Ι. Ανυφαντάκης: Χρειάζεται μια προσωπική αφετηρία για να διηγηθείς μια ιστορία

Ελίνα Φαρσάρη
Ελίνα Φαρσάρη

Ο Ηρακλειώτης συγγραφέας μιλά στο cretalive για τη λογοτεχνία, την αγάπη του για τις βιβλιοθήκες και το βραβευμένο βιβλίο του

Της Ελίνας Φαρσάρη

Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης ανήκει σε μία ελπιδοφόρα γενιά νέων Ελλήνων λογοτεχνών που με το έργο τους αναγγέλλουν μια περίοδο ανανέωσης στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου. Προσφάτως, μάλιστα, το πρώτο μυθιστόρημα του Ηρακλειώτη συγγραφέα με τίτλο Κάποιοι άλλοι απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος στα «Λογοτεχνικά Βραβεία 2020» του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», ενώ διηγήματά του έχουν διακριθεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Το πρώτο του έργο, η νουβέλα Αλεπούδες στην πλαγιά κυκλοφόρησε το 2013 και το 2017 ακολούθησαν οι Όμορφοι Έρωτες,  μια απροσδόκητη συλλογή 15 διηγημάτων. Το 2019 ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης επέστρεψε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με το βραβευμένο μυθιστόρημά του, μια πολυπρόσωπη, πολυεπίπεδη  και σύνθετη ιστορία μυστηρίου, με πρωταγωνιστές τον Βαγγέλη και τη Μάρω, έναν δημοσιογράφο και μία γιατρό που εγκαταλείπουν την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και αναζητούν ως μετανάστες ένα καλύτερο «αύριο» στην Πολωνία.

Με αφορμή την πρόσφατη διάκρισή του, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο από γονείς εκπαιδευτικούς, μίλησε στο cretalive για τη λογοτεχνία, τις επιδράσεις του, την αγάπη του για τις βιβλιοθήκες, για το πώς το προσωπικό βίωμα μετατρέπεται σε αφήγηση, ενώ παράλληλα μας συστήνει τον ήρωα του μυθιστορήματός του Κάποιοι άλλοι.

Ζείτε μόνιμα στην Αθήνα. Όταν επιστρέφετε στην Κρήτη ποιο είναι το μέρος εκείνο που επισκέπτεστε ανελλιπώς;

Τον Μονοναύτη στην Αγία Πελαγία, χειμώνα – καλοκαίρι.

Γιατί, φαίνεται σαν όλοι οι συγγραφείς να αγαπάνε τη θάλασσα;

Δεν ξέρω. Γιατί όλοι οι άνθρωποι αγαπάνε τη θάλασσα; Πάντα, βέβαια, υπάρχει στα βιβλία μου μια σκηνή στη θάλασσα που μου φαίνεται σημαντική. Μάλλον επειδή την αγαπώ κι εγώ ο ίδιος και μου φαίνεται πολύ εύκολο να τοποθετήσω κάτι εκεί. Στη θάλασσα μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Πας για να κολυμπήσεις, να δεις πόσο βαθιά θα πας, πόση εμπιστοσύνη έχεις στις δυνάμεις σου. Η θάλασσα είναι ένας χώρος που μπορείς πολύ εύκολα να ταιριάξεις ένα χαρακτήρα μέσα σε μία μόνο πρόταση.

Από πού αντλείτε την έμπνευση; Από τα προσωπικά βιώματα που παίρνουν διάσταση μυθοπλαστική ή αφηγείστε εντελώς φανταστικά γεγονότα;

Πρέπει υποχρεωτικά να αντλείς από κάτι πολύ δικό σου, αλλά θα το κάνεις εντελώς αγνώριστο ώστε να έχει ενδιαφέρον για τον άλλον. Διαφορετικά, γράφεις την αυτοβιογραφία σου. Και όσο πιο ενδιαφέροντα είναι αυτά που έχεις ζήσεις, τόσο πιο ενδιαφέρον θα είναι και το βιβλίο σου, αν ξέρεις να γράφεις. Για μένα, πάντα πρέπει να υπάρχει μια προσωπική αφετηρία, ακόμη κι αν μιλάς για πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή σου. Κι αυτό είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον. Αν θέλεις να γράψεις την ιστορία του Μεγάλου Αλέξανδρου, θα πρέπει να σκεφτείς πώς ακριβώς νιώθεις εσύ όταν πας να κατακτήσεις μια παραλία για παράδειγμα και όχι, φυσικά, ολόκληρη την Ασία. Να ψάξεις να βρεις την ενσυναίσθηση τη δικιά σου μέσα στο βίωμα του άλλου. Δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να φύγεις πολύ μακριά από το δικό σου βίωμα, πρώτον γιατί θα γράψεις βλακείες, βγάζοντας πράγματα από τη φαντασία σου χωρίς να έχεις καμία ιδέα το πώς είναι πραγματικά, μια που η έρευνα δεν επαρκεί ποτέ, και δεύτερον επειδή κάθε άνθρωπος έχει μια προσωπική ιστορία που με κάποιον τρόπο θα έχει ένα ενδιαφέρον.

Σε ποια ηλικία νιώσατε την ανάγκη να διηγηθείτε μία ιστορία με τρόπο λογοτεχνικό;

Νομίζω πάντα το είχα αυτό. Δεν υπήρχε περίοδος που να μην πειραματιζόμουν με το γράψιμο. Από πάντα διάβαζα. Θυμάμαι ότι από τη Β’ Δημοτικού πήγαινα στη Βικελαία, στο παλιό της κτίριο. Ο αδελφός μου διάβαζε εκεί για το πανεπιστήμιο, και με κουβαλούσε μαζί του. Η Βικελαία από τα 6-7 χρόνια μου μέχρι αρκετά πρόσφατα, ήταν για μένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Τα καλοκαίρια, που είχα περισσότερο χρόνο για διάβασμα, κατέβαινα στο Ηράκλειο, πήγαινα στη Βικελαία και ξεσκόνιζα οτιδήποτε μου έλειπε. Η Βικελαία είναι μεγάλος πλούτος για το Ηράκλειο και μακάρι να μπορέσει να αξιοποιηθεί με τον τρόπο που θα έπρεπε και να γίνει μια από τις κορυφαίες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα, γιατί έχει τη δυνατότητα.

Διαβάζοντας το βιογραφικό σας μου έκανε εντύπωση το θέμα του διδακτορικού σας για «την αποτύπωση του ελληνικού εμφυλίου στην πεζογραφία». Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την έρευνα αυτή;

Η έρευνά μου βασίστηκε πάνω σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, το οποίο απλώς με είχε μαγέψει. Μιλώ για την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού, ένα έργο που έχει γίνει αποδεκτό και από την κριτική ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Οπότε, και ως φέρελπις συγγραφέας με ενδιέφερε να το μελετήσω, τόσο ως προς το τι είναι αυτό για το οποίο μιλά ιστορικά, όσο και στο να το κατανοήσω λογοτεχνικά. Αυτό που με έκανε να ασχοληθώ με τον εμφύλιο ήταν το γεγονός ότι δεν είχε καμία σχέση με μένα. Όλοι οι δικοί μου, πολλές γενιές πίσω, είναι από την Κρήτη και επειδή κι εγώ έχω μεγαλώσει στην Κρήτη, δεν είχα βιώματα και προσωπικές αφηγήσεις για τον εμφύλιο. Αυτό μου έδινε την ελευθερία να μην έχω διαμορφωμένη άποψη πάνω σε όσα διάβαζα. Από την άλλη αντιλαμβανόμουν, και σε αυτό με βοήθησε πολύ η οπτική του Βαλτινού, ότι ο εμφύλιος δεν είχε να κάνει μόνο με αυτούς που ανέβαιναν στα βουνά, αλλά και με όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Με ενδιέφερε, λοιπόν, η οπτική του κόσμου και η μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας σε αυτά τα τελευταία 60-70 χρόνια.

Πού γράφετε;

Όπου βρω ευκαιρία.

Δεν υπάρχει κάποιος χώρος απομόνωσης και περισυλλογής;

Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι χώροι, σπανίως όμως βρίσκομαι σε αυτούς. Τώρα υπάρχει ένα καφέ στα Εξάρχεια που πηγαίνω κάθε Σάββατο και περνώ κάποιες ωφέλιμες ώρες εκεί, υπάρχει, επίσης, το σπίτι μου όπου θα γράψω αργά το βράδυ όταν θα γυρίσω από τη δουλειά. Πιο παλιά υπήρχε η Εθνική Βιβλιοθήκη. Στα διαλείμματα από το διδακτορικό μου έγραψα εκεί το πρώτο μου βιβλίο. Το τελευταίο βιβλίο μου, επειδή βρισκόμουν για ένα διάστημα στην Πολωνία, το έγραψα εκεί όπου έβρισκα βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο. Ή στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Γκντανσκ, ένα εκπληκτικό κτίριο που μοιάζει με διαστημόπλοιο.

