O Γ. Ανεμογιάννης, το Ηράκλειο των παιδικών του χρόνων και οι ταυτόχρονες σπουδές!

Αποσπάσματα συνέντευξης του σπουδαίου σκηνογράφου και ενδυματολόγου


Με αφορμή την αναδρομική έκθεση  για το Γιώργο Ανεμογιάννη με τίτλο "Διαδρομή στο χρώμα και στο όνειρο", που παρουσιάζεται μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στο Ηράκλειο, με πρωτοβουλία του Μουσείου Καζαντζάκη, το Cretalive εξασφάλισε και παρουσιάζει αποσπάσματα από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο σπουδαίος Κρητικός  σκηνογράφος και ενδυματολόγος στη Ντιάνα Μανουρά, φιλόλογο και παραγωγό λόγου της ΕΡΑ Ηρακλείου, τον Οκτώβριο του 1996, για την εκπομπή της «Η Κρητική Ματιά». 

Μεταξύ άλλων ο Γ. Ανεμογιάννης μίλησε τότε για την πρώτη του επαφή με το θέατρο, στη γενέτειρά του το Ηράκλειο, για τους γονείς του αλλά και τις ταυτόχρονες σπουδές του σε δύο σχολές στη Βιέννη!


Απόσπασμα της συνέντευξης:

Ντιάνα Μανουρά: Κύριε Ανεμογιάννη, η παράδοση, λέτε ο ίδιος στο βιβλίο σας Θεατρική Περιπέτεια, θέλει το ξεκίνημα ενός καλλιτέχνη να γίνεται στα παιδικά του χρόνια. Θα θέλατε να ξεκινήσουμε κι εμείς από τα παιδικά σας χρόνια, μήπως βρούμε εκεί τις ρίζες της καλλιτεχνικής σας πορείας;

 Γιώργος Ανεμογιάννης: Αν πάτε πάρα πολύ πίσω – ας ξεκινήσουμε…

 ΝΜ: Λοιπόν, γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Ηράκλειο… Το σπίτι σας ήταν στην 25ης Αυγούστου;

 ΓΑ: Είναι στην 25ης Αυγούστου.

 ΝΜ: Σ’ ένα περιβάλλον, οπωσδήποτε, καλαίσθητο. Ο δρόμος αυτός ήταν και είναι ο ωραιότερος της πόλης. Πόσο επηρέασε το περιβάλλον σας την αισθητική σας;

 ΓΑ: Αν πιστέψομε τους παιδαγωγούς, που λένε ότι ο άνθρωπος διαμορφώνεται από όσα έχει δει, διδαχθεί και ζήσει έως τα 15 του χρόνια, θα πρέπει πολλά να έχω πάρει από τα χρόνια εκείνα και από το περιβάλλον εκείνο.

 ΝΜ: Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πιο συγκεκριμένα. Κι ας αρχίσουμε από τους γονείς.

 ΓΑ: Η μητέρα μου ήταν πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, δεν είχε σπουδάσει, δεν ήταν λογία, είχε όμως μια έμφυτη καλαισθησία και μια έμφυτη αγάπη σε ό, τι είχε σχέση με την τέχνη, με τη ζωγραφική, με τα γράμματα γενικότερα – παρακολουθούσε τις εκθέσεις, τις νέες εκδόσεις, της άρεσε πολύ η ποίηση. Ήταν άνθρωπος με πολλαπλά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά. Ο πατέρας μου δεν μπορώ να πω ότι ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα αφοσιωμένος στην τέχνη, αλλά του άρεσε το ωραίο, του άρεσε να παρακολουθεί τις παραστάσεις στο θέατρο, του άρεσε να παρακολουθεί τις εκθέσεις. Οπωσδήποτε, ήταν ένας καλός πελάτης. Πάντα οι γονείς μου αγόραζαν από τους εγχώριους καλλιτέχνες και από εκείνους που έρχονταν από την Αθήνα. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο με πίνακες διαφόρων καλλιτεχνών.

 ΝΜ: Μιλήσατε και για παραστάσεις που γίνονταν εκείνα τα χρόνια.

 ΓΑ: Ναι, βέβαια.

 ΝΜ: Υπήρχε το θέατρο Πουλακάκη. Ποιοι θίασοι έρχονταν τότε;

 ΓΑ: Το θέατρο Πουλακάκη ήταν στις Τρεις Καμάρες. Κολακευόταν, μάλιστα, ο Πουλακάκης να λέει ότι ήταν αντίγραφο του «Folies Bergère» –  βεβαίως αντίγραφο δεν ήταν, ούτε καν το κακέκτυπο εκείνου του θεάτρου, αλλά ήταν το μόνο που υπήρχε τότε στο Ηράκλειο και εκεί έβρισκαν στέγη οι θίασοι που έρχονταν. Θίασοι πολλοί, και μουσικοί. Και το ελληνικό μελόδραμα θυμούμαι, με τον Αγγελόπουλο, τη Φλερύ και κάποιους άλλους τραγουδιστές που έδιδαν παραστάσεις όπερας. Και θίασοι πρόζας. Την Κυβέλη θυμούμαι πολύ, τη Μαρίκα Κοτοπούλη θυμούμαι πάρα πολύ, σε αξιόλογα έργα.

 ΝΜ: Οι Ηρακλειώτες παρακολουθούσαν τις παραστάσεις εκείνες;

 ΓΑ: Ναι, βέβαια, μετά μανίας. Μάλιστα, υπήρχαν και οι abonnés, οι λεγόμενοι συνδρομητές, που είχαν κλεισμένες τις θέσεις τους. Ο Πουλακάκης το ήξερε, γι’ αυτό και κάθε φορά που ερχόταν κάποιος θίασος φρόντιζε να εξασφαλίζει τις ίδιες θέσεις στους ίδιους πελάτες. Ήξερες ότι στην πρώτη σειρά θα συναντήσεις τον Βογιατζάκη, τον γιατρό, με τη γυναίκα του, τον Γερωνυμάκη, δεν θυμάμαι τώρα άλλα ονόματα, αλλά πάντως τους επιφανείς, ας πούμε, του Ηρακλείου.

 ΝΜ: Εσείς, σ’ εκείνες τις παραστάσεις μήπως βρίσκετε τα πρώτα σπέρματα της αγάπης σας για τη σκηνογραφία;

 ΓΑ: Για τη σκηνογραφία δεν μπορώ να πω, γιατί σκηνογραφικά οι θίασοι δεν είχαν ενδιαφέρον. Οι θίασοι που έρχονταν δεν είχαν μαζί τους σκηνογραφίες, έστω και αυτές τις λίγες που φέρνουν οι σημερινοί θίασοι μαζί τους. Πρέπει να πω, γενικότερα, ότι εκείνο τον καιρό οι θίασοι, και στην Αθήνα, ήταν εφοδιασμένοι με τριών ειδών σκηνικά. Ήτανε το σαλόνι «ρούστικο», το απλό, το χωριάτικο, αν θέλετε, ήτανε το πολυτελές, το «ροκοκό» που λέγανε, με κάποια κοσμήματα και διακοσμήσεις φανταχτερές, και το «ύπαιθρον», το υπαίθριο σκηνικό, ένας κήπος που γινότανε και πάρκο και εξοχή και ελληνικό τοπίο, ό, τι θέλετε. Λοιπόν, ερχότανε ο υπεύθυνος που έστηνε το σκηνικό στη σκηνή για την παράσταση και ρωτούσε – την Κοτοπούλη, ας πούμε: « Κυρία Μαρίκα, τι να βάλω;»

 « Βάλε το ρούστικο στην πρώτη πράξη, βάλε τον κήπο στην τρίτη.»

Λοιπόν, δεν είχαν σκηνογραφικό ενδιαφέρον οι παραστάσεις που παρακολουθούσα τότε. Βεβαίως, μου άρεσαν οι παραστάσεις, παρακολουθούσα πολύ την υπόκριση των ηθοποιών αλλά όχι τη σκηνογραφία. Η σκηνογραφία ήρθε λίγο αργότερα, όταν ο καθηγητής μου στο Γυμνάσιο, ο μακαρίτης ο Παντελής ο Βενέρης, μια μέρα μού είπε να σχεδιάσω κάποιο σκηνικό. Καλά- καλά δεν ήξερα τι είναι και πώς γίνεται. Μου εξήγησε, και μου ανέθεσε ως πρώτο έργο να διαβάσω τη Σαλώμη του Oscar Wilde και να κάνω μια κάποια μακέτα. Ούτε πώς γινόταν οι μακέτες ήξερα, τις οδηγίες μού τις έδωσε εκείνος. Βάσει αυτών των οδηγιών, κατασκεύασα κάτι που δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως υπόδειγμα σκηνογραφίας, πάντως ήτανε μια αρχή. Αυτό ήτανε το ξεκίνημα. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία» από τον Ξενόπουλο, και αυτό ήταν μια ενθάρρυνση για τα πρώτα μου βήματα. Από εκεί και ύστερα μού κόλλησε, φαίνεται, το μικρόβιο, γιατί, όταν λίγο αργότερα έφυγα για το εξωτερικό να κάνω εμπορικές σπουδές, όπως ήθελε ο πατέρας μου, ή χημεία, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις, τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντά του, εγώ βρέθηκα να εξετάζω ποιες σχολές σκηνογραφίας υπήρχαν τότε στη Βιέννη, όπου πήγα, για να αρχίσω να τις παρακολουθώ.

 ΝΜ:  Τελικά, επιλέξατε δύο σχολές της Βιέννης για να σπουδάσετε σκηνογραφία, και μάλιστα ταυτόχρονα. Πώς γινόταν αυτό;

 ΓΑ: Δεν εμπόδιζε η μία τη σπουδή της άλλης, γιατί η σχολή του Reinhardt είχε ώρες πρωινές και η σχολή του Πολυτεχνείου της Βιέννης είχε ώρες απογευματινές και νυχτερινές. Συνήθως τελειώναμε κατά τις 8 το βράδυ, εγώ όμως καθόμουνα, και με την ανοχή, αν θέλετε, του καθηγητή, μπορούσα να μείνω όση ώρα άντεχα προκειμένου να δοκιμάσω ή να φτιάξω κάτι. Η μόνη μου υποχρέωση ήταν φεύγοντας να κλειδώσω το εργαστήριο και να παραδώσω το κλειδί στον θυρωρό του μεγάρου στην έξοδο. Είχα ευνοηθεί πάρα πολύ, πρέπει να πω, δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο για κανέναν άλλο.

 ΝΜ: Η σκηνογραφία είχε ήδη προοδεύσει αρκετά στο εξωτερικό;

 ΓΑ: Ναι, βέβαια, πάρα πολύ, κι εγώ είχα εντυπωσιασθεί πολύ με αυτά που έβλεπα στα διάφορα θέατρα. Από εκεί μου έμεινε, μου κόλλησε, αν θέλετε, το γεγονός ότι η ροή της παραστάσεως δεν διακόπτεται από διαλείμματα περιττά, δηλαδή για να αλλάξω το σκηνικό από τη μια πράξη στην άλλη ή από τη μια εικόνα στην άλλη, δεν έκλεινε η αυλαία, όλα γίνονταν με το φως ή έστω στο ημίφως, αλλά πάντα με ανοικτή αυλαία, ούτως ώστε ο θεατής να μην δυσανασχετεί και να μην…

 ΝΜ: …γίνονται και άσκοπες καθυστερήσεις –

 ΓΑ: Ασφαλώς.

 ΝΜ: …κάτι που κάνατε κι εσείς από τα πρώτα βήματά σας.

 ΓΑ: Ναι, από τα πρώτα βήματά μου, και έγινε σχολή αυτό το πράγμα. …………………………………………………………………………………………..

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