ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Φουρνή Μεραμβέλλου μέσα από τα υδατοχρώματα ενός παιδιού της με ράσα, του Μιχάλη Πατεράκη
Τα κείμενα και τα σχέδιά του ήταν όλα χειρόγραφα, για να γίνουν συλλογή εκείνων που αγαπούνε το ωραίο, για να αποτελέσουν στόλισμα της βιβλιοθήκης του κάθε «πιστού» της τέχνης.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Όπου να ’ναι, περατώνεται η διαδικασία της έγκρισης ενός ανθρώπου δημιουργού να επανέλθει στη ζωή. Η ουσία, όταν μιλάμε, θέλει λίγες λέξεις. Και τις είπαμε ήδη. Η επίσημη περιγραφή της διαδικασίας αυτής της έγκρισης περιέχει περισσότερες λέξεις: «Χορήγηση άδειας στέγασης τμήματος της κλειστής συλλογής του Αρχείου του αείμνηστου Πατρός Μιχαήλ Εμμ. Πατεράκη στο Ενοριακό Γραφείο της Φουρνής».
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Γιάννη Κωνσταντίνου Δρακωνάκη, κατοίκου της ηλεκτρονικής Φουρνής, σε πρόταση που έχει υποβάλλει με τον σύγχρονο τρόπο της εποχής μας, αλλά με θέμα της μια αλλοτινή εποχή - και με αποδέκτες τις δυο κόρες του καλλιτέχνη ιερέα Ελπίδα και Μαρία Πατεράκη, τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ.Ευγένιο, τον μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Γεράσιμο, τον δήμαρχο Αγίου Νκολάου Εμμανουήλ Γεωργίου Μενεγάκη, τον πρόεδρο της κοινότητας Φουρνής Εμμανουήλ Στυλιανού Μπουραντά, στα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Άννα Τσαγκαράκη και Μιχάλη Εμμανουήλ Φιορέντζη και στον πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Φουρνής Νικόλαο Εμμανουήλ Φουντουλάκη. Όλους τους, όπως είπαμε, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η τυπική αυτή αίτηση είναι στην πραγματικότητα αίτημα όλων των Φουρνιωτών και απομένει η έγκριση και η ουσιαστική εφαρμογή της. Η «κλειστή συλλογή» θα γίνει έτσι ανοιχτή στην περισυλλογή του καθενός πλέον που θα την επισκέπτεται, όχι σαν αρχείο, αλλά σαν καλλιτεχνική έκθεση μιας προσωπικότητας της πρόσφατης Φουρνής. Η λέξη «επίσκεψη» θα κοπεί στα δύο και θα σημαίνει «σκέψη επί - παντός επιστητού» με τη δυνατότητα που δίνει η δημιουργία. Και σ’ αυτή την περίπτωση, του Μιχάλη Πατεράκη.
Τα κείμενα και τα σχέδιά του ήταν όλα χειρόγραφα (δηλαδή γραμμένα και σχεδιασμένα από τον ίδιο και όχι αποτυπώσεις της σημερινής έντυπης ευκολίας), για να γίνουν συλλογή εκείνων που αγαπούνε το ωραίο, για να αποτελέσουν στόλισμα της βιβλιοθήκης του κάθε «πιστού» της τέχνης. Με ιδιαίτερη αγάπη στην ποίηση και γενικά στη λογοτεχνία - τα παιδικά του διηγήματα, τις μελέτες, τις ομιλίες, τα αφιερώματα, τις αναλύσεις του, τις έρευνές του και τις ζωγραφιές του, είχε την ικανότητα όλα τους να τα ενώνει και να τα χαρίζει απλόχερα στον κόσμο - που ήθελε να ομορφαίνει μέσα κι έξω.
