Μια ζωή... ροκ μυθιστόρημα!

Αντώνης Παντινάκης
Αντώνης Παντινάκης

Ο Θοδωρής Βλαχάκης των Magic De Spell, διηγείται την ιστορία του από το Σπήλι Ρεθύμνου, ως την κορυφή της μουσικής σκηνής της χώρας!

 

Του Αντώνη Παντινάκη

Απ’ το διπλανό τραπέζι, ο “Τζον Φλάουερ” (Γιάννης Λουλούδης), ο πιο φανατικός “σκορδαλικός” και πειραχτήρι του χωριού - μεταξύ τύρου και οίνου (και ντάκου!) - μας είχε πάρει στο... ψιλό: “Αν σας αφήσουνε, θα μιλάτε μέχρι αύριο”. Τον σιγόνταραν και οι συνδαιτυμόνες του και μας διέκοπτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Πάλι καλά, δηλαδή. Κάθε παύση συνοδευόταν από μία φευγαλέα... ματιά προς το ρολόι. Πόσο γρήγορα περνούσαν τα λεπτά! Κλείσαμε τρίωρο και χαμπάρι δεν πήραμε.

Κάθε φορά που διαβαίνει το κατώφλι του πατρικού του, λίγο πιο πάνω από την Κεφαλοβρύση στο Σπήλι, ο Θοδωρής Βλαχάκης, ο εκ των ιδρυτών και “νονός” του συγκροτήματος Magic De Spell, ανοίγοντας τα παντζούρια της ψυχής του, “ξεσκονίζει” την παρτιτούρα των αναμνήσεών του.

Ο “Μαθητής”... που πέρασε και από το Διδασκαλείο του “Μαρκογιώργη”, το ... κουνελοτροφείο στο Μπραχάμι, ο λιθοβολισμός στο Άκτιο, οι “Διακοπές στο Σαράγεβο” και η τραγωδία της Γεωργιούπολης: Ποια ιστορία να αφήσεις έξω από αυτές που τον προ(σ)καλέσαμε να μας αραδιάσει...

"Πώς ανακάλυψα το ροκ"

Ανήσυχο και ασυμβίβαστο πνεύμα, παιδιόθεν, το πρώτο έναυσμα για να ασχοληθεί με την μουσική του το έδωσε ο περίγυρός του - τώρα που το ξανασκεφτόμαστε, ίσως και ο συνονόματος παππούς του, που ήταν ψάλτης στην εκκλησία του χωριού: “Έζησα τα εφηβικά μου χρόνια εδώ στο Σπήλι. Κάποια πράγματα με καταπίεζαν. Είχαμε χούντα. Ήταν δεκαετία ‘60, αρχές δεκαετίας ‘70 που τα ήθη και τα έθιμα στην Κρήτη ήταν αρκετά σκληρά. Ήθελα με κάποιο τρόπο να αντιδράσω και να ξεφύγω! Ήθελα να εκφράσω την αντίδρασή μου για τα άσχημα πράγματα που έβλεπα να συμβαίνουν γύρω μου”.

Το είδος της μουσικής που υπηρετεί μπήκε στη ζωή του εντελώς... τυχαία: “Κάποια στιγμή ανακάλυψα το ροκ της δεκαετίας του ‘70. Ήρθε μια ξαδέρφη μου από την Αθήνα και μου έφερε μία κασέτα που είχε από τη μία όψη τον δίσκο των Deep Purple “Machine Head” και από την άλλη τον δίσκο “Killer” του Alice Cooper . Ξετρελάθηκα!”.

Γρήγορα βέβαια κατάλαβε πόσο τον έχει επηρεάσει “συνειδητά ή ασυνείδητα” η κρητική μουσική. “Εκτίμησα την μουσική παράδοση του Σπηλίου και προσφορά του Θανάσου Σκορδαλού”.

Στο υπόγειο του "Μαρκογιώργη"

Ξεκίνησε για λαουτιέρης, στο υπόγειο του Γιώργη Μαρκογιαννάκη (“Μαρκογιώργη”), όμως η κλίση του ήταν αλλού. “Με γοήτευε το λαούτο, ήθελα να μάθω. Μου έδειχνε ο Μαρκογιώργης. Αλλά ποτέ δεν κατάφερα να μάθω. Για μένα τα έγχορδα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Δεν το έχω και το κατάλαβα γρήγορα. Ένας άλλος λόγος είναι ότι είμαι αριστερόχειρας και τότε – τουλάχιστον – δεν υπήρχαν λαούτα στην Κρήτη για αριστερόχειρες. Έπρεπε να το κρατάω ανάποδα, κι αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα”.

