Καλωσορίζοντας τη Βιάννο σαν Καλοκαίρι

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα πρόσθετες ομπρέλες, για προφύλαξη από τον καυτό αττικό ήλιο

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 Σ’ ένα τραπέζωμα με κρητικά εδέσματα - πρόταση γευσιγνωσίας από συντοπίτισσά τους - αποχαιρέτισαν την Άνοιξη στον Κεραμεικό της Αθήνας τα μέλη του Συλλόγου Βιαννιτών «Ο Διαβάτης». Το μενού του «αποχαιρετισμού» τους ήταν τσιγαριστό χοιρινό με τηγανιτές πατάτες, σιουφιχτά με απάκι, μανιτάρια και κρέμα γραβιέρας, και πράσινη σαλάτα, κατσικίσιο τυρί, σύκα, λιαστή ντομάτα, παστέλι με ξύδι, και την «πρόταση» την έκανε η ιδιοκτήτρια του χώρου του τραπεζώματος Κλειώ Αγγουράκη από τον Χόνδρο της Βιάννου.

Το μέρος αυτό αιφνιδίασε ευχάριστα όσους προσήλθαν, γιατί ήταν σαν να έμπαιναν σε επιτραπέζιο παιχνίδι που το τέρμα του ήταν ένα μαγαζί με γαλλικό όνομα χωρίς κάτι άλλο γαλλικό εκεί. Ένα μαγαζί που κοβόταν στα δύο από μικρό πεζόδρομο και η πρωτοτυπία του ήταν ότι καμιά καρέκλα και κανένα τραπέζι δεν έμοιαζε με καμιά άλλη και με κανένα άλλο. Η διαρρύθμιση ήταν κι αυτή ελεύθερη, γιατί οι πελάτες βρίσκονταν σε ένα ανοιχτό οικόπεδο και μεταφέρανε την άνεσή τους και τις επιλογές τους όπου θέλανε οι ίδιοι. Θέλανε καναπέ τον είχανε, θέλανε ξύλινες καρέκλες τις βρίσκανε, θέλανε πολυθρόνες υπήρχανε, θέλανε τραπέζια στρογγυλά ή μακρουλά, τα κουβαλούσανε και τα φέρνανε μπροστά τους.

C:\Users\x\Desktop\Νέος φάκελος\Νέος φάκελος\thumbnail (3).jpg

      Και το όνομα αυτού του απλού και ταυτόχρονα πρωτότυπου μαγαζιού ήτανε γαλλικό, Cachou λεγότανε. Και για όλους τους που δεν ξέρανε γαλλικά, εξηγώ ότι σήμαινε «γλυκόριζα» που έδενε με το έδαφος κάτω από τα πόδια τους που ήταν απλωμένο χαλίκι. Κι εκεί στο πλάι τους, πάνω στον τοίχο ήταν ζωγραφισμένη - όχι βέβαια από κάποιον Τουλούζ Λωτρέκ - κι έβγαζε μάτια ότι ήταν Γαλλίδα «απελευθερωμένη» αφού, παρά το φουσκωτό της φόρεμα από φτερά παγωνιού, κάπνιζε, κι ένας πλουμιστός καπνός έβγαινε από το στόμα της. Όμως αυτή η εικόνα της «έδενε» με το μαγαζί, γιατί στο ένα χέρι της κρατούσε τσιγάρο, στο άλλο όμως είχε επιδειχτικά γλυκόριζα για να αρωματίσει το στόμα της όταν θα τελείωνε το κάπνισμα. Τεράστια η ζωγραφιά της, σαν μυστικό που για όσους το μαθαίνουν, βγαίνουν από τον λαβύρινθο του ονόματος καταλαβαίνοντας το φυσικό φως που είχε το υπαίθριο αυτό παράξενο μαγαζί.

C:\Users\x\Desktop\Νέος φάκελος\Νέος φάκελος\thumbnail (2).jpg

      Η μουσική παρουσία λεγόταν στη λύρα Μανώλης Πετράκης από την Άνω Βιάννο και στο λαούτο Νίκος Κακουδάκης από τον Πύργο Μονονοφατσίου. Όταν άρχισαν τα όργανα, όλοι στα τραπέζια τους πρόσεξαν τους άλλους όλους και με τη βοήθεια της φτερωτής μουσικής στον αέρα νόμισαν ότι ξαφνικά βρέθηκαν σε πανηγύρι σε χωριό της Κρήτης τους. Υπήρχε όμως και μια άλλη λεπτομέρεια που τους φάνηκαν όλα ανθρώπινα. Τα τραπέζια και οι καρέκλες τους που δεν μοιάζανε όταν ήταν μόνα τους, τώρα είχαν γίνει ένα χάρη στους ανθρώπους που είχαν έρθει και ήταν όλοι τους γνωστοί και συντοπίτες τους.    

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