Νιώθετε συγκίνηση όταν μπαίνετε σε βιβλιοθήκες;

Το σκεφτόμουν αυτό στην Πολωνία. Δεν μιλούσα τη γλώσσα και ήμουν εντελώς ξένος εκεί. Μόλις, όμως, έμπαινα σε βιβλιοθήκη ή πανεπιστήμιο δεν αισθανόμουν ποτέ ξένος. Είχα αυτή την αίσθηση που μου είχε μείνει από το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, ότι σε τέτοιους χώρους μπορείς να βρεις πάντα ανθρώπους που έχουν το ίδιο πάθος με σένα και όταν σου μιλήσουν θα μπορέσεις να βρεις κοινά στοιχεία. Επίσης,σε μια βιβλιοθήκη, όσες ώρες και να ξεμείνεις δεν θα είναι ποτέ χαμένες ώρες. Μου λείπουν πολύ οι βιβλιοθήκες, ειδικά τώρα με τη μεταστέγαση της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο «Σταύρος Νιάρχος», δεν προλαβαίνω να πάω.

Ως αναγνώστης, επιλέγετε ποίηση ή πεζογραφία;

Ως αναγνώστης επιλέγω πεζογραφία. Μου αρέσει πολύ να διαβάζω ποίηση, με ξεκουράζει. Όταν δούλευα το διδακτορικό μου στην Εθνική Βιβλιοθήκη, με βοηθούσε να έχω δίπλα μου μερικές ποιητικές συλλογές και στα διαλείμματα σταματούσα και διάβαζα ποίηση. Καθάριζε το μυαλό μου και επέστρεφα στη δουλειά. Για μένα, όμως, αυτό που προσφέρει η πεζογραφία με ενδιαφέρει περισσότερο.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας διαχρονικά;

Πολύ δύσκολη ερώτηση, με προβλεπόμενη απάντηση. Μιλώντας για τους Έλληνες συγγραφείς θα έλεγα ο Θανάσης Βαλτινός, γιατί είναι ένας συγγραφέας με τον οποίο έχω ασχοληθεί και έχω περάσει χρόνο πάνω στη δουλειά του. Μιλώντας για ξένους θα έλεγα ο Χάινριχ Μπελ. Οι «Αλεπούδες στην πλαγιά» (σ.σ. το πρώτο έργο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη) είναι ένα βιβλίο για τον «Κλόουν» του Μπελ. Το βιβλίο αυτό με είχε συνταράξει όταν το είχα διαβάσει. Όταν ταξίδευα το κουβαλούσα μαζί μου, ή το άνοιγα τυχαία και το διάβαζα λίγο, όπως κάνουν άλλοι με την Αγία Γραφή. Επειδή δεν μιλάω γερμανικά, και δεν θα μπορούσα να το μελετήσω, στο πρώτο μου βιβλίο ο ήρωας είναι ένας μελετητής του «Κλόουν». Οπότε μέσα από αυτό θα μπορούσα να γράψω όλα όσα ήθελα για το έργο του Μπελ.

Το αγαπημένο σας λογοτεχνικό ρεύμα, ποιο είναι;

Ο βρώμικος ρεαλισμός, που αναπτύσσεται μεταπολεμικά στην Αμερική, παράλληλα με τον μεταμοντερνισμό χωρίς να έχει τις ίδιες αναζητήσεις. Ο βρώμικος ρεαλισμός κάνει ένα ρεαλισμό που στέκεται αρκετά στην εργατική τάξη, στα προβλήματα των σχέσεων, στην ανέχεια και είναι λίγο πιο μικροαστικός στη θεματολογία του.