Το Διδασκαλείο του Μαρκογιώργη ήταν “πολύτιμο για όλους. Πηγαίναμε πάρα πολλά παιδιά και κάναμε παρέες, στο σπίτι του κι εκτός σπιτιού. Όλη η παρέα ήθελε να μάθει λαούτο, κι αυτός με χαρά προσπαθούσε να μας δείξει. Και παρότι ήταν παραδοσιακός, ήθελε να μαθαίνει κι από τα δικά μας ακούσματα. Ο Μαρκογιώργης, που είναι πατριάρχης μιας σπουδαίας καλλιτεχνικής οικογένειας, συντηρούσε την παράδοση της κρητικής μουσικής, μεταξύ του κενού που υπήρχε από την εποχή του Ροδινού στην εποχή του Σκορδαλού. Και θεωρώ ότι δεν έλαβε την αναγνώριση που του αναλογεί”.

Χτυπούσε βαλίτσες και κουβάδες!

Εξ απαλών ονύχων έδειξε και προϊδέασε τους οικείους του, με το τι ήθελε να ασχοληθεί:
“Όταν ήμουν μικρός έβαζα ραδιόφωνο κι έπιανα εκπομπές που μετέδιδαν ξένα τραγούδια. Κατέβαζα από το πατάρι βαλίτσες, τις έστηνα και τις χτυπούσα. Από μόνος μου, δεν μου είχε δείξει κανείς τίποτα. Μετά σκέφτηκα, γιατί να βαράω βαλίτσες και να μην φτιάξω κάποια αυτοσχέδια τύμπανα;

Μιλάμε για το τέλος της δεκαετίας του‘60. Δεν υπήρχε καλά καλά ρεύμα. Το Σπήλι είχε ηλεκτρικό ρεύμα μόνο για να ανάψεις ένα φως, όχι για ψυγεία, κουζίνες και τηλεοράσεις.

Ακόμα και τα ραδιόφωνα ήταν με μπαταρίες. Όταν το ρεύμα έγινε ισχυρότερο, άρχισαν να έρχονται τα πρώτα πλυντήρια. Η μητέρα μου αγόρασε τη σκόνη πλυντηρίου που ήταν μέσα σε πλαστικούς κουβάδες. Με το που άδειαζαν οι κουβάδες, τους μετέτρεπα σε τύμπανα. Τους έκοβα σε διάφορα μεγέθη, ώστε να βγάζουν διαφορετικό ήχο και τους κάρφωνα σε μία καρέκλα”.

Έγινε συνδρομητής στο γερμανικό περιοδικό POP, χωρίς καν να ξέρει γερμανικά, κι από εκεί είδε το σχήμα των τυμπάνων. Η ένταση του ροκ ανέβαινε μέσα του και οι συγχωριανοί του μάλλον τον αντιμετώπιζαν... αδιάφορα. Ούτε που τον ένοιαζε, ωστόσο.
“Είχα ανησυχίες με το ροκ και είχα πάρει το ταμπούρλο που είχε ο προσκοπισμός, και δοκίμαζα κάποια πράγματα”.

Πήγε να τον... καταστρέψει η μουσική!

Έκανε την επανάστασή του, νωρίς - νωρίς, αφήνοντας (με ένα ψέμα!) το πατρικό του για την “πόλη των γραμμάτων” και των... πειρασμών.
“Έβλεπα το Ρέθυμνο σαν πρωτεύουσα. Ήθελα να φύγω από το Σπήλι. Είχα πάρει χαμπάρι ότι στο Ρέθυμνο υπήρχε τότε μια τέτοια κίνηση. Για να μπορέσω να πάω στο Ρέθυμνο, είπα στους δικούς μου ότι θέλω να πάω στο Πρακτικό Γυμνάσιο, ότι εκεί ήταν η κλίση μου, χωρίς να είναι αλήθεια αυτό (μου άρεσαν τα θεωρητικά μαθήματα).

Πήγα στο Πρακτικό Γυμνάσιο και μπήκα σε αυτά τα κινήματα. Εκεί απορροφήθηκα με όλο αυτό, με αποτέλεσμα να καταρρεύσω στο σχολείο! Αποτέλεσμα, μετά από δύο χρόνια να επιστρέψω στο Γυμνάσιο Σπηλίου για να πάρω το απολυτήριο. Υπήρχαν πολλοί πειρασμοί. Το Ρέθυμνο ήταν η κυριότερη πόλη της Κρήτης όσον αφορά όλα αυτά τα κοινωνικά και μουσικά ρεύματα”.

Πού το αποδίδετε όλο αυτό; Μιλάμε για μία μικρή πόλη, που βεβαίως θεωρείται και η “πόλη των γραμμάτων”, αλλά βγάζει και όλη αυτή την νεωτερικότητα...

“Το ότι θεωρείται η πόλη των γραμμάτων, έχει μεγάλη σημασία. Το ότι τα Γυμνάσια του Ρεθύμνου είχαν πάρα πολλές εισαγωγές στα Πανεπιστήμια, σε μεγάλο ποσοστό, επίσης έχει σημασία. Υπήρχαν λοιπόν φοιτητές που γύριζαν μετά και έφερναν μαζί τους πράγματα. Στο Ρέθυμνο υπήρχε και η “Disco Magic” που έπαιζε ο,τι τελευταίο υπήρχε από ροκ στην Αγγλία και την Αμερική”.