«Κάποτε» έλεγε «μας κουράζει η ζωή. Και πιο πολύ οι ανθρώπινες σχέσεις, που έχουν φτάσει στο σημείο της τυπικότητας. Αν κοιτάξεις γύρω σου, θα διαπιστώσεις πως ο άνθρωπος κάθε άλλο παρά ενδιαφέρεται για ό,τι καλό υπάρχει μέσα στη Φύση και στο Πνεύμα. Έγινε φοβερός υλιστής. Και προπάντων, έπαψε να βλέπει μακριά, όπως γινόταν σε άλλες εποχές. Αναρωτιέται κανείς εάν αυτό, το πιο ωραίο πλάσμα στη Φύση που λέμε ότι όμοια πλάστηκε με το Θεό, τού μέλλονταν να καταντήσει σ’ αυτό το σημείο, ακολουθώντας μόνο τις ορέξεις των ενστίκτων του… Σήμερα μιλάνε «για αλλοτρίωση του ανθρώπου» οι διανοούμενοι και «για κοντοφθαλμισμό». Καιρός για σκέψεις δεν υπάρχει και αρνήθηκε ο άνθρωπος τον καιρό του στοχασμού. Δεν στοχάζεται πιά έστω και για λίγο, έπαψε να είναι ονειροπόλος. Δεν του πέρασε απ’ τον νου πως ο στοχασμός δίδει φτερά στο πνεύμα και τη δύναμη στον καθένα να νιώσει πως ζει».
Τί διαφορά έχει η ιδιαίτερη πατρίδα του από τις πατρίδες των άλλων; Διαβάζουμε κάπου την απάντησή του στα λόγια του: «Στη Φουρνή χωράει ο κάθε επισκέπτης. Υπάρχει χώρος για τον ανήσυχο και τιμάται η απλότητα. Ο τόπος είναι γεμάτος μνημεία. Είναι το έρμα στο καράβι της προσωπικής μας ύπαρξης, για να το κρατά σε ισορροπία στις φουρτούνες των καιρών. Τόπος δοκιμασμένος, έζησε ήσυχες εποχές μα και ταραγμένες, κι όταν κινδύνεψε, βασανίστηκε και πόνεσε. Δε ζήτησε την περιπέτεια. Την αξιοπρέπειά του ήθελε να προφυλάξει. Η φουρνιώτικη γη δεν κολακεύει τον επισκέπτη, του δείχνει όμως επιδεικτικά ό,τι έχει από την ιστορία της. Αυτή είναι το βαθύ, το πιο αληθινό είναι μας. Κι όλοι εμείς, αυτήν ψάχνουμε συνέχεια παντού, όπου κι αν είμαστε. Τα χαρακώματα της παράδοσης, που οι πρόγονοί μας τα κράτησαν με κάθε θυσία, δεν έμειναν άδεια. Τα κρατάμε εμείς και τα παιδιά της Φουρνής, που δεν έχουν διάθεση να σκύψουν τον αυχένα τους στις γλυκοφωνές των σύγχρονων σειρήνων. Ελπίζουμε πως, με τον καιρό, θα εγκεντριστούν κι αυτά σαν νέα βλαστάρια στο δέντρο που ανήκουν. Στη Φουρνή και στην παράδοσή της.
