Η "ανεξάρτητη" Δικαιοσύνη

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

Ας αφεθεί ,λοιπόν, η Δικαιοσύνη, το πιο υγιές και ευαίσθητο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, ελεύθερη να τακτοποιήσει μόνη της και χωρίς έξωθεν επεμβάσεις τα του οίκου της, πράγμα που θα είναι προς όφελος όλων μας

του Γεωργίου Χ.Κουμάκη

 

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα –αλλά και  συχνά κατά το παρελθόν – για την περιβόητη και πολυθρύλυτη ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι κατά κύριο λόγο η αντιπολίτευση κατηγορεί την Κυβέρνηση ότι πολλές φορές προσπαθεί να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη, προκειμένου να αποσπάσει ευνοϊκές αποφάσεις ή τουλάχιστον να έχει την ανοχή της για τις τυχόν ατασθαλίες της. Πάμπολλα τέτοια παραδείγματα συμβαίνουν στις μέρες μας. 

Δεν είναι βέβαια σπάνιο και το φαινόμενο η αντιπολίτευση να κατηγορείται επίσης για επηρεασμό της Δικαιοσύνης. Από αυτά θα προσπαθήσω να αναφέρω ορισμένα μόνον περιστατικά. Πρόσφατα ο Πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για επηρεασμό,  διότι εξέφρασε την πεποίθησή του και οιονεί προανήγγειλε την απόφαση του ΣΤΕ ότι θα απορρίψει τις ενστάσεις για τη χορήγηση τεσσάρων μόνον τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας με αδιαφανείς και εν μέρει παράνομες διαδικασίες, αφού δεν ελέγχθηκε εξονυχιστικά για παράδειγμα το «πόθεν έσχες» των υπερθεματιστών. Ο Πρωθυπουργός διακήρυττε ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δήλωνε πρόθυμος να σεβαστεί και να εκτελέσει την όποια απόφαση του Δικαστηρίου, αν και  εκκρεμούν ακόμα από τον ίδιο ανεκτέλεστες αποφάσεις του ΣΤΕ, όπως π.χ. οι μισθοί των ενστόλων.

Βάσει νόμου η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου άσκησε δίωξη στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ή ίδια είχε δικαίωμα ψήφου. Η Πρόεδρος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατηγορηθεί κατά την άσκηση του καθήκοντός της, αφού ο νόμος της παρέχει όχι μόνον το δικαίωμα  αλλά και την υποχρέωση να ενεργήσει όπως εκείνη κρίνει προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Για τη δυσαρμονία όμως αυτήν του κοινού περί δικαίου αισθήματος και της υφιστάμενης πραγματικότητας αποκλειστικός υπεύθυνος είναι ο νομοθέτης , ο οποίος κακώς αποφάσισε ότι ο ενάγων μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δικαστής για την ίδια υπόθεση. 

Το πράγμα γίνεται ακόμα βαρύτερο και επαχθέστερο, όταν το πρόσωπο αυτό είναι ανώτατος δικαστικός λειτουργός, διότι αναπόφευκτα συμπαρασύρει στον κατήφορο τους υφισταμένους της, αφού μεταξύ τους υφίσταται σχέση εξάρτησης. Δεν είναι δυνατόν το ίδιο πρόσωπο να ασκεί δίωξη και να δικάζει ταυτόχρονα για το ίδιο πράγμα, διότι τότε η ψήφος του συγκεκριμένου αυτού δικαστή είναι δεδομένη και φανερή εκ των προτέρων, πράγμα που στη διαμόρφωση της ψήφου των υπόλοιπων δικαστών στο πλαίσιο της σύνθεσης του δικαστικού σώματος, που θα κρίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση. 

Το γεγονός όμως αυτό δεν είναι ένδειξη ευνομούμενου και πολιτισμένου κράτους, αλλά σημείο υπανάπτυκτης χώρας με σοβαρό έλλειμμα ευθύνης και δημοκρατικού αισθήματος. Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να έχει μόνον ο κατακτητής μιας χώρας, όπως συνέβη πρόσφατα με τη Γερμανική κατοχή, και  συμβαίνει γενικότερα στα ανελεύθερα και απολυταρχικά κράτη, τα οποία διέπονται και είναι εμποτισμένα από ακραιφνή πολιτικό ή θρησκευτικό φανατισμό. Αυτά λαμβάνουν χώρα  δηλαδή εκεί, όπου καταπατούνται και στραγκαλίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, φιμώνεται η ελεύθερη έκφραση , με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να γίνονται ανδράποδα και υποχείρια των ισχυρών, των αδίστακτων και των κομματικών μηχανισμών.

