. Το βασικότερο, όμως, και πιό επικίνδυνο όλων είναι ότι παρέχεται η ευχέρεια στον εργοδότη – πλέον με τις ευλογίες του νομοθέτη – να επιβάλει στον εργαζόμενο την ελαστική ή «ευέλικτη» σχέση εργασίας, παρακλίνοντας από το τυπικό μοντέλο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με σταθερή και πλήρη απασχόληση με τις ανάλογες αποδοχές.

 

Δώρο Πάσχα

Οι εργοδότες – επιχειρήσεις των οποίων απαγορεύτηκε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, με εντολή δημόσιας αρχής, αλλά και εκείνοι που εντάσσονται στους πληττόμενους κλάδους, δύνανται να καταβάλουν το επίδομα εορτών Πάσχα σε χρόνο μεταγενέστερο και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν της 30ης Ιουνίου 2020, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η καταβολή του δώρου το Πάσχα νωρίτερα, για όσους εργοδότες έχουν τη δυνατότητα.

Οι εργαζόμενοι στις παραπάνω επιχειρήσεις, των οποίων η εργασιακή σχέση έχει τεθεί σε αναστολή και η διάρκεια της εργασιακής σχέσης, έως την αναστολή της, δεν καλύπτει ολόκληρη τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Απριλίου του τρέχοντος έτους, θα λάβουν το επίδομα εορτών Πάσχα μειωμένο. Σε αυτήν την περίπτωση, το ποσό εκ του επιδόματος εορτών Πάσχα που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα αναστολής της εργασιακής σχέσης καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και υπολογίζεται βάσει του καταβαλλόμενου μισθού ή ημερομισθίου την προηγουμένη της ημερομηνίας αναστολής της εργασιακής σχέσης.

Επιπλέον, όσοι εργαζόμενοι ανήκουν στο ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό, στο ΕΚΑΒ, στον ΕΟΔΥ και στη ΓΓΠΠ, θα λάβουν το δώρο Πάσχα μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη, μολονότι αυτό έχει καταργηθεί στο Δημόσιο.

 

 

Άδεια ειδικού σκοπού και λοιπές διευκολύνσεις για τους εργαζόμενους γονείς.

Αρχικά η άδεια αφορά στους εργαζόμενους γονείς, των οποίων τα παιδιά είναι εγγεγραμμένα σε βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς ή φοιτούν σε σχολικές μονάδες υποχρεωτικής εκπαίδευσης (δηλαδή έως και το γυμνάσιο – όχι το λύκειο) ή φοιτούν σε ειδικά σχολεία ανεξαρτήτως της ηλικίας των παιδιών, καθώς και στους εργαζόμενους γονείς ατόμων με αναπηρία – ανεξαρτήτως της ηλικίας τους– που φιλοξενούνται σε ειδικές δομές φροντίδας. Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, γονείς, για όσο διάστημα οι παραπάνω σχολικές μονάδες παραμείνουν κλειστές δικαιούνται άδειας ειδικού σκοπού κατ' ελάχιστον 4 εργάσιμων ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι κάνουν χρήση 1 ημέρας από την κανονική τους άδεια για κάθε 3 ημέρες τις άδειας ειδικού σκοπού. Δηλαδή αν ο εργαζόμενος επιλέξει να κάνει χρήση αυτής της άδειας θα πρέπει να πάρει κατ' ελάχιστον 3 ημέρες άδεια, τις οποίες υποχρεωτικά ακολουθεί 1 τέταρτη ημέρα, η οποία αφαιρείται από την κανονική άδεια. Όσον αφορά στις αποδοχές, για τον ιδιωτικό τομέα, προβλέπεται ότι από τις ημέρες άδειας ειδικού σκοπού τα 2/3 θα καλυφθούν από τον εργοδότη και το 1/3 από τον τακτικό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος θα αναλάβει να καλύψει το 1/3 των αποδοχών που αντιστοιχούν στην άδεια ειδικού σκοπού (όχι τις συμπληρωματικές ημέρες κανονικής άδειας). Το υπόλοιπο ποσό  των αποδοχών (2/3 των αποδοχών της άδειας ειδικού σκοπού και αποδοχές κανονικής άδειας) θα βαρύνει τον εργοδότη, ενώ για τον δημόσιο τομέα, από τις ημέρες αυτής της άδειας, οι τρεις θεωρούνται από την υπηρεσία τους ως δικαιολογημένη απουσία και η μία ημέρα αποτελεί κανονική άδεια, χωρίς να επιφέρει αλλαγές στις αποδοχές τους.

Πρέπει να επισημανθεί ότι αν ο υπάλληλος ζητήσει να λάβει λιγότερες από τις 4 ημέρες άδειας, τότε αυτές στο σύνολό τους θα θεωρηθούν κανονική άδεια και θα αφαιρεθούν από το σύνολο των ημερών κανονικής άδειας.

      Η άδεια ειδικού σκοπού ήρθε να περιορίσει τις παράνομες πρακτικές των εργοδοτών, οι οποίοι πανικόβλητοι με τις εξελίξεις, έσπευσαν – χωρίς τη συναίνεση του εργαζομένου – να χορηγήσουν εξαναγκαστικά τις κανονικές άδειες (άδειες αναψυχής) ή άδειες άνευ αποδοχών.

      Ωστόσο καμία άδεια δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη και από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η υποχρέωση του εργαζόμενου να αποδεχθεί αναγκαστικά άδεια, μετά ή άνευ αποδοχών. Ειδικά η μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού (άτυπη καταγγελία σύμβασης εργασίας) με αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή, δημιουργείται λόγος δικαστικής προσφυγής του εργαζόμενου στο αρμόδιο Δικαστήριο.

      Οφείλουμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε ότι με τη σχετική ρύθμιση, το φαινόμενο αυτό περιορίστηκε, τουλάχιστον για τους δικαιούχους της άδειας ειδικού σκοπού. Όμως, η σύνδεση της άδειας ειδικού σκοπού με την κανονική άδεια των εργαζομένων και η υποχρεωτική αφαίρεση ημερών από την τελευταία, αναπόφευκτα, μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου, θα έχει ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να έχουν -σχεδόν, αν όχι- μηδενικό υπόλοιπο ημερών κανονικής αδείας! Με τον τρόπο αυτό προβλέπεται ότι – τουλάχιστον για φέτος – θα ακυρωθεί στην πράξη η άσκηση ενός δικαιώματος πλήρως κατοχυρωμένου, όπως είναι η λήψης της κανονικής άδειας του εργαζόμενου, σκοπός της οποίας είναι η παροχή δυνατότητας ανάπαυσηςς και αναψυχή καθώς και ανανέωσης των παραγωγικών του δυνάμεων.

      Επιπλέον, προβλέπεται ότι αντί της χρήσης της ειδικής άδειας, οι υπάλληλοι μπορούν, κατόπιν αίτησής τους, να εργαστούν με μειωμένο ωράριο εργασίας, μέχρι και 25% ημερησίως, χωρίς ανάλογη μείωση των αποδοχών τους. Σε περίπτωση χρήσης της «διευκόλυνσης» αυτής, ο υπάλληλος υποχρεούται, μετά την άρση προσωρινής αναστολής λειτουργίας των σταθμών ή σχολικών μονάδων, να απασχοληθεί τις αντίστοιχες ώρες μείωσης του ωραρίου εργασίας, πέραν του ωραρίου του χωρίς αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης.

      Η ως άνω επικίνδυνη – κατά την άποψή μας – ρύθμιση ανατρέπει τα έως τώρα δεδομένα – θεσμοθετημένα και νομοθετικά κατοχυρωμένα – για την καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου απασχόληση και την αντίστοιχη πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο υπάλληλος. Όποιες κι αν είναι οι «έκτακτες συνθήκες» που μπορεί να επιβάλλουν την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου, είναι αδιανόητο, μετά το πέρας της κρίσης που διανύουμε, οι εργαζόμενοι να κληθούν να εργαστούν παραπάνω από τις επιτρεπόμενες ώρες ημερησίως – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή – και να μην έχουν το δικαίωμα να αμειφθούν αντίστοιχα.

 

 

 

Έκτακτη διαδικασία για επιχειρήσεις / εργοδότες, που έχουν εξαντλήσει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων τους.

Θεσμοθετημένα, η υπερωριακή απασχόληση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που προβλέπονται από τις σχετικές -πρό κορονοϊού- διατάξεις του Εργατικού Δικαίου (δηλαδή έως και 2 ώρες ημερησίως και έως 120 ώρες ετησίως). Σε περιπτώσεις όμως έκτακτης ανάγκης, με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, που εκδίδονται πάντοτε μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, μπορεί κατά περίπτωση να χορηγείται άδεια υπερωριακής απασχόλησης στους μισθωτούς όλων των επιχειρήσεων και εργασιών, καθώς και στους απασχολούμενος στο δημόσιο τομέα, επιπλέον των για κάθε κατηγορία επιτρεπόμενων ανώτατων ορίων υπερωριακής απασχόλησης – ημερήσιων και ετήσιων. Στις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται σχετική αίτηση των εργοδοτών στην Διεύθυνση Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίες, στις οποίες να αιτιολογείται με σαφήνεια η αναγκαιότητα υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων. Η άδεια αυτή χορηγείται για ορισμένη χρονική περίοδο, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης.

