"Ξινή" η επίγευση που αφήνει η πολιτική της ΕΕ για το κρασί

Newsroom
Newsroom

Ασαφής ο αντίκτυπος της χρηματοδότησης της ΕΕ στην ανταγωνιστικότητα των αμπελοκαλλιεργητών

Σε έκθεση που δημοσίευσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις των δράσεων που προτίθεται να αναλάβει η ΕΕ για τους αμπελοκαλλιεργητές. Η πολιτική της ΕΕ στον τομέα του κρασιού όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στους περιβαλλοντικούς στόχους, αλλά και τα μέτρα που αυτή προβλέπει δεν στοχεύουν ευθέως την ανταγωνιστικότητά του.

Ο τομέας του κρασιού της ΕΕ υπόκειται σε αυστηρή ρύθμιση και λαμβάνει σημαντική στήριξη. Οι αμπελοκαλλιεργητές λαμβάνουν από την ΕΕ περί τα 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για την αναδιάρθρωση των αμπελώνων τους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Από το 2016, έχουν επίσης τη δυνατότητα να ζητούν άδεια για φύτευση επιπλέον αμπελώνων. Σκοπός του καθεστώτος είναι να καταστήσει δυνατή την ελεγχόμενη ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού (με μέγιστη ετήσια αύξηση 1 %), αποτρέποντας παράλληλα την υπερπροσφορά.

«Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του αμπελοοινικού τομέα είναι απαραίτητη και ιδιαίτερα σημαντική για την ΕΕ, πρέπει όμως να συμβαδίζει με τη βελτίωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας», δήλωσε η Joëlle Elvinger, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε όμως είναι ότι, από όποια σκοπιά και να το δει κανείς, πολλά είναι αυτά που πρέπει να κάνει ακόμη η ΕΕ.»

Στην ΕΕ κυκλοφορούν κόκκινα, λευκά και ροζέ κρασιά, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργούνται σπανίως μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πράσινος». Το ΕΕΣ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, παρά το ύψος της σχετικής χρηματοδότησης, η πολιτική της ΕΕ για τον αμπελοοινικό τομέα ελάχιστα ευνόησε το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, το μέτρο της αναδιάρθρωσης δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τους πράσινους στόχους. Στην πράξη, τα κονδύλια της ΕΕ δεν διοχετεύονται σε έργα που επιδιώκουν τη μείωση των επιπτώσεων της αμπελοκαλλιέργειας στο κλίμα ή/και στο περιβάλλον. Μάλιστα, θα μπορούσαν να έχουν ακόμη και το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως τη μεταστροφή σε ποικιλίες αμπέλου που χρειάζονται περισσότερο νερό. Ομοίως, η ετήσια αύξηση κατά 1 % των αμπελουργικών εκτάσεων, η οποία παρατάθηκε κατά 15 επιπλέον χρόνια (μέχρι το 2045), δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από περιβαλλοντικής άποψης.

Δυστυχώς, ούτε το μέλλον προμηνύεται ευοίωνο: στη νέα κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ), οι περιβαλλοντικές φιλοδοξίες για τον αμπελοοινικό τομέα παραμένουν περιορισμένες. Στο παρελθόν, το ΕΕΣ είχε εισηγηθεί οι ενισχύσεις προς τους γεωργούς —συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καταβάλλονται στους αμπελοκαλλιεργητές— να συνδέονται ρητά με περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Ωστόσο, υπό τη νέα ΚΓΠ, η χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης δεν εξαρτάται πλέον από τέτοιους όρους. Επίσης, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον το 5 % των κονδυλίων που προορίζονται για τον αμπελοοινικό τομέα σε δράσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα. Το ΕΕΣ θεωρεί το ποσοστό αυτό μάλλον χαμηλό, αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο μιας περισσότερο οικολογικής ΚΓΠ, το 40 % του συνόλου των γεωργικών δαπανών αναμένεται να εξυπηρετεί την επίτευξη στόχων που σχετίζονται με το κλίμα.

Επιτυχημένη δεν είναι η εν λόγω πολιτική της ΕΕ ούτε όσον αφορά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αμπελοκαλλιεργητών. Στις πέντε χώρες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι, τα σχετικά έργα χρηματοδοτούνται ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ή τις φιλοδοξίες τους και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας. Χρηματοδοτούνται επίσης μη διαρθρωτικές αλλαγές ή συνήθεις ανανεώσεις αμπελώνων, παρόλο που οι δράσεις αυτές δεν είναι επιλέξιμες. Επίσης, οι δικαιούχοι δεν υποχρεούνται να αναφέρουν στοιχεία σχετικά με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους χάρη στην αναδιάρθρωση. Επιπλέον, ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε τα κράτη μέλη αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο τα έργα που λαμβάνουν στήριξη συμβάλλουν πράγματι στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αμπελοκαλλιεργητών.

Το ίδιο ισχύει και για το καθεστώς αδειοδότησης φύτευσης. Πρώτον, το μέγιστο ποσοστό ετήσιας αύξησης κατά 1 % προτάθηκε και εγκρίθηκε χωρίς καμία αιτιολόγηση ή ανάλυση της ορθότητας ή της συνάφειάς του. Δεύτερον, κατά τη χορήγηση των εν λόγω αδειών, ελάχιστα από τα εφαρμοζόμενα κριτήρια επιλεξιμότητας και προτεραιότητας αφορούν την ανταγωνιστικότητα.

Γενικές πληροφορίες

Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εξαγωγέας οίνου παγκοσμίως. Το 2020, στην ΕΕ υπήρχαν 2,2 εκατομμύρια αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις και οι αμπελώνες κάλυπταν περίπου το 2 % των καλλιεργούμενων γεωργικών εκτάσεων. Περί το 80 % του οίνου που παράγεται στην ΕΕ προέρχεται από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία.

Οι αμπελοκαλλιεργητές και οι οινοποιοί είναι επιλέξιμοι για χρηματοδοτική στήριξη στο πλαίσιο της ΚΓΠ. Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να λαμβάνει τη μορφή ειδικής στήριξης στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς του οίνου (κυρίως μέσω εθνικών προγραμμάτων στήριξης), αλλά και μέσω άμεσων ενισχύσεων, στήριξης μέτρων αγροτικής ανάπτυξης ή/και οριζόντιων μέτρων προώθησης.

Η ειδική έκθεση 23/2023 του ΕΕΣ, με τίτλο «Αναδιάρθρωση και φύτευση αμπελώνων στην ΕΕ - Ασαφής ο αντίκτυπος στην ανταγωνιστικότητα και περιορισμένη περιβαλλοντική φιλοδοξία», είναι διαθέσιμη σε 23 γλώσσες της ΕΕ στον ιστότοπο του ΕΕΣ.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