Για τα χειρόγραφα καλλιγραφίας ιερών κειμένων έγραφε: «Είναι μια προσπάθεια ανιστόρησης της δόξας και τιμής των παλαιών αντιγραφέων των ιερών δέλτων της Αγιοτάτης Εκκλησίας μας. Είναι μια ιερή τέχνη που ασκήθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση και προπάντων με ιώβεια υπομονή. Υψηλή αίσθηση του ωραίου και καλλιτεχνικό ταλέντο χρειάζεται αυτή η δουλειά. Προσφορά στη λατρεία του Θεού μας, οσμή ευωδίας πνευματικής, θυμίαμα εύοσμο. Σήμερα, που αυτή η τέχνη του καλλιγράφου σπανίζει, μπορεί να ομιλεί κανείς για επαινετές προσπάθειες όσων γράφουν ώρες ατελείωτες με άκρα επιμέλεια και με υψηλό καλλιτεχνικό αισθητήριο. Έτσι γίνεται ένας ωραίος συγκερασμός παράδοσης και τεχνικής προόδου, αφού δεν υπάρχει ο συνδυασμός παράδοσης και κάλλους. Όλα όσα γράφονται γι’ αυτή την τέχνη, δεν είναι ουτοπικά ή ρομαντικά και μόνο όταν έρθει κανείς σε επαφή και διαβάσει ένα χειρόγραφο, θα διαπιστώσει την ομορφιά που λείπει από τον κόσμο σήμερα, σε μια εποχή κενή από όλες τις απόψεις. Η ατομικότητα και το ανεπανάληπτο έχουν τον κύριο λόγο. Όσοι ασχολούμαστε με αυτό το αντικείμενο, θα έλεγα ποτέ να μην πάψουν να καλλιεργούν και να ασκούν το πνευματικό εργόχειρο του αντιγραφέα».
Αγαπούσε τις παλιές ιστορίες από την πολυβασανισμένη ψυχή της Κρήτης, αναζητώντας χαμένες πια μορφές ανθρώπων που έφυγαν, άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής τους με περισσή αγάπη στις ιστορίες τους και τη Λαογραφία του τόπου. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Έψαξα στο πρόσωπο βαθιά του νησιού, το σακατεμένο από τους πολύχρονους αγώνες για λευτεριά, στις μινωικές και βυζαντινές μνήμες και στις ανάκατες από μαρτυρίες της Τούρκικης και της Βενετσιάνικης οδυνηρής εμπειρίας. Μύρισα τον αέρα του, που είναι γεμάτος δυνατές παρουσίες, θρύλους και παραδόσεις - που η ανθρώπινη λογική μάταια πασχίζει να υποτάξει στους συμβατικούς νόμους της. Το να μιλάει κανείς σήμερα για την Παράδοση θεωρείται αναχρονισμός και μάλιστα χαμένος χρόνος. Απ’ ό,τι βλέπουμε το μέλλον είναι αμφίβολο και ίσως βρεθούμε, από τη μια στιγμή στην άλλη, ξένοι στον τόπο μας. Η Λαϊκή Τέχνη, με όλα της τα παράγωγα, έχει ξεχωριστή θέση στο νησί μας. Αναπτύχθηκε κυρίως στα χρόνια των κατακτήσεων, κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Είναι η τέχνη που ξεπήδησε σαν μια ανάγκη έκφρασης της λαϊκής ψυχής. Οι εντελώς ξεχωριστές εθνικές και βιοτικές συνθήκες δημιούργησαν μια τέτοια ψυχολογία στο λαό μας - που ζούσε έχοντας στη θύμησή του μια πατρίδα δοξασμένη, νοσταλγώντας παλιές καλές μέρες, όμως πονούσε που ζούσε κάτω από απαίσια υποδούλωση. Η φυσική, πνευματική και καλλιτεχνική ανησυχία βρήκε την έκφρασή της στο δημοτικό τραγούδι, στο χορό και στο όργανο, στον πηλό, στο υφάδι, στο κέντημα του ξύλου, στα πέτρινα ανάγλυφα και σε ό,τι άλλο μπορούσε να δουλέψει ο άνθρωπος της εποχής.