      Δυστυχώς όμως, η πανδημία του κορονοϊού δεν εντάχθηκε στις περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης», όπως τις προέβλεπε έως τώρα η σχετική νομοθεσία (!). Αντιθέτως, θεσπίστηκε μια νέα «έκτακτη ρύθμιση», η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις – εργοδότες να υπερβούν τα ετήσια όρια υπερωριών, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αιτιολογήσουν τις έκτακτες συνθήκες που το επιβάλλουν,  χωρίς γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας και χωρίς έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας.

Άραγε οι εργοδότες αυτοί που θα αναγκάσουν τους εργαζόμενους τους σε παρατεταμένη υπερωριακή απασχόληση για τους επόμενους μήνες, θα θυμηθούν ότι η καθ' υπέρβαση των 120 ωρών της νόμιμης υπερωρίας αμείβεται με προσαύξηση 80% στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο;;

 

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το επόμενο διάστημα, σε μια ακόμα προσπάθεια μείωσης του εργατικού κόστους, ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και διάσωσης της αγοράς, οι εργαζόμενοι θα κληθούν να σηκώσουν το «βάρος» της ανεπάρκειας του μισθού, της μειωμένης ασφαλιστικής κάλυψης και τελικώς της αναξιοπρεπούς διαβίωσης.

Εν κατακλείδι, διαφαίνεται ότι «η πανδημία του Κορονοϊού» είναι μία μάχη, ατομική και συλλογική ταυτόχρονα, που τώρα ξεκινάει. Μάχη για να προστατεύσουμε την υγεία και την ασφάλεια, τόσο τη δική μας όσο και του συνόλου. Μάχη του ελεύθερου επαγγελματία που εν όσω πλήττεται οικονομικά από την μείωση της δραστηριότητάς του, οφείλει να παραμείνει αξιοπρεπής. Μάχη των εργαζομένων που το επόμενο διάστημα θα αντιμετωπίσουν μία γενικευμένη εργασιακή επισφάλεια και θα πρέπει να είναι έτοιμοι συλλογικά και με αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης να ασκήσουν πιέσεις και να αντιδράσουν στην ενδεχόμενη αυθαιρεσία του εργοδότη τους.

Ευχόμαστε το αποτέλεσμα όλων των μάχων που ανεμένεται να δώσουμε ως κοινωνία, να είναι το ίδιο θετικό όπως με την κατάργηση του μέτρου που όριζε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ανοιχτές κατά τις Κυριακές, και να αναλογιστούμε πως όταν μια κοινωνία αντιμετωπίζει συλλογικά τα ζητήματα που προκύπτουν, έχει περισσότερες πιθανότητες να βγει κερδισμένη!

Στις κρίσιμες αυτές μέρες, τα θεμελιώδη δικαιώματα στην υγεία, τη ζωή και την αξιοπρεπή διαβίωση βρίσκονται σε κίδυνο πλέον για όλους, και μας υπενθυμίζεται πως και το προηγούμενο διάστημα η διασφάλισή τους δεν ήταν δεδομένη για κάποιους. Μια μορφή κοινωνικής απομόνωσης βιώναμε ούτως ή άλλως, με τον τρόπο που είχαμε επιλέξει να οργανώνουμε την ζωή μας. Τώρα, ευκολότερα από ποτέ, ο καθένας μέσα στο “κελί” που έφτιαξε την προηγούμενη περίοδο «ευημερίας» έχει την ευκαιρία (ναι! Έτσι πρέπει να το δούμε) να κάνει σκέψεις, που «από κεκτημένη ταχύτητα», χάνονταν στην βουή της καθημερινότητάς μας.

Ας χαρούμε, λοιπόν, αυτό το δύσκολο διάστημα και ας το αξιοποιήσουμε τελικά, διερωτώμενοι σε τι είδους κοινωνία επιλέγουμε να ζήσουμε, εμείς και αυτοί που αγαπάμε: σε αυταρχικά και βίαια κράτη με αυτοσκοπό το ιδωτικό κέρδος ή σε πιο ανθρώπινες συνθήκες, που οι ανθρώπινες ανάγκες και το συλλογικό κέρδος θα έρχονται πρώτα;

 

Δικηγορικό Γραφείο Βιβής Δερμιτζάκη & Συνεργατών

Γράφουν οι συνεργάτιδες

Ελένη Χαφνάβη &

Έλλη Μιχελάκη

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