Τα ίδια και ακόμη χειρότερα μπορεί να σκεφτεί κανείς για τον νόμο που παρέχει το δικαίωμα στον Υπουργό Δικαιοσύνης   να ασκεί έφεση σε δικαστική απόφαση και αναπέμπει τη δίκη, όπως συνέβη πρόσφατα με τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας  Εφετών, ο οποίος με καταδικαστική απόφαση εξαιτίας του γεγονότος αυτού κατέστη έκπτωτος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να είναι υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές στο χώρο των δικαστηρίων. Αυτή καθαυτή η πράξη του Υπουργού, που προέβη στο διάβημα αυτό ενδέχεται να μην είναι καθόλου επιλήψιμη, αφού όφειλε στο πλαίσιο της νομιμότητας να ασκήσει τα καθήκοντά του όπως εκείνος έκρινε καλύτερα προς το συμφέρον της χώρας. Αντίθετα, ο νόμος που δίνει το δικαίωμα αυτό στον Υπουργό είναι το πρόβλημα, διότι έτσι η δικαιοσύνη καθίσταται υποχείρια και ανδράποδο της πολιτικής εξουσίας. Έχει επίσης καταγγελθεί πρόσφατα από μια εισαγγελέα ότι της ασκήθηκε πίεση από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης.

Μια άλλη περίπτωση  επηρεασμού της δικαστικής εξουσίας από την πολιτική είναι η πρόσφατη καταγγελία μιας βουλευτού της Νέας Δημοκρατίας στη Βουλή ότι η Κυβέρνηση εξαπέλυσε τα σκυλιά, δηλαδή τους εισαγγελείς, να ελέγξουν την επιχείρηση της συζύγου του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδας. 

Η βουλευτής δηλαδή θεώρησε ότι οι εισαγγελικοί λειτουργοί δεν ενήργησαν αυτόβουλα, αλλά υποκινήθηκαν από την Κυβέρνηση. Η υπονοούμενη αιτία, όπως αυτή προκύπτει από το παρασκήνιο, είναι ότι υπήρχε διαφωνία  για τη στελέχωση της μόνης μη συστημικής Τράπεζας Αττικής ανάμεσα στο  Διοικητή της ΤτΕ, (του μόνου αρμόδιου να επιληφθεί του θέματος αυτού) και τηςΚυβέρνησης. Υπάρχουν πολλές επίσης περιπτώσεις, κατά τις οποίες Κυβερνητικά στελέχη κατηγορούνται ότι ενήργησαν παράνομα και αντισυνταγματικά, όπως π.χ. με το ζήτημα παραχώρησης μόνον τεσσάρων  τηλεοπτικών αδειών και με αδιαφανείς διαδικασίες, αφού, όπως στελέχη της επιτροπής ομολογούν ότι δεν ελέγχτηκε επαρκώς  και σύμφωνα με τους κανονισμούς το «πόθεν έσχες» ή ότι κάποιος υποψήφιος ήταν όχι μόνον εκπρόθεσμος αλλά είχε και το ασυμβίβαστο να είναι υποψήφιος, διότι ήταν εργολάβος του Δημοσίου, ή ότι αντί  χρήματα  επικαλέστηκε βοσκοτόπια φίλου του, ενώ όφειλε να διαθέτει ρευστό χρήμα πριν από τον διαγωνισμό. Αντίθετα, όταν ο εκπρόσωπος ιδιωτικού σταθμού υπέβαλε ένσταση και ζήτησε να του δοθούν από την επιτροπή κάποια στοιχεία , αρνήθηκαν να του τα δώσουν.

 Όταν στη συνέχεια απείλησαν ότι θα έλθει ο εισαγγελέας προκειμένου να επιβάλει τη νομιμότητα και την τάξη, απάντησαν ότι είτε έλθουν οι εισαγγελείς είτε όχι, στοιχεία δεν δίδονται. Το γεγονός αυτό κάτω υπό ορισμένες συνθήκες θα μπορούσε να αποτελέσει περιφρόνηση και ασέβεια προς τις δικαστικές αρχές.

