Η γέννηση του Άη Βασίλη

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

"Είναι μια διεθνής λαογραφική μορφή. Μπορεί να έχει καταντήσει καρικατούρα του εμπορίου και της αστικοποίησης, αλλά κανείς δεν ξεχνάει ότι είναι θρύλος της παιδικότητάς μας"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 Σε αλλοτινές εποχές, το μεγαλείο μιας γιορτής ήταν η προσμονή της. Περιμέναμε τον Άη Βασίλη. Ξέραμε από πριν ότι δεν θα τον δούμε, γιατί, όταν θα ερχόταν, εμείς θα κοιμόμασταν. Όμως, όταν θα ξυπνούσαμε, το δώρο του θα ήταν δίπλα μας. Είμασταν σίγουροι ότι ο Άη Βασίλης υπάρχει, αφού βλέπαμε και είχαμε στα χέρια μας την απόδειξη ότι είχε έρθει.

      Ο νέος χρόνος όμως έγινε κι άλλα περισσότερα νέα χρόνια. Μαζί τους όλα ξεπρόβαλαν αλλιώτικα, γιατί απλώς είχα μεγαλώσει. Ο Άη Βασίλης ήταν ένας ανθρωπάκος της φαντασίας που δεν μου έλεγε τώρα τίποτα πιά. Αλλά εξακολουθούσα, μέσα στις Πρωτοχρονιές, να μην ξέρω τίποτα γι’ αυτόν: Ούτε για την ιστορία του, ούτε για το πώς εξελίχθηκε σαν σύμβολο, ούτε για τη ζωή του όταν ήταν κάποιος άνθρωπος υπαρκτός. Τα πορτραίτα του βγαίνανε βιαστικές καρικατούρες - που τις πλημμύριζε το κόκκινο χρώμα και τόνιζαν την παχυσαρκία του. 

      Αλλά τί είναι ένας τέτοιος παράξενος άγιος, που δείχνει ότι του αρέσει να μη μένει ξεστόλιστη η άδεια κουρασμένη καρδιά μας;  Θέλησα να ξαναβρώ τον Άη Βασίλη. Λένε πως, όταν έχει περάσει η παιδική ηλικία, η φιλοδοξία αυτή δεν είναι εύκολη υπόθεση.

      Πάντως, όπου και να πάμε, στο τέλος του ταξιδιού μας οι βαλίτσες μας θα ζυγίζουν βαριά, όπως ο σάκος του. Γιατί θα έχουν, μέσα σ’ αυτές, τους ίδιους θησαυρούς: Αυτά που ονειρευτήκαμε, αυτά που βρήκαμε και που κάναμε εμείς οι ίδιοι δώρα στον εαυτό μας. Και, το πιο πολύτιμο, που στο δίνουν μόνο οι άλλοι: Τη χαρά.

      Η περιπλάνηση για τον πιο αγαπημένο άγιο της παιδικής μας ηλικίας γίνεται στο παντού και δεν σταματάει πουθενά. Από τη Μικρά Ασία, τον τόπο της καταγωγής του, μέχρι τον Βόρειο Πόλο, από το ιστιοφόρο που τον φέρνει στον Νέο Κόσμο μέσα στο αυστραλιανό καλοκαίρι έως στις βαθιές πολυθρόνες στις βιτρίνες των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Πάνω απ’ όλα, όμως, βρίσκεται μέσα στις καρδιές των παιδιών όλου του Κόσμου. Είναι ο δικός τους άγιος, ένας άγιος παιχνιδιάρης και κυρίως γελαστός, που δεν μοιράζει μόνο παιχνίδια σαν τον πατέρα ή την μητέρα, αλλά κάτι παραπάνω, που είναι η ανεξερεύνητη ελπίδα της παιδικής ψυχής. Είναι ένας άγιος που ξέρει θαυματουργά να εκπληρώνει τις μύχιες επιθυμίες του παιδιού, και μόνο αυτού. Ακόμη και του μεγάλου παιδιού - που έχει γεράσει διαφυλάγοντας την μαγεία του.