Η μουσική τον απογείωσε, αλλά πήγε και να τον... χαντακώσει κιόλας στο Ρέθυμνο, αφού δεν μπορούσε να παρακολουθήσει το μάθημα που παρέδιδε ο καθηγητής του στο Πρακτικό Γυμνάσιο. Απλούστατα, δεν ταίριαξαν τα (μουσικά) χνώτα τους και κόντεψε να μείνει στην ίδια τάξη!

Στην Αθήνα: Το εξάμηνο στο Ωδείο

Ντραμς έπαιξε για πρώτη φορά στα... μουλωχτά, όταν πια είχε μετακομίσει ( για σπουδές) στην Αθήνα, στο συγκρότημα όπου έκανε πρόβες κι ήταν μέλος ο μπασίστας ξάδερφός του Γιώργος Αρχοντάκης.

Παράλληλα με τις σπουδές του στο ΤΕΙ, γράφτηκε και στο Ωδείο του Κώστα Κλάββα για να αποκτήσει “πέντε βασικές γνώσεις”. Αισθανόταν “γέρος” ανάμεσα στους συμμαθητές του, που ήταν 13-14 ετών. Γρήγορα συγκρούστηκε με τον δάσκαλό του, τον Χριστοδουλή, ντράμερ της Μαρινέλλας. Αιτία των προστριβών, ο τρόπος με τον οποίο έπρεπε να κρατιούνται οι μπαγκέτες: Ο δάσκαλος επέμενε σε μια πιο τζαζ... εκδοχή, ο μαθητής σε πιο ροκ τοποθέτηση. Ο δεύτερος νιώθει δικαιωμένος από την πορεία των μουσικών γεγονότων - επιλογών, σε παγκόσμιο επίπεδο: “Αυτά που σκεφτόμουν εγώ τα υιοθέτησε μέχρι και το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ στην Αμερική”.

Ένα εξάμηνο άντεξε στο Ωδείο. Και νιώθει τύψεις, όχι γιατί επί της ουσίας είναι αυτοδίδακτος, αλλά επειδή καβάτζωσε το βιβλίο του Χριστοδουλή και δεν του το επέστρεψε ποτέ: “Το έχω βάρος στη συνείδησή μου!”.

Όταν συνάντησε τον Αλέξη Κυριακάκη...

Το όνειρο του Θοδωρή Βλαχάκη, που “ήταν να παίξω ντραμς σε ένα ελληνικό ροκ συγκρότημα το οποίο θα γινόταν γνωστό”, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με το που γνώρισε τον Αλέξη Κυριακάκη, στο ΤΕΙ. Τα μουσικά τους ακούσματα, κοινά.

“Τα περισσότερα συγκροτήματα είχαν διαλυθεί. Με την Μεταπολίτευση βγήκε το πολιτικό τραγούδι, που ήταν τόσο σαρωτικό ώστε δεν άφησε περιθώριο σε άλλα μουσικά είδη να υπάρξουν”.

Να η ευκαιρία, Θοδωρή...

Βιβλιοθηκονόμος με... πτυχίο, βρήκε γρήγορα δουλειά και με ασύλληπτο για την εποχή μισθό: Δύο φορές πάνω από τα λεφτά ενός δημοσίου υπαλλήλου!

“Έπαιρνα 12.500 δραχμές μισθό, ενώ ένας καλός μισθός ήταν 6.800. Δούλεψα τρεις μήνες, έβγαλα 35.000 δραχμές και αγόρασα ένα σετ ντραμς, όπως εκείνο των Police. Το αγόρασα ντούκου. Αφού ο υπάλληλος στο κατάστημα με τα μουσικά όργανα, με κοιτούσε καλά καλά όταν μετρούσα τα χρήματα μπροστά του!”.

Το κουνελοτροφείο... στο Μπραχάμι

Όργανα είχαν βρεθεί, παρά τις διαφωνίες των γονιών (που γκρίνιαζαν και για το είδος της μουσικής). Έλλειπε ο χώρος. Ώσπου βρέθηκε κι αυτός, σε έναν υπόγειο... στάβλο κουνελιών στο Μπραχάμι!

“Βγάζουμε τα κουνέλια, στήνουμε τα τύμπανα, ο Αλέξης έφτιαξε ηχεία, πήγαμε αγοράσαμε τα μεγάφωνα και τα βιδώσαμε”. Εν τω μεταξύ, μπήκε και αγγελία στο περιοδικό Μουσικό Εξπρές “ότι ψάχνουμε μέλη”.

Τον ενισχυτή ανέλαβε να τον φτιάξει ο παιδικός φίλος και συγχωριανός του Θοδωρή Βλαχάκη, Γιάννης Μαράκης, ο οποίος διαπρέπει στον χώρο της σκηνοθεσίας σήμερα.
“Έφτιαξε αυτοσχέδιο ενισχυτή που τον ονόμασε "Βορίζης" (το βουνό πάνω από το Σπήλι που σκεπάζει το χωριό)”.

Με προσθαφαιρέσεις, το συγκρότημα ετοιμάστηκε. Και το όνομα αυτού... Magic De Spell. Εμπνευσμένο από μία ηρωίδα των κινουμένων σχεδίων! “Ήμουν φανατικός αναγνώστης των μίκυ μάους. Υπήρχε μία μάγισσα, η Magica De Spell η οποία ήταν μαυροντυμένη, όπως κι εμείς, και ήθελε να κλέψει την τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ, του πλούσιου τσιγκούνη. Μας άρεσε που μια μάγισσα αιρετική ήθελε να κλέψει τον πλούσιο τσιγκούνη”.

Εσείς ποιον πλούσιο τσιγκούνη θέλατε να κλέψετε;

“Εμείς θέλαμε να ρίξουμε το mainstream μουσικό κατεστημένο! Αυτός ήταν ο πλούσιος τσιγκούνης για εμάς. Θέλαμε να περάσουμε ένα νέο μουσικό είδος, το οποίο θα χτυπούσε την κατεστημένη μουσική! Για το ρεμπέτικο και το δημοτικό, υπήρχε πάντα σεβασμός”.

Η συνύπαρξη με τους "Απροσάρμοστους" και τον Παύλο Σιδηρόπουλο και το "κωθώνια, σκασμός"!

Παρθενική εμφάνιση, στο Tiffany's στην Πλάκα, τον Σεπτέμβρη του 1980: Το συγκρότημα έδειχνε να ομνύει σε ένα μουσικό ρεύμα με πολλά στοιχεία punk, δυσκολοχώνευτα από το κλασικό ροκ, και η πορεία των ετών – όπως αναμενόταν – περιελάμβανε συγκρούσεις, εντάσεις και προκλήσεις! Και ξύλο έπεφτε και μάλιστα πολύ.

Οι Magic De Spell ήταν κάτι παραπάνω από... εκκεντρικοί πάνω στη σκηνή: Έβγαιναν βαμμένοι και γύριζαν την πλάτη στην καθεστηκυία μουσική τάξη, ακόμα και στο κοινό!

Μία συναυλία ξεπηδά στην μνήμη του Θοδωρή Βλαχάκη: Σε ένα φεστιβάλ στο Άκτιο, όπου τραγούδησαν μαζί  με τους “Απροσάρμοστους” και τον Παύλο Σιδηρόπουλο.

Το πλήθος είναι αγριεμένο και προς το μέρος τους πέφτουν κοτρόνες και βότσαλα. “Κωθώνια, σκασμός” φώναξε ένα μέλος των Magic De Spell. Για δευτερόλεπτα, ο Θοδωρής Βλαχάκης... πάγωσε: “Σκέφτηκα πώς θα πέσω στη θάλασσα που ήταν ακριβώς από πίσω μου, όπου βρισκόταν η σκηνή”. Εν τέλει, δεν έγινε τίποτα. Ίσα ίσα, οι λύκοι έγιναν... αρνάκια!

Με προτροπή του Παύλου Σιδηρόπουλου (κάτι που έμαθαν εκ των υστέρων), η παραγωγός Γιάννα Τριανταφύλλη τους κάλεσε στο δεύτερο πρόγραμμα στην ΕΡΤ2, κι ο κόσμος άρχισε να τους γνωρίζει περισσότερο: Και από την καλή και κυρίως από την... ανάποδη!

Ο "Μαθητής" πήρε... άριστα!

Μετά από πολλές διαφωνίες, εγκατέλειψαν τα αγγλικά, “γράψαμε ελληνικό στίχο” και άλλαξαν μουσικό ύφος!

“Πριν βγει ο δίσκος “Διακοπές στο Σαράγεβο” γνωρίσαμε σε μία συναυλία τον Ζαν Ζακ Μπαρνέλ, τον μπασίστα των Stranglers, στον οποίο είχαμε το... θράσος να προτείνουμε να μας κάνει παραγωγή στο δίσκο. Αυτός δέχτηκε και με το που δέχτηκε πήρε τη Warner και τα κανόνισε.

Για να πλησιάσουμε τον κόσμο έλεγα να διασκευάσουμε, αιρετικά, ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι. Και διασκευάσαμε τον “Μαθητή” του Ζαμπέτα”.

Ο διασκευασμένος “Μαθητής”, που έπαιξε και στο MTV (!!!), βγήκε τον Νοέμβρη του 1993, μέσα σε ένα μήνα έγινε... πανελλήνιο χιτ, και “δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε”!

Η ιστορική αναβίωση των Magic De Spell πήγε και σε ένα Φεστιβάλ της Γαλλίας, το 1994, κατακτώντας το πρώτο πανευρωπαϊκό βραβείο low budget videoclip!

 

“Διακοπές στο Σαράγεβο” με... ορμητήριο τα Μάταλα!

