Οξύτατο παραµένει το ζήτημα της στέγασης για πάνω από το 1/3 των νοικοκυριών στην Ελλάδα, τα οποία υποχρεούνται να δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη εξόδων που σχετίζονται με το ακίνητο στο οποίο μένουν (π.χ. λογαριασμούς ΔΕΚΟ, ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου). Η τελευταία έκθεση της Eurostat, που αφορά το 2020, αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί «ουραγό» στην Ε.Ε. των 27 χωρών-μελών, καθώς το 33,3% των νοικοκυριών εντάσσεται στην κατηγορία των υπερβολικά επιβαρυμένων οικονομικά σε ό,τι αφορά τη στέγασή τους – δηλαδή ξοδεύουν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους. Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι μόλις 7,8%, ενώ η αμέσως επόμενη χώρα μετά την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό όμως είναι 14,4%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά τα στοιχεία αφορούν μια περίοδο κατά την οποία ναι μεν τα ενοίκια είχαν αυξηθεί σημαντικά, αλλά δεν είχε συμβεί το ίδιο και με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Ως εκ τούτου, όταν δημοσιευθούν τα στοιχεία για το 2022, όπου το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολλαπλάσιο, ενδέχεται να ξεπεραστεί ακόμα και το ιστορικά υψηλό ποσοστό που είχε σημειωθεί το 2015, όταν το 45,5% των νοικοκυριών δαπανούσε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του.
Ωστόσο, η εικόνα, ειδικά για όσους ενοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο μένουν, είναι δραματική. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το ποσοστό των ενοικιαστών που ξοδεύουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους διαμορφώθηκε το 2020 σε 79,2%, από 83,2% το 2019. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Ε.Ε. ο μέσος όρος μεταξύ των ενοικιαστών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση δεν ξεπερνάει το 21,1%, είναι δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές χαμηλότερος. Η αμέσως επόμενη χώρα, μετά την Ελλάδα, είναι η Ουγγαρία, με το 46,7% των ενοικιαστών να δαπανούν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους, ενώ ακολουθεί η Βουλγαρία με 44,8%.
Η εικόνα της Ελλάδας είναι αποκαρδιωτική ακόμα και μεταξύ όσων κάνουν ιδιόχρηση του ακινήτου τους και δεν επιβαρύνονται με δαπάνες, όπως π.χ. ένα στεγαστικό δάνειο. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα, καθώς αποτελεί το 62% του συνόλου του πληθυσμού. Στη συγκεκριμένη κατηγορία το 22,7% βρίσκεται να ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη δαπανών ΔΕΚΟ και θέρμανσης, που επίσης αποτελεί το χειρότερο ποσοστό στην Ε.Ε., με τη δεύτερη Βουλγαρία να βρίσκεται στο 13,1%. Ο δε μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνάει το 4,3%! Εν ολίγοις, το ποσοστό στην Ελλάδα είναι πενταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι δυσβάσταχτο για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 67,4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2018, από 93,3% που ήταν 2008. Το πρόβλημα είναι εντονότερο για τους ενοικιαστές, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται συνεχώς. Το 2020 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα είχε μειωθεί σε 73,9%, από 77,2% που ήταν το 2010. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των ενοικιαστών πανελλαδικά βρισκόταν στο 26,1% το 2020, από 22,8% το 2010 και ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το 40%.
Δείτε επίσης: