Στην ημερίδα «Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) - Ένας ανεξάρτητος πυλώνας στήριξης της ελεύθερης έρευνας» απηύθυνε χαιρετισμό ο Κώστας Φωτάκης, πρώην Αν. Υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου διαδικτυακά, με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από την ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του κ. Φωτάκη.
«Το ΕΛΙΔΕΚ ξεκίνησε από το μηδέν πριν τέσσερα χρόνια. Σε αυτή την πρώτη φάση της ζωής του, τολμώ να πω, ότι έχει καταξιωθεί στη συνείδηση της ακαδημαϊκής κι ερευνητικής κοινότητας της χώρας κι έχει ήδη δημιουργήσει παράδοση στο ερευνητικό τοπίο· παράδοση συνέχειας, συνέπειας και, κυρίως, παράδοση στην επιδίωξη επιστημονικής ποιότητας και αριστείας. Σήμερα βρισκόμαστε στη στιγμή της αναγνώρισης, αλλά και του απολογισμού της πρώτης φάσης της λειτουργίας του.
Ξεκινάω από το πρώτο, την αναγνώριση! Πολλοί έχουν συνεισφέρει στα πρώτα βήματα του ΕΛΙΔΕΚ με χρόνο, προσπάθεια, κόπο και, μάλιστα, συχνά ανιδιοτελώς. Τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου, τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης, η εκτελεστική διεύθυνση και, πρωτίστως, το στελεχιακό του δυναμικό το οποίο εργάστηκε με αυταπάρνηση. Σε όλους αξίζει η αμέριστη αναγνώριση της προσφοράς τους, σε όλους αξίζουν πολλές ευχαριστίες. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη συνεισφορά του φίλου και συνεργάτη, Θοδωρή Παπάζογλου, στελέχους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERC), που έφυγε νωρίς, ακριβώς ένα χρόνο πριν και συνέδεσε το EΛΙΔΕΚ με το ERC.
Υπάρχει κι ο απολογισμός, ο οποίος πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για τη συνέχεια. Η ιδέα για το ΕΛΙΔΕΚ ξεκίνησε το 2015 σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για τη χώρα. Υλοποιήθηκε το 2016 εν μέσω μέτρων αυστηρής λιτότητας. Παρά το ζοφερό δημοσιονομικό περιβάλλον της εποχής, η στήριξη της χειμαζόμενης, για πολλά χρόνια, Έρευνας αποτέλεσε τότε πολιτική επιλογή. Έτσι, βρέθηκαν οι αναγκαίοι πόροι.
Στο σχεδιασμό που εκπονήθηκε, το ΕΛΙΔΕΚ ήταν ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα για την αξιοποίηση της Γνώσης και της Καινοτομίας που προέρχονται από την επιστημονική Έρευνα. Ήταν το απαραίτητο βήμα για τη στήριξη της ελεύθερης ποιοτικής Έρευνας στα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα της χώρας, ξεκινώντας από τη στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού -κυρίως των νέων επιστημόνων- και τον εμπλουτισμό των ερευνητικών υποδομών, που για πολλά χρόνια είχαν παραμεληθεί. Ήταν η αναγκαία συνθήκη δημιουργίας ευκαιριών και προοπτικών για την ανάσχεση του brain drain που κάλπαζε εξ αιτίας της κρίσης. Τα πρώτα θετικά αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.
Συνέχεια στην αλυσίδα αυτή ήταν η στήριξη της υγειούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας με βάση προγράμματα του ΕΣΠΑ (όπως το Ερευνώ Δημιουργώ Καινοτομώ) και χρηματοδοτικών εργαλείων (όπως το EquiFund) για επενδύσεις υψηλού ρίσκου σε καινοτόμες επιχειρήσεις που αξιοποιούν ερευνητικά αποτελέσματα. Παράλληλα, διαμορφώθηκαν κι άρχισαν να υλοποιούνται Εμβληματικές Δράσεις για να έρθει η Έρευνα άμεσα κοντά στις ανάγκες της Κοινωνίας και να δημιουργηθούν ελκυστικές συνθήκες για συνέργειες με μεγάλη προστιθέμενη αξία.
Δύο ήταν οι στόχοι: Ο πρώτος αφορούσε τη βήμα προς βήμα οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου νέου αναπτυξιακού προτύπου που θα βασίζεται στη Γνώση και την Καινοτομία· την Οικονομία της Γνώσης. Ο δεύτερος ήταν η ίδια η αυταξία που εμπεριέχεται στη Γνώση, ώστε αυτή να συμβάλλει στη κοινωνική χειραφέτηση.
Παράλληλα, η εξολοκλήρου χρηματοδότηση του ΕΛΙΔΕΚ από δημόσιους πόρους έδωσε διεξόδους σε χρόνιες στρεβλώσεις. Μέχρι τότε, η χρηματοδότηση της Έρευνας βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στα προγράμματα της ΕΕ και το ΕΣΠΑ, που επέβαλλαν αυστηρούς γεωγραφικούς και θεματικούς περιορισμούς. Σημαντικοί για τη χώρα τομείς, όπως οι Κοινωνικές κι Ανθρωπιστικές επιστήμες, βρίσκονταν στο περιθώριο· κάτι που αντιμετωπίστηκε δραστικά με το ΕΛΙΔΕΚ.