Οι Magic De Spell δεν επαναπαύονται στην επιτυχία του “Μαθητή”: “Θέλαμε να βγάλουμε το Σάραγεβο μπροστά. Ήταν ένα αντιπολεμικό τραγούδι και τη στιγμή που το βγάλαμε γινόταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν το πρώτο τραγούδι που κάναμε για να εκφράσουμε τις περιθωριακές ομάδες, για να μπούμε μέσα στα αντιπολεμικά κινήματα.

Το καπάκωνε τόσο πολύ ο “Μαθητής”, που σκέπαζε τα πάντα. Δεν είχε την ανάλογη αποδοχή. Σκεφτήκαμε ένα κόλπο: Να κατέβουμε στα Μάταλα. Η ιδέα ήταν δική μου. Είπα να πάμε εκεί, που υπήρχαν τα κινήματα τη δεκαετία του ‘70. Και με εφαλτήριο τα Μάταλα, να δείξουμε ότι τα αντιπολεμικά κινήματα δεν είναι ούτε πεθαμένα ούτε ντεμοντέ – γιατί δεν μπορεί να είναι ένα κίνημα πεθαμένο αν δεν έχει εκπληρωθεί ο στόχος του.

Πώς μπορείς να λες ότι τα αντιπολεμικά κινήματα είναι νεκρά, όταν στον πλανήτη υπάρχουν 60 πόλεμοι;

Στο τέλος του videoclip κάναμε κάτι extreme για την εποχή: γδυθήκαμε, καλύπτοντας καθένας μας τα γεννητικά του όργανα με ένα κράνος. Εκεί έγινε χαμός!

Το videoclip πέρασε. Το πήρε ακόμα και η ΕΡΤ, αλλά το... λογόκρινε! Εκεί που ήμασταν εμείς γυμνοί με τα κράνη, έβγαλε τη σκηνή κι έβαλε ένα να πετά ένα περιστέρι, το πουλί της ειρήνης!

Κι όπως με είχα πει και παλαιότερα σε μία συνέντευξη, έβγαλαν τα πουλιά... για να δείξουν ένα άλλο πουλί!”.

 

 

"Βλέπουμε σφαγές και ατάραχοι καθόμαστε και τρώμε πίτσα και πίνουμε μπίρα"

Η αναγκαιότητα του τραγουδιού φάνηκε το αμέσως επόμενο διάστημα: “Μετά είχαμε τον πόλεμο του ΝΑΤΟ, πια, στη Γιουγκοσλαβία. Έγιναν τεράστιες αντιπολεμικές συναυλίες. Θυμάμαι σε μία από αυτές, στο Σύνταγμα, να έχει 250.000 κόσμο!”.

Τους στίχους του τραγουδιού τους έγραψε ο ίδιος ο Θοδωρής Βλαχάκης, “για να εκφράσω κάποια πράγματα, χωρίς να επικεντρωθώ στον συγκεκριμένο πόλεμο. Το κομμάτι μπορεί να το έγραψα εγώ, αλλά έχει επέμβει τόσο πολύ το κάθε μέλος του συγκροτήματος για να βγει. Συγκρότημα σημαίνει ότι δουλεύουμε όλοι μαζί”.

Ο τίτλος δόθηκε “επειδή πάρα πολλά Punk συγκροτήματα χρησιμοποιούσαν περιπαικτικά τη λέξη διακοπές, όπως το Holiday in Cambodia, από τους Dead Kennedys – πόλεμος γινόταν στην Καμπότζη.

Προσέξαμε πάρα πολύ την ιδέα του τότε τραγουδιστή μας, με τις ειδήσεις, για να προκύψει μετά το “στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως”, που εκφράζει και το σήμερα: Και σήμερα βλέπουμε σφαγές και ατάραχοι καθόμαστε και τρώμε πίτσα και πίνουμε μπίρα”.

Η πορεία του συγκροτήματος, έκτοτε, είναι πολύ κοντά στα κινήματα. “Σε επόμενους δίσκους διασκευάσαμε Νικόλα Άσημο και Κατερίνα Γώγου”.

"Είμαι"... κοντά σε "αυτούς που αισθάνονται την οργουελική μπότα να πατά το κεφάλι τους"

Στις 40 συναυλίες που έδιναν (στις καλές και προ κορωνοϊού εποχές) μέσα σε ένα καλοκαίρι, περνούσαν απαραιτήτως και από την Κύπρο. Σε μία από αυτές τις εμφανίσεις τους είχε παρευρεθεί ο Ιάσωνας Σταυράκης, ο οποίος κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Ποίησης, στην Κροατία, το 2018.

Οι Magic De Spell μελοποίησαν το ποίημα του, εκπληρώνοντας ουσιαστικά ένα παιδικό του όνειρο!

Τα νοήματα του “Είμαι” εκφράζονται και παρουσιάζονται στο βίντεο κλιπ που φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη Νίκου Σούλη. 

 

 

“Αυτό το ποίημα εκφράζει αυτούς που αισθάνονται την οργουελική μπότα να πατά το κεφάλι τους” εξηγεί ο Θοδωρής Βλαχάκης.