      Ποιός είναι λοιπόν ο περίεργος αυτός άγιος, που τον άρπαξαν κυριολεκτικά οι άνθρωποι από εκείνο τον παλιό επισκοπικό του θρόνο, τον ξαναζωντάνεψαν και τον φέρνουν στο σπίτι για να παίξουν μαζί του «Όνειρο ή Πραγματικότητα»; 

      Για να κάνουμε μια σωστή αρχή, ο Άη Βασίλης που λέμε δεν έχει καμιά σχέση με τον Άγιο Βασίλειο που νομίζουμε. Όχι μόνο εμφανισιακά, αλλά και…ονομαστικά. Ο Άη Βασίλης του γιορτινού μας θρύλου είναι ο μεταλλαγμένος από τους Αμερικανούς Άγιος Νικόλαος, ο άλλος κορυφαίος μας άγιος της Μικράς Ασίας, ο επίσκοπος των Μύρων, που εμείς τον έχουμε παραδοσιακά καθιερώσει προστάτη των ναυτικών! Μα πείτε μου, πώς συμβαίνει αυτό; 

      Ήτανε πριν χίλια χρόνια, τότε στο1087, όταν Βενετσιάνοι έμποροι έσπασαν τον τάφο του Αγίου Νικολάου στα Μύρα. Πήραν και μετέφεραν τα οστά του στην Ιταλία. Από τότε, μέχρι σήμερα, βρίσκονται στο Μπάρι. Ενώ όμως έκαναν αυτό το κακό της ανίερης αρπαγής στη Χριστιανική Ανατολή, έκαναν καλό στη φήμη του ίδιου του Αγίου Νικολάου - αφού έτσι διαδόθηκε με τεθλασμένο τρόπο στη Χριστιανική Δύση. Θυμίζω, για παράδειγμα, το όνομα του Μακιαβέλι, που ήταν Νικολό. Οι Σλάβοι τον είπαν Κόλια, οι Ολλανδοί Κλάας, οι Άγγλοι Νίκολας και Νικ. Μετά, λέγοντάς τον Νικολάους ή Σάντα Κλάους, πέρασε στην Αμερική.

      Πολύ αργότερα, το 1821, όταν εμείς αγωνιζόμασταν για την ελευθερία μας, έμελλε να γεννηθεί ο Άη Βασίλης - σαν Σαιντ Νίκολας. Ο τόπος της γέννησής του ήταν στη Νέα Υόρκη, στην παλιά αποικία των Ολλανδών - που τώρα όλοι μιλούσαν αγγλικά, παρόλο που εδώ και πενήντα χρόνια είχαν απελευθερωθεί από τους Άγγλους και ζούσαν τις πρώτες εμπειρίες τους σαν Αμερικανοί. Έτσι, σ’ εκείνο το γόνιμο ελεύθερο πνεύμα της εποχής τους, γεννήθηκε και ο Άη Βασίλης μέσα σε ένα τυχαίο στιχούργημα. Ήταν στο τέλος της χρονιάς και ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και όχι Παραμονή Πρωτοχρονιάς που έχουμε καθιερώσει τη εμφάνισή του εμείς στα μέρη μας. Και αναφερόταν στο στιχούργημα εκείνο σαν Άγιος Νικόλαος μόνο στο όνομα. Όλα τα άλλα ήταν πρωτόγνωρα και διαφορετικά, μέσα στη μαγεία της δημιουργικής στιγμής. 

 

 

      Η σημερινή μορφή του Άη Βασίλη εμφανίστηκε για πρώτη φορά μες στο ποίημα «A Visit from St. Nicholas» («Μια επίσκεψη από τον Άη Νικόλα») που επίσημα δημοσιεύτηκε το 1823. Δημιουργός του ήταν ένας καθηγητής Ελληνικών και Λατινικών, ο Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ. Για να διασκεδάσει τα παιδιά του, επειδή ήταν βράδυ Παραμονής Χριστουγέννων, σκάρωσε αυτό το στιχούργημα και μετά το απήγγειλε. Άρχιζε έτσι: «'Twas the night before Christmas, when all through the house | not a creature was stirring, not even a mouse». Μεταφράζοντάς το με δικές μου λέξεις, η έμμετρη αφήγησή του ξεκινούσε ως εξής: «Το βράδυ πριν τα Χριστούγεννα ήταν - Σ’ όλο το σπίτι | τίποτα πια δεν σάλευε, ούτε καν το ποντίκι. | Οι κάλτσες είχαν κρεμαστεί προσεκτικά απ’ το τζάκι, | με την ελπίδα ο Άη Νικόλας να ερχόταν σε λιγάκι. | Τα παιδιά φωλιασμένα ήτανε στα κρεβάτια τ’ άνετά  τους, | ζαχαρωτά δαμάσκηνα χορεύαν στα όνειρά τους. | Κ’ η μαμά με τη μαντίλα της κι εγώ με το σκουφί, | για ύπνο χειμωνιάτικο είχαμε ετοιμαστεί, | όταν ξάφνου ακούστηκε έξω μια χλαλοή, | που απ’ το κρεβάτι μου έφυγα, να δω τι έχει συμβεί. | Προς στο παράθυρο πέταξα σαν να ’μουν αστραπή |και τα παραθυρόφυλλα τα άνοιξα μ’ ορμή. | Στην άπλα (που ’χε σκεπαστεί με χιόνι) απ’ το φεγγάρι | μια λάμψη του μεσημεριού όλα, λες, είχαν πάρει, | όταν στα έκπληκτα μάτια μου φάνηκε, ξαφνικά, | ένα έλκηθρο με οκτώ μικρούς ταράνδους στη σειρά…»

           Μετά, οι υπόλοιποι στίχοι λένε την ιστορία που ξέρουμε. Είναι ο Άη Βασίλης που φέρνει τα δώρα, μέσα στο ιπτάμενο έλκηθρό του με τον μεγάλο σάκο του γεμάτον παιχνίδια. Δίνει οδηγίες στους ταράνδους του, παροτρύνοντάς τους με το όνομα του καθενός τους, να τον ανεβάσουνε με το έλκηθρο στη στέγη του σπιτιού. Από κει ψηλά μπαίνει στο σπίτι κατεβαίνοντας από την καμινάδα. Τότε γίνεται η περιγραφή του από τον κρυμμένο πατέρα των παιδιών: «Τα μάτια του πώς έλαμπαν! Πόσο ήταν χαρωπά! | Τα μάγουλά του ρόδινα, η μύτη κερασιά». Κι ακολουθούν πολλά άλλα. Σε μια στιγμή ο Άη Νικόλας (ο Άη Βασίλης δηλαδή) τον αντιλαμβάνεται και του κάνει νόημα να μη φοβάται. Ύστερα στρέφεται προς τις κάλτσες που είναι κρεμασμένες στο τζάκι και τις γεμίζει με δώρα, ακόμα κι εκείνες των μεγάλων. Μετά ξέροντας ότι τον περιμένουν κι άλλα σπίτια, με ένα άλμα βγαίνει έξω μέσα από την καμινάδα, ανεβαίνει στο έλκηθρο - και με τους οκτώ ταράνδους του χάνονται όλοι μαζί, πετώντας ψηλά! Και η παράξενη, αλλά γοητευτική αυτή αφήγηση τελείωνε με τους στίχους «But I heard him exclaim, ere he drove out of sight : | “Happy Christmas to all, and to all a good night!”» (Αλλά τον άκουσα να λέει, πριν χαθεί μέσα στη νύχτα : | «Καλά Χριστούγεννα σε όλους, και σε όλους καληνύχτα!»)