Το σκεπτικό πίσω από την ίδρυση του ήταν να λειτουργεί ως μία ανεξάρτητη αρχή για την Έρευνα, παραμένοντας μακριά από πιθανές κυβερνητικές παρεμβάσεις, κάτι που αποτυπώθηκε και νομοθετικά. Από την άποψη αυτή, το ΕΛΙΔΕΚ δεν αποτελεί έναν απλό χρηματοδοτικό μηχανισμό αλλά ένα φορέα στον οποίο τα ίδια τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας, μέσω του Ερευνητικού Συμβουλίου το οποίο επιλέγεται από εκπροσώπους της, καθορίζουν τις ερευνητικές προτεραιότητες, σχεδιάζουν τις δράσεις και τις διαδικασίες υλοποίησης τους, προάγουν την αξιοκρατία και την επιστημονική ποιότητα μέσα από διαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης. Η Πολιτεία περιορίζεται σε έναν αμιγώς εποπτικό ρόλο, δημιουργώντας προϋποθέσεις αξιοκρατίας και εκφράζοντας έμπρακτα την εμπιστοσύνη της προς την Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Κοινότητα. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτή την «από τα κάτω» προσέγγιση, χειραφετείται η ίδια η κοινότητα. Αυτό ήταν το σκεπτικό, αυτές ήταν οι στοχεύσεις για τη δημιουργία του ΕΛΙΔΕΚ.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω τις αντιδράσεις που υπήρξαν και υπάρχουν σε αυτό το ριζοσπαστικό και πρωτόγνωρο για τη χώρα εγχείρημα. Αντιδράσεις που συχνά ξεκινούν από βαθιά ριζωμένες αναχρονιστικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Αντιδράσεις που αντιστρατεύονται την προαγωγή της αξιοκρατίας και κατ’ επέκταση της επιστημονικής αριστείας, εγκλωβίζοντας την ανάδειξη νέων ερευνητών σε στερεότυπα του παρελθόντος και υποβαθμίζοντας την εργασιακή και μισθολογική τους αντιμετώπιση κι εξέλιξη.
Πέραν αυτού, δεν είναι αμελητέες και οι αντικειμενικές δυσκολίες, αποτέλεσμα της υποβολής ενός απρόσμενα μεγάλου αριθμού ερευνητικών προτάσεων. Ασφαλώς έπρεπε και πρέπει να γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις που δεν ήταν δυνατές να συμβούν ή δεν είχαν προβλεφθεί την εποχή της δημιουργίας του. Όμως, οι όποιες διορθωτικές κινήσεις πρέπει να διαμορφώνονται στη βάση μιας διεξοδικής διαβούλευσης της Πολιτείας με την ερευνητική κοινότητα. Δυστυχώς, υπάρχουν περιπτώσεις που αυτό δεν έχει τηρηθεί υποβαθμίζοντας το ρόλο του Ερευνητικού Συμβουλίου, θίγοντας, έτσι, την ανεξάρτητη υπόσταση του ΕΛΙΔΕΚ.
Σε άλλες περιπτώσεις το έλασσον γίνεται μείζον. Για παράδειγμα, η απαλλαγή υποβολής Πόθεν Έσχες για τους αξιολογητές των προτάσεων που έγινε πρόσφατα μετά από αίτημα του Ερευνητικού Συμβουλίου έχει θετικό πρόσημο. Πρέπει, όμως, να παρατηρήσω ότι είναι οξύμωρο να ανάγεται το γεγονός αυτό σε κομβικό στοιχείο για την Έρευνα, όταν ουσιαστικά το μέλλον του ΕΛΙΔΕΚ είναι ακόμη άδηλο, αφού πέρα από την εξασφαλισμένη από το 2018 χρηματοδότησή του με το συνολικό ποσό των 300 εκ. € -το οποίο σύντομα εξαντλείται- η συνέχεια είναι αβέβαιη, χωρίς να υπάρχει καμία έμπρακτη δέσμευση.
Στην εποχή μας, εποχή πολλαπλών και παράλληλων κρίσεων, εποχή που κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό ο επίπλαστος εντυπωσιασμός και ανούσια επικοινωνία, για να σταθεί η Κοινωνία όρθια, για να βελτιώσει η χώρα τη θέση της στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, η Γνώση και η πραγματική Καινοτομία, αυτή που το «Και..» γράφεται με «αι» και όχι με «ε», αποτελούν κεντρικά προτάγματα. Η επένδυση στην πολυτιμότερη, ίσως, παρακαταθήκη της χώρας, στο ανθρώπινο δυναμικό της κι ιδιαίτερα στους νέους επιστήμονες κι ερευνητές είναι μονόδρομος. Φορείς, όπως το ΕΛΙΔΕΚ, που προάγουν αυτό το στόχο ανοίγουν παράθυρο ελπίδας και αισιοδοξίας για το μέλλον. Και, πάλι, συγχαρητήρια και ευχαριστίες στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα στελέχη της, σε εκείνους που συνέβαλαν στην υλοποίηση του ΕΛΙΔΕΚ και σήμερα απουσιάζουν, στη ΓΓΕΚ που βοήθησε κατά τα πρώτα βήματα και σε όσους το στελέχωσαν και το στελεχώνουν.»