" Το ροκ δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς"

“Πώς θα μπορούσε μια ροκ συναυλία να περιχαρακωθεί μέσα σε τόσες απαγορεύσεις;” ήταν το ερώτημα που απασχόλησε τους Magic De Spell, τους Ενδεχέλεια και τα Υπόγεια Ρεύματα, πριν αποφασίσουν τελικά να συναντηθούν με τους φίλους τους, λίγο καιρό πριν, στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.

“Όμως έσβησαν γρήγορα οι ανησυχίες μας. Περάσαμε πάρα πολύ καλά, τόσο εμείς όσο και ο κόσμος” λέει ο Θοδωρής Βλαχάκης, που ανησυχεί για το τι θα γίνει από εδώ και πέρα: “Αντιμετωπίζουμε ένα τεράστιο πρόβλημα. Τα μέτρα αυτά καθιστούν σχεδόν αδύνατες τις ζωντανές εμφανίσεις. Επίσης, μέσα στις μουσικές σκηνές οι περιορισμοί είναι τέτοιοι που φοβάμαι ότι το χειμώνα οι μουσικές σκηνές θα κλείσουν. Το ροκ δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς. Ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο”.

"Παίζαμε και τρώγαμε 23 ώρες"

Από έγχορδα δεν σκάμπαζε, εντούτοις ο Μαρκογιώργης τον έριξε στα ... βαθιά: “Αναγνώριζε ότι είχα πάρα πολύ καλό χρόνο. Ήμουν πάρα πολύ σταθερός στο ρυθμό. Είχα πολύ καλό ρυθμό στο λαούτο, αλλά δεν ήμουν καλός στις νότες. Είχαμε πάει λοιπόν να παίξουμε σε ένα γλέντι στο χωριό Άη Βασίλης. Βαπτιζόταν το 11ο παιδί της οικογένειας Ηλιάκη. Στο άλλο λαούτο ήταν ο μακαρίτης ο Δημήτρης Λεντιδάκης. Καλοκαίρι ήταν, πρέπει να ήμουν 18 με 19 χρονών και είχα κατέβει για διακοπές από την Αθήνα. Δεν ήταν ακριβώς η πρώτη δημόσια εμφάνιση. Με παρέες βρισκόμασταν ή σε σπίτια εδώ ή πάνω στο μαγαζί του Μαρκογιώργη. Τέλος πάντων. Παίζαμε 23 ώρες, συνεχόμενες! Ξεκινήσαμε πριν τη βάφτιση, 5 το απόγευμα. Τελείωνε το κομμάτι και ακούγαμε μία φωνή: “Κεράσετε τα όργανα!”. Ερχόταν λοιπόν μια γυναίκα κι έφερνε κρασί και κρέας. Ο Μαρκογιώργης ψιλιαζόταν πόσο θα φάμε και μου έλεγε: “Θοδωρή, να τρως μόνο κρέας διότι θα πεθάνεις!” Δεν τον άκουσα. Πώς αντισταθείς στο πιλάφι, στο χωριάτικο ψωμί, στις τρομερές σαλάτες και στις πατάτες φούρνου; Δεν είχα πει στους γονείς μου ότι πάω να παίξω. Εξαφανίστηκα και με ψάχναμε. Όταν γύρισα μετά από 24 ώρες σπίτι, η μάνα μου ήταν τρελαμένη. Με έβαλε με το ζόρι να φάω. Είχε μακαρόνια με κιμά που είναι το αγαπημένο μου φαγητό. Έφαγα δύο πιάτα, με αποτέλεσμα να καταλήξω στο νοσοκομείο με φλεγμονή βολβού του οισοφάγου!”.

Σέικ... με ένα λαούτο!

Το κλου της βραδιάς ήταν άλλο όμως: “Ο Μαρκογιώργης έπαιζε τα λεγόμενα ευρωπαϊκά (ταγκό, βαλς, τζερόνιμο γιάνκα – το οποίο παρεμπιπτόντως το έχει συνθέσει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου).

Μετά τα μεσάνυχτα, κάποια στιγμή, εμφανίζεται ένας Κρητίκαρος, σωματώδης και μαυροντυμένος. Συνοδευόταν από μία κοπελίτσα, κοντούλα και αδυνατούλα, με μοντέρνο ντύσιμο και μίνι φούστα. Έρχεται ο Κρητίκαρος, βγάζει ένα χαρτονόμισμα, το ρίχνει στο κουτί και λέει: “Θα μου παίξετε ένα σέικ να χορέψω με τη ντάμα μου”! Με το ακούει ο Μαρκογιώργης γυρίζει και του λέει: “Ετούτα’ να τα κατέχει το Θοδωριό”. Σηκώνονται και φεύγουν με τον Δημήτρη και με αφήνουν μόνο μου, με ένα λαούτο που δεν ξέρω να παίζω. Προβληματίστηκα και αστραπιαία σκέφτηκα: “Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Ο,τι θέλει, ας γίνει”.Ακούμπησα τις χορδές του λαούτου, για να μην κουφαθεί η νότα και να μην βγαίνουν φάλτσα.