      Ο καθηγητής έφυγε το πρωί, μετά τη διήμερη οικογενειακή θαλπωρή, να πάει στη δουλειά του. Το χαρτί με το στιχούργημα είχε μείνει πάνω στο τραπέζι. Εκεί το βρήκε μια ξαδέλφη του, ενθουσιάστηκε με αυτήν την ποιητική ιδέα και, χωρίς να ρωτήσει κανένα, το έδωσε στον τοπικό Τύπο. Άρεσε αμέσως πολύ και ο Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ ρωτήθηκε αν ήταν δικό του. Εκείνος αρνήθηκε με τα λόγια «Εγώ είμαι καθηγητής, δεν γράφω τέτοια πράγματα». Πολύ αργότερα όμως, όταν το στιχούργημά του έγινε δημοφιλέστατο, αναγκάστηκε να ομολογήσει πως ήτανε δικό του. Και από τότε, μπαίνει στις ποιητικές ανθολογίες έχοντας από κάτω το όνομά του. Σαράντα χρόνια πέρασαν από εκείνη την Παραμονή Χριστουγέννων. Η διάδοσή του έκανε ένα κοριτσάκι, τη Βιργινία, να στείλει μικρό γράμμα σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Σικάγου και να ρωτήσει εάν υπάρχει ο Άη Βασίλης. Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας αναγκάστηκε να πει «Ναι, υπάρχει, Βιργινία». Η απάντησή του άρεσε τόσο πολύ που αναδημοσιευότανε επετειακά όλα τα επόμενα χρόνια. 

      Και ερχόμαστε τώρα στην εικόνα του, που την πρώτη εύθυμη περιγραφή την έδινε το ίδιο το στιχούργημα. Η έμπνευση του Αμερικανού εικονογράφου Τόμας Ναστ υπήρξε καθοριστική για την οπτικοποιημένη εκδοχή του Άη Βασίλη. Εκείνος ήτανε που τον ζωγράφισε στο περιοδικό «Harper’s Weekly» το 1863 και συνέχιζε να τον ζωγραφίζει μέχρι τα 1890. Ο Ναστ, εκτός από τη μορφή, έβαλε κι άλλες λεπτομέρειες, όπως, για παράδειγμα, ότι το εργαστήρι του Άη Βασίλη βρίσκεται στον Βόρειο Πόλο. Μάλλον επειδή το στιχούργημα που τον γέννησε μιλούσε για έλκηθρο και για ταράνδους Στην τελική του μορφή - αν μπορούμε να την πούμε έτσι - το κόκκινο χρώμα στα ρούχα του προήλθε από επιτυχημένη (και γι’ αυτό διαχρονική) διαφημιστική καμπάνια της Κόκα Κόλα το 1931 και του σχεδιαστή εκείνου που το σκέφτηκε, του Χάντον Σάνμπλομ. Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα, ο Άη Βασίλης που ξέρουμε, γεννήθηκε εξ ολοκλήρου στην Αμερική. 

      Οι Αμερικανοί, λοιπόν, τον λένε Σάντα Κλάους (αφήνοντας σ’ εκείνους τους  παλιούς αλλά αθάνατους στίχους το Σαιντ Νίκολας), οι Άγγλοι τον λένε Φάδερ Κρίστμας, οι Γάλλοι Περ Νοέλ, οι Ρώσοι Ντιεζ Μορόζ, οι Ιταλοί Μπάμπο Νατάλε, οι Γερμανοί Βάιναχτσμαν, ακόμα και οι Ιάπωνες που δεν είναι Χριστιανοί τον λένε Χοτέισο, και οι Κινέζοι Λαμ Κουνγκ Κουνγκ. Εμείς τον λέμε Άη Βασίλη. Όλοι όμως εννοούμε τον ίδιο άγιο. 

      Είναι μια διεθνής λαογραφική μορφή. Μπορεί να έχει καταντήσει καρικατούρα του εμπορίου και της αστικοποίησης, αλλά κανείς δεν ξεχνάει ότι είναι θρύλος της παιδικότητάς μας. Είναι ο μόνος άγιος που πάει παντού σε όλη τη Γη, σ’ ένα μοναδικό ταξίδι αγάπης. 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