Οι εποχές έγιναν τόσο δύσκολες, οι αξίες και τα ιδανικά ξέπεσαν και έχασαν το περιεχόμενό τους. Έγιναν θεωρίες και ιδεολογίες στριμωγμένες μέσα στις γραμμές κάποιων συγγραφικών έργων. Εποχές άδεις απ’ όλα. Πιότερο από κάθε άλλη φορά η ανάγκη επιβάλλει επιστροφή στην Παράδοση, επιστροφή εκεί που ανήκουμε. Κοντά στις ρίζες μας. Πρέπει να βιώσει κανείς την Παράδοση μέσα στα ιδανικά τις αξίες που μας προσφέρει. Εκείνη μόνο δίνει. Κι όσο περισσότερο δίνει, τόσα περισσότερα πλούτη εναποθέτει μέσα μας. Είναι η ταυτότητα του λαού μας, που χωρίς εκείνη θα είμαστε τίποτα. Το Προζύμι, που τόσα χρόνια τώρα το χρησιμοποιούμε και εκείνο μεγαλώνει, χωρίς να χαθεί στις καταιγίδες μέσα και στα κάθε λογής ιδεολογικά ρεύματα που προσπαθούν γενική διάβρωση. Πολλοί νομίζουν ότι η Παράδοση δεν είναι πρόοδος και ο τόπος δεν πάει μπροστά. Ο υπερήφανος και εγωιστής άνθρωπος νομίζει ότι χάνεται η προσωπικότητά του και πως, χωρίς αυτήν, θα γίνει ελεύθερος και πρωτότυπος. Η Παράδοση όμως δυναμώνει και τονώνει χαρακτήρα και προσωπικότητα. Πρέπει να συνεχίσουμε να σεβόμαστε και ν’ αγαπούμε την Παράδοση. Είναι για όλους μας ο κρίκος του σημερινού ανθρώπου με τους προγόνους του, τον Όμηρο και τον Οδυσσέα. Χωρίς αγαθά μπορεί να επιζήσει ένας λαός. Χωρίς όμως την Παράδοση, ούτε στιγμή και που χωρίς αυτήν θα είμαστε ταξιδιώτες χωρίς ταυτότητα. Σήμερα οι άνθρωποι είναι πλούσιοι, μα πολύ δυστυχισμένοι.
Πριν οι «προπονητές της ζωής» κάνουν την εμφάνισή τους και οι τυποποιημένες συμβουλές γίνουν της μόδας και τα βιβλία αυτογνωσίας «best seller» και «must have», ο παπά Μιχάλης έγραφε στους Στοχασμούς του, στην ηλικία των σαράντα, τα εξής: «Το κάθε τι στον κόσμο τούτο έχει τέλος. Το μικρό λουλούδι που ανθίζει την άνοιξη σκορπά την ευωδιά του γύρω. Το μικρό ζουζούνι που αγωνίζεται να ζήσει μέσα στον κόσμο το μεγάλο της φύσης. Ν’ αγαπάς τη βροχή του φθινοπώρου που σου χτυπά τα τζάμια, την άγρια ομορφιά της νύχτας με τ’ αστραπόβροντα. Τα πρωινά, όλα τα πρωινά που σου δίνουν την ευκαιρία να ξαναδείς τον εαυτό σου, κάθε ξύπνημα και κάτι καινούριο, κάτι σαν μια ανακάλυψη. Καινούρια μέρα, πολλές ελπίδες κι όνειρα. Όποια κι αν έχεις ηλικία, δες τη ζωή όπως πρέπει κι όπως σου ταιριάζει. Η ομορφιά βρίσκεται στα μικρά κι απλά κι ασήμαντα του κόσμου. Μην ψάχνεις να βρεις πέρα από σένα κείνο που νομίζεις πως θα σου φέρει τη χαρά. Είναι τόσο κοντά σου, τόσο γύρω σου. Ν’ αγαπάς το κάθε λιόγερμα, τις δροσοστάλες της αυγής που κρατάνε τόσο λίγο. Κυρίως να ονειροπολείς! Ποτέ μην προσπαθείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Τη μέσα ομορφιά σου να στολίζεις».
Αυτός ήταν ο ιερέας Μιχάλης Πατεράκης, που η εικαστική του δουλειά και τα γραφόμενά του θα εκτεθούν στεγασμένα για λίγο για πολύ κι απ’ ότι φαίνεται για πάντα στο ενοριακό γραφείο της Φουρνής. Δημιουργήματα, όταν ο ίδιος στόλιζε τη μέσα ομορφιά του.