Άρχισα να παίζω μερικά ρυθμικά πράγματα με το φτερό του λαούτου: γκραν γκραν γκραν, τακ τακ τακ (χτύπαγα το σκάφος του λαούτου). Τα πρώτα δευτερόλεπτα ήταν φρικιαστικά, δεν ήξερα εάν θα με δείρουν. Κι όμως χόρεψαν σέικ! Ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω, κοντεύω να τρελαθώ ακόμα και σήμερα! Εκεί αντιλήφθηκα ότι δύο κεντρικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχεις για να προσπαθήσεις να πετύχεις στον τομέα σου, είναι και το θάρρος και το θράσος”.

Εκτός από τις ωραίες και χρήσιμες εμπειρίες, ο Θοδωρής Βλαχάκης κέρδισε και 168 δραχμές νυχτοκάματο: “Πέρασα ένα μήνα με αυτά τα χρήματα! Έμενα και έτρωγα στους γονείς μου. Η διασκέδαση της παρέας ήταν να πηγαίνουν τα μεσημέρια σε ένα καφενείο του χωριού που είχε ηλεκτρόφωνο, όπου πίναμε ταμ ταμ και μπυράλ. Το βράδυ τρώγαμε σουβλάκια και πίναμε ένα ποτήρι κρασί”!

“Έρχεται το ναυάγιο” 

Ο Θοδωρής Βλαχάκης έζησε από κοντά την τραγωδία της Γεωργιούπολης, με τον πνιγμό 21 μαθητριών στις 4 Μαΐου του 1972, η οποία του βγήκε με τρομερή ένταση 15 χρόνια αργότερα.

Σκοτεινιάζει όποτε φέρνει τα γεγονότα αυτά στη μνήμη του: “Θα πω κάτι, έτσι όπως το βίωσα εγώ: Όταν επιστρέψαμε στο σχολείο, αλλάξαμε καθηγητές, αλλάξαμε αίθουσες και αλλάξαμε ποιος κάθεται με ποιον, για να μην καταλαβαίνεις ότι η συμμαθήτριά σου δεν είναι μαζί σου πια κι είναι κενό το θρανίο της. Ήταν φρικιαστικό όλο αυτό. Μετά από λίγο καιρό συνειδητοποίησα ότι το όλο σκηνικό δεν με είχε επηρεάσει εμένα όσο άλλους συμμαθητές μου. Αυτή ήταν μία απορία μου, που μου λύθηκε λίγο καιρό μετά, γιατί ο καθένας έχει τη δική του περίεργη ψυχολογία. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, τη δεκαετία του ‘80 βρέθηκα με τη γυναίκα μου να παραθερίζω στο Λουτρό Σφακίων. Τα σπίτια και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έβλεπαν στη θάλασσα. Ξυπνάω κάποια στιγμή το βράδυ και λέω στη γυναίκα μου: “Έρχονται από τη θάλασσα. Έρχεται το ναυάγιο”. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και της είπα μέσα στο σκοτάδι: “δεν βλέπεις, έρχεται το ναυάγιο”. Ανατριχιάζω τώρα που το λέω. Περάσαμε μία φρικτή νύχτα. Την επόμενη μέρα, μαζέψαμε, ξενοικιάσαμε και από τότε δεν ξαναπήγα στο Λουτρό”.

“Κάνε ασφαλιστικά μέτρα στους βαζέλες”

Το “Σαράγεβο” παραλλάχθηκε κι έγινε σύνθημα από τους φίλους του Παναθηναϊκού: “Κόλλησα και τα φάρμακα δεν κάνουν τίποτα”, παιανίζουν.

“Όταν ήταν τα 100 χρόνια του Παναθηναϊκού, με πήρε ο Θοδωρής ο Μανίκας ο παραγωγός, κι επειδή εγώ υπογράφω το Σαράγεβο ως δημιουργός, μου είπε: “θέλουμε να κάνουμε ένα δίσκο που να περιέχει τα συνθήματα του Παναθηναϊκού, τις μουσικές με τα λόγια που έχουν βάλει οι οπαδοί. Και θέλουμε να μας δώσεις την άδεια για να προχωρήσουμε. Τους έδωσαν την άδεια.

Ο δίσκος δεν έγινε ποτέ, γιατί ο Παναθηναϊκός δεν πήρε το πρωτάθλημα. Διαβάζει την είδηση ένας φίλος μου, βαμμένος Ολυμπιακός ο οποίος ξέρει ότι κι εγώ είμαι Ολυμπιακός και γυρίζει και μου λέει: “Το ξέρεις ρε μ@@κα ότι οι βαζέλες θα βγάλουν ένα δίσκο και θα έχουν και το δικό σας κομμάτι μέσα; Του λέω, το ξέρω. “Πήγαινε να τους κάνεις ασφαλιστικά μέτρα να μην το βγάλουν!”. - “Έχω δώσει την άδειά μου!”, του απάντησα. Σάστισε και με κοίταξε απαξιωτικά!”