Μία από τις σύγχρονες τάσεις στην πεζογραφία θεωρείται η μεταμοντέρνα ελλειπτική γραφή. Πιστεύετε ότι τείνει να επικρατήσει επειδή τα λογοτεχνικά ρεύματα δεν ανανεώνονται;

Το μεταμοντέρνο δεν είναι τόσο τάση, όσο ερώτημα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το μεταμοντέρνο. Όλα όσα έχεις καταλάβει για τη γραφή, υπάρχουν εκεί και το πώς θα τα εντάξεις μέσα στο βιβλίο σου, ή όχι, είναι δικιά σου επιλογή. Κατά καιρούς, και αυτό φαίνεται κυρίως μέσα από τα διηγήματά μου, έχω προσπαθήσει πολύ να παίξω με τις τεχνικές αυτές, το «εργαστήριο του συγγραφέα», με το «ποιος είναι ο συγγραφέας», αν υπάρχει η δυνατότητα να ειπωθεί μία ιστορία με χρονική αλληλουχία, όπως στο πρώτο μου βιβλίο. Για μένα αυτό που υπάρχει πάντα είναι η ανάγκη να πεις μια ιστορία και να κρατήσεις με αυτόν τον τρόπο τον αναγνώστη, όπως και να την πεις, Οι μεγάλοι μεταμοντέρνοι συγγραφείς κάνουν αυτό το πράγμα πάνω απ’ όλα. Το μεταμοντέρνο λοιπόν δεν σημαίνει άρνηση της αφήγησης. Σημαίνει χρησιμοποιώ ακόμη περισσότερα εργαλεία γιατί έχουν ανοίξει κι άλλο τα μάτια μου, μέσα από τη φιλοσοφία και τη γλωσσολογία. Ξέρω ότι τα παλιά μου εργαλεία και ο παραδοσιακός τρόπος να πω μια ιστορία δεν επαρκούν, οπότε πρέπει να βάλω κάτι ακόμη.

Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια περίοδο διαρκούς αναζήτησης σαν η περίοδος της πρωτοπορίας να μην έχει κλείσει;

Αυτό ακριβώς. Βέβαια στους «Κάποιους άλλους» δεν υπάρχουν στοιχεία μεταμοντερνισμού.

Κι όμως, ο ήρωάς σας, ο Βαγγέλης μοιάζει σαν να έχει στοιχεία "πειραγμένου" εσωτερικού μονολόγου.

Αυτό γίνεται λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας. Αλλάζει διαρκώς εστίαση, επειδή θέλει να πει την ιστορία του με έναν πιο ενδιαφέροντα τρόπο. Όταν ο δημοσιογράφος θέλει να γράψει ένα κομμάτι 10-15.000 λέξεων έχει επίγνωση ότι ο ίδιος είναι ο αφηγητής και ότι ο αναγνώστης της εφημερίδας ξέρει ποιος είναι αυτός ο οποίος μιλάει. Έχει λοιπόν την ελευθερία να «ζουμάρει» κάθε φορά στο σημείο που θέλει για να κάνει πιο ενδιαφέρουσα την ιστορία. Και δεν χρειάζεται να απολογηθεί γι’ αυτό. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο Βαγγέλης όταν διηγείται την ιστορία του, επειδή μόνο αυτόν τον τρόπο έχει να αφηγηθεί.

Γι’ αυτό επιλέξατε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση;

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δεν προέκυψε προγραμματικά. Το βιβλίο, γράφτηκε πρώτα με τη μορφή ημερολογίου, δηλαδή σαν να έγραφε ο Βαγγέλης το ημερολόγιο του κι εμείς παρακολουθούμε τις καταγραφές του. Στη συνέχεια, επειδή αυτό δεν λειτουργούσε πολύ καλά, το ξαναέγραψα με τη μορφή της μονοκόμματης αφήγησης σε κεφάλαια. Με διευκόλυνε το πρωτοπρόσωπο επειδή σε μια αστυνομική ιστορία όπως είναι αυτή, ο αναγνώστης μπορεί να δει κάθε φορά όλα όσα βλέπει ο κεντρικός ήρωας.

Πόσο δύσκολο είναι να δομήσουμε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου;

Δεν ξέρω. Γι’ αυτό έκατσα και το έγραψα. Για μένα αυτό το βιβλίο προέκυψε ως άσκηση. Να δω πως γράφεται μια αστυνομική ιστορία. Και γι’ αυτό δεν είχα σκοπό να το εκδώσω. Ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι ένα καλοκαίρι, να γράψω μια αστυνομική ιστορία, με επίκεντρο το γεγονός ότι δύο άνθρωποι πέφτουν από ένα αεροπλάνο. Σταδιακά όσο το έγραφα άρχισε να τραβά από την αστυνομική ιστορία στην υπαρξιακή ιστορία του Βαγγέλη. Είναι ένας αυτοκαταστροφικός ήρωας στον βαθμό που είμαστε όλοι μας. Είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος, κάτι που κατάλαβα πολύ μετά, όταν έκανα τις διορθώσεις. Τότε του έκανα και τη διάγνωση. Ο Βαγγέλης πάσχει από PTSD (σ.σ. διαταραχή μετατραυματικού στρες). Αν διαβάσουμε για τα συμπτώματα που έχουν οι Αμερικανοί βετεράνοι που γυρνάνε από τον πόλεμο, πως θυμούνται το παρελθόν και για τις κρίσεις που παθαίνουν, διαπιστώνουμε τι είναι αυτό που έχει ο Βαγγέλης. Όταν τον έγραφα, τον έγραφα έτσι ώστε να μου φαίνεται αληθινός, χωρίς να καταλαβαίνω, όμως, ότι στην πραγματικότητα πάσχει από κάτι. Περιγράφεις έναν άνθρωπο με τρόπο τέτοιο ώστε να είναι αληθινός, Κάθε αληθινός άνθρωπος κουβαλά και κρύβει πράγματα μέσα του. Αυτό συνέβη και με τον Βαγγέλη.

Το γεγονός ότι ο Βαγγέλης και η Μάρω είναι ένα ζευγάρι μορφωμένων με επίζηλες δουλειές, που ωστόσο αναγκάζονται λόγω της κρίσης να φύγουν μετανάστες στην Πολωνία, κρύβει κάποιο συμβολισμό για την εποχή μας;

Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για την κρίση. Εκείνη την κρίση, γιατί τώρα έχουμε καινούργια. Όμως, δεν ήθελα να γράψω κάτι κακόμοιρο. Δεν ήθελα ήρωες που θα τους λυπόμαστε. Με ενδιέφερε να γράψω για τους ανθρώπους που λόγω της κρίσης έχασαν τα όνειρά τους και τη ζωή τους. Έχει αλλάξει το τι σημαίνει επιτυχία, τι σημαίνει να είσαι Έλληνας στο εξωτερικό και να θεωρείσαι ο παρίας της Ευρώπης. Στην περίοδο της κρίσης δεν πείνασα, δεν έμεινα άστεγος. Θα ήταν πολύ φτηνός λαϊκισμός να γράψω για κάποιον που πεινάει. Όταν γράφεις πολύ σκληρά πράγματα είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα βιωματικό υπόστρωμα, γιατί διαφορετικά φαίνεται η έλλειψη βάθους, βγαίνει κάτι πολύ επιφανειακό.

Ποιοι είναι οι «Κάποιοι άλλοι»;

Εμείς, κάποτε. Είναι αυτή η συνειδητοποίηση ότι κάποτε ήσουν κάπως αλλιώς, πιο νέος, με περισσότερες ελπίδες, λιγότερες διαψεύσεις. Μπορεί να είναι η ίδια η ζωή που σε έκανε να καταλάβεις ότι δεν θα πετύχεις όλα όσα ήθελες. Ταυτόχρονα στο βιβλίο οι «Κάποιοι άλλοι» είναι κι αυτοί που πάντα επιπλέουν και πάντα τα καταφέρνουν και μας κάνουν κι αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που κάνει τους νικητές να διαφέρουν από τους ηττημένους.

Νουβέλα, διήγημα ή μυθιστόρημα;

Νουβέλα. Και ως αναγνώστης και ως συγγραφέας  Διαβάζεται σε 2-3 ώρες, γράφεται σε 2-3 χρόνια, παραμένεις ο ίδιος άνθρωπος από την αρχή ως το τέλος. Το διήγημα μπορεί να είναι ένα κομψοτέχνημα, αλλά πάντα το σωστό διήγημα έχει στόχο να σε αφήσει να παίρνεις περισσότερα. Το μυθιστόρημα είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο χάνεσαι. Μπορεί να σου πει τα πάντα, είναι υπέροχο όταν πετυχαίνει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πετύχει, αλλά απαιτεί τόση μεγάλη δέσμευση και από τον συγγραφέα και από τον αναγνώστη και αρχίζει και χάνει λίγο τον εαυτό του, μέσα στη διαδικασία είτε της συγγραφής είτε της ανάγνωσης. Η νουβέλα είναι το πιο φιλικό προς τη ζωή είδος λογοτεχνίας.

Ετοιμάζετε το τέταρτο βιβλίο σας;

Ναι. Θέλει λίγο καιρό ακόμη, αλλά είναι σε καλό δρόμο. Και είναι νουβέλα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