Μετά από αυτά μπορεί εύκολα κανείς να αναρωτηθεί γιατί τόσο συχνά και βάναυσα η δικαιοσύνη μπαίνει στο στόχαστρο παρά το αδέκαστο και την αξιοθαύμαστη ευσυνειδησία του συνόλου σχεδόν των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Η κατηγορία είναι συγκεκριμένη ότι δηλαδή χαρίζεται και ενδίδει στις εκάστοτε Κυβερνητικές ορέξεις. Πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν τα αίτια αυτής της κατηγορίας, έστω και αν αυτή είναι εντελώς φανταστική και ανυπόστατη. Έχω τη γνώμη ότι δεν θα βρισκόταν κανείς μακριά από την αλήθεια, αν έλεγε ότι το μεγάλο αγκάθι, που είναι και το  «μήλον της έριδος» είναι ο διορισμός από την Κυβέρνηση των ταγών , δηλαδή του προέδρου και του εισαγγελέως των ανωτάτων δικαστηρίων της ελληνικής επικράτειας. Το γεγονός αυτό είναι νομίζω ο κύριος παράγων , εξαιτίας του οποίου δημιουργούνται εύλογες υποψίες ή καχυποψίες για ενδεχόμενο δεκασμό της Δικαιοσύνης, επειδή αυτό συνεπάγεται εξάρτηση των δικαστών από την πολιτική εξουσία. Οι ανώτατοι αυτοί δικαστικοί λειτουργοί επηρεάζουν αναπόφευκτα τους υφισταμένους τους και συντελείται υποτέλεια.

Για να κατανοήσει κανείς σε βάθος τι σημαίνει η διάταξη αυτή του διορισμού από την Κυβέρνηση, αρκεί να αναπολήσει  τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας, κατά την οποία οι Πρυτάνεις των Πανεπιστημίων δεν εκλέγονταν όπως σήμερα από το προσωπικό του κάθε Πανεπιστημίου, αλλά διορίζονταν από τη χούντα. Όσοι έζησαν τις ζοφερές  και σκοτεινές εκείνες μέρες μπορούν να παρομοιάσουν την αλλοπρόσαλη και ανελεύθερη εκείνη περίοδο με αυτά που εννοούνται  στον στίχο του εθνικού μας ποιητή : «Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Τότε δεν υπήρχε ελευθερία στα Πανεπιστήμια, αφού όλοι τελούσαμε σε αναμονή των Κυβερνητικών εντολών με ανύπαρκτο συνδικαλισμό, αφού είχε απαγορευθεί. Όσοι λοιπόν κόπτονται υπέρ της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ας κινήσουν τα νήματα  για συνταγματική αλλαγή διορισμού της κεφαλής της Δικαιοσύνης με άλλο ποιο δημοκρατικό τρόπο, αν δεν επιθυμούν να εκρήγνυνται κάθε τόσο από θυμό ή να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα.

Γιατί όμως ο διορισμός των ταγών της δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση εμποδίζει αποφασιστικά την ανεξαρτησία της; Αυτό μάλλον συμβαίνει, επειδή η εξάρτηση, που δημιουργείται, αφορά μόνον μια μερίδα του ελληνικού λαού ( εκείνη του κυβερνώντος κόμματος) και όχι ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, την οποία αυτή οφείλει ανιδιοτελώς, ακριβοδίκαια και χωρίς σκοπιμότητες να υπηρετεί. Με τον τρόπο αυτόν εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη του λαού προς τους θεσμούς, προάγεται το κοινό συμφέρον, ενισχύεται η κοινωνική συνοχή, αναπτύσσεται η ευμάρεια , ενώ προστατεύεται το δημοκρατικό φρόνημα. 

Η πολυφωνία, η ανοχή, και ο σεβασμός της γνώμης του άλλου αποτελούν την κρηπίδα και το βάθρο της δημοκρατίας. Όταν λείπουν τα εχέγγυα αυτά, ο άνθρωπος υποδουλώνεται και η προσωπικότητά του ταπεινώνεται και ευτελίζεται. Δεν πρέπει να τίθεται ως κριτήριο της αλήθειας το κομματικό συμφέρον, διότι τότε η κοινωνία διασπάται , ενώ δημιουργείται καχυποψία και εχθρικό περιβάλλον. Με βάση την αρχή αυτήν του κομματικού και εθνικού συμφέροντος μίλησε ο  Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, όταν είπε για τη σύνοδο των Πρωθυπουργών της νότιας Ευρώπης πρόσφατα στην Αθήνα ότι σπάνια από σοσιαλιστές μπορεί να προκύψει κάτι καλό. 

Ας αφεθεί ,λοιπόν, η Δικαιοσύνη, το πιο υγιές και ευαίσθητο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, ελεύθερη να τακτοποιήσει μόνη της και χωρίς έξωθεν επεμβάσεις τα του οίκου της, πράγμα που θα είναι προς όφελος όλων μας. Αρκούν οι απειλές που δέχονται κατά καιρούς από περιθωριακά και εγκληματικά στοιχεία ή διαπλεκόμενα συμφέροντα. Οι δικαστές και εισαγγελείς το οχυρό της δημοκρατίας, δεν είναι άξιοι τέτοιας μεταχείρισης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