Το ταξίδι στην Γιουγκοσλαβία που δεν έγινε ποτέ

Το υπόβαθρο του τραγουδιού είναι πολύ βαθύ. Ο Σπύρος Τσακίρης που ήταν ο πολεμικός ανταποκριτής της Ελευθεροτυπίας σε μία από τις πιο αποτρόπαιες αιματοχυσίες των Βαλκανίων, “πήρε το τραγούδι και το πήγε στην Γιουγκοσλαβία. Πάρα πολλοί συγκινήθηκαν. Όταν υπήρξαν οι βομβαρδισμοί γεφυρών και καλούσαν συγκροτήματα να παίζουν πάνω στις γέφυρες ώστε να μην μπορούν να τις βομβαρδίζουν, κάλεσαν κι εμάς. Παρότι θέλαμε πάρα πολύ να πάμε, δεν πήγαμε διότι ο τραγουδιστής μας κινδύνευε να του κόψουν τη Visa – επειδή πήγαινε για επαγγελματικούς λόγους στην Αμερική. Στη θέση μας έπαιξε ένα άλλο ελληνικό συγκρότημα. Δυστυχώς βομβάρδισαν εκεί κοντά. Ο πόλεμος ήταν πυρηνικός και τις επιπτώσεις του τις βλέπουμε τώρα. Ενός από το συγκρότημα του έπεσαν τα μαλλιά από τον βομβαρδισμό και μετά από πολλά χρόνια, από ανάλογο λόγο έχασε τη ζωή του”.

“Η Τέχνη και ο Πολιτισμός είναι για να αναβαθμίζουν τον άνθρωπο”

“Το σανίδι δεν το ευνοεί η συστολή, ούτε το άγχος. Το σανίδι θέλει να εκτεθείς!” συνηθίζει να υπενθυμίζει στον εαυτό του ο Ρεθυμνιώτης ντράμερ.

Κι ας τσακαλωθείς;

“Μα θα τσακαλωθείς! Δεν ζούμε ένα παραμύθι. Και θα τσακαλωθείς και θα μειωθείς και να μεγαλουργήσεις!”.

Το σανίδι απέχει πολύ από την πραγματικότητα ή αντικατοπτρίζει τα κακώς κείμενα που κρύβουμε εντέχνως στην καθημερινότητά μας; Εκεί πάνω αλληλεπιδρά η πραγματικότητα της κοινωνίας μ’ εκείνη του καλλιτέχνη; Είναι ο ιδεατός κόσμος του καλλιτέχνη στον οποίο θέλει να ξεναγήσει την κοινωνία;

“Το σανίδι για μένα είναι ο ιδεατός και ο εσωτερικός κόσμος του καλλιτέχνη, αυτός που θέλει να περάσει προς τα έξω. Οι θεατές θέλουν να αλληλεπιδράσουν με τον καλλιτέχνη. Είναι μια μυσταγωγία όλο αυτό. Εναπόκειται στην ικανότητα ενός καλλιτέχνη να δημιουργήσει όλη αυτή τη συμμετοχή, που με διεισδυτικό τρόπο πρέπει να επικοινωνήσει με το κοινό του.

Για να επικοινωνήσεις με τον κόσμο πρέπει να σταθείς πάνω από την κουλτούρα του κόσμου, ένα σκαλοπάτι. Υπάρχει και η κακή εκδοχή: Να πας ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από το επίπεδο του κόσμου, που είναι και ο πιο εύκολος τρόπος, και να τον παρασύρεις σε ένα κατήφορο. Γι’ αυτό κι έχουμε πολλές φορές την έκπτωση του Πολιτισμού και της Τέχνης. Η Τέχνη και ο Πολιτισμός είναι για να αναβαθμίζουν τον άνθρωπο, όχι για να τον καταβαραθρώνουν”.

*Δυο Κύπριοι φίλοι ο Βόρης Καραγιάννης και ο Μιχάλης Λαμπριανίδης, ετοιμάζουν ένα ντοκιμαντέρ για τα 40 χρόνια των Magic de Spell, με ανέκδοτο οπτικοακουστικό υλικό, συνεντεύξεις νυν και πρώην μελών, καθώς και του μπασίστα των Stranglers, JJ Burnel. Ο τίτλος του doc, θα είναι «Διασχίζω τον κόσμο και φλέγομαι». Δανεισμένος από τους στίχους του τραγουδιού μας «Sarajevo».

Η σημερινή σύνθεση των MAGIC DE SPELL:
Θοδωρής Βλαχάκης – drums,
Γιώργος Αρχοντάκης – μπάσο,
Γιώργος Λαγγουρέτος - φωνή,
Δημήτρης Μποτής – keyboards,
Βαγγέλης Θεοδωράκης – κιθάρες

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