Παράξενη μέρα ξημέρωσε πάλι μπαμπά, θυμάσαι;

Ελένη Μπετεινάκη
Ελένη Μπετεινάκη

 

Της Ελένης Μπετεινάκη

Κυριακή 14 του Φλεβάρη και λένε πως η μέρα είναι γιομάτη κόκκινο χρώμα και μυρωδιές κι έρωτα και χαμόγελα. Μόνο που φέτος είναι  κρυμμένα πίσω από μάσκες…

Γιορτάζει ο έρωτας σήμερα, θυμάσαι μπαμπά;

Οι τελευταίες μας λέξεις :

 «Σ’ αγαπώ ίσαμε τον ουρανό» σου είχα πει!

«Κι εγώ…» με βραχνή φωνή απάντησες κι ύστερα η απόλυτη σιωπή…

Ένας χρόνος μπαμπά πέρασε, σαν σήμερα, κι ανέβηκα το ξημέρωμα σε εκείνο τον μικρό λόφο των Αρχανών. Οι δυο μας πάλι, κανείς άλλος. Έτσι και αλλιώς δεν επιτρέπεται να έρθει κανείς να τιμήσει την μνήμη. Όλα εκείνα τα κοσμικά κι οι τελετές τον τελευταίο χρόνο απλοποιήθηκαν κι απαγορεύτηκαν. Κι εγώ έβαλα έναν κωδικό με αριθμό για να έρθω εδώ. Δεν γινόταν να μην αφήσω έστω ένα λουλούδι στο τελευταίο σου σπίτι.

Κι ύστερα κατηφόρισα τον μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια κι έβλεπα απέναντι το χωριό μας να «κοιμάται» ακόμα. Κοίταξα τον Γιούχτα από τ αριστερά μου, τεράστιος όγκος, γκρίζος και σκοτεινός και συνέχισα το δρόμο…

Τι να σου πρωτοπώ μπαμπά. Βαριά η ψυχή μου, πολύ βαριά. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ραγδαίες και νιώθω μόνιμα έναν κόμπο στο λαιμό. Το πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι πως η μαμά είναι καλά. Βράχος για όλους μας. Μαντέμι κι αντέχει όλα όσα γίνανε. Δεν την έφερα. Επικίνδυνο λένε…

Κατέβηκα στην πλατεία μπαμπά, θυμάσαι; Άδεια τελείως, τα καφενεία και τα μαγαζιά, ερμητικά κλειστά. Όχι μόνο γιατί σήμερα είναι Κυριακή αλλά γιατί υπάρχουν πια πολλοί περιορισμοί και φόβος.

Κι ύστερα πήρα τον δρόμο τον αμαξωτό, όπως τον έλεγες και σταμάτησα …στο μαγαζί  μας. Άλλαξε η πρόσοψη, όμως η πόρτα εκείνη που ανέβαινε στην ταράτσα ήταν η ίδια. Κι είδα τις καρέκλες παρατεταμένες στη σειρά έξω στο πεζοδρόμιο. Ο θείος ο Νίκος, ο θείος ο Γιώργος, ένας φίλος σου που ξεχνάω τώρα το παρατσούκλι του με την τραγιάσκα του κι εσύ. Στεκόσουν όρθιος  ακουμπισμένος στην πόρτα, με την ποδιά στη μέση, την υφαντή από της μάνας σου τον αργαλειό.

Έπιασα πάλι το χέρι εκείνο που μου ‘δινε τη σιγουριά όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων. Ένιωσα πάλι το άγγιγμα της τελευταίας ώρας που μοιάζει να κρατάει ακόμα ζεστό το δικό μου. Σε τράβηξα και μπήκαμε μέσα, περάσαμε το «πράσινο» ψυγείο ξεσκονίζοντας αναμνήσεις και συναισθήματα χιλιάδες.  Κι ύστερα προχώρησα μόνη μου. Σταμάτησα στρίβοντας πίσω από το παραβάν κι αντίκρυσα το μεγάλο ξύλινο τραπέζι που χρησιμοποιούσατε σαν γραφείο και θυμήθηκα μια δουλειά που με είχες βάλει να κάνω. Ξεχωριστή θέση πάνω σε ένα χαρτόκουτο που το΄χατε ντύσει με μπλε χαρτί είχε το μαύρο τηλέφωνο. Το ακουστικό του τεράστιο μέσα στα δικά μου χέρια και προσπάθησα να θυμηθώ το νούμερο. Δεν τα κατάφερα και κύλησε γοργά ένα δάκρυ από τα μάτια μου.

Τι έπρεπε να κάνω; Να αντιγράψω από ένα κόμματι χοντρό χαρτόνι από το πακέτο των τσιγάρων του θείου Νίκου όλα τα νούμερα των τηλέφωνων στο καινούργιο τετράδιο που ήταν σαν ευρετήριο. Έπρεπε να τα γράψω στη σωστή σελίδα  και με καθαρά μεγάλα γράμματα. Πολύ δύσκολη δουλειά αλλά πρόκληση για μια μαθήτρια της Β΄τάξης  δημοτικού κι έπρεπε να τα καταφέρω. Πολλά τα ονόματα, πολλοί κι οι αριθμοί. Κι ύστερα θα άνοιγα το μεγάλο συρτάρι του γραφείου και εκεί μέσα σε νάιλον διαφανή σακουλάκια θα φύλασσα όλα τα μικρά κέρματα. Δεκάρες, κοσάρες και πενηνταράκια γράφοντας το σωστό ποσό σε ένα μικρό χαρτάκι για το κάθε σακουλάκι. ( Κάτι σαν …Γλώσσα και Μαθηματικά σε πρακτική εξάσκηση). Αργά το απόγευμα τέλειωσα, είχα χάσει όλο το παιχνίδι στο διπλανό χάλασμα μα δεν με ένοιαζε.  Περίμενα το δώρο μου για όλα  αυτά τα σπουδαία που είχα κάνει. Και τότε με εκείνο το ζεστό σου χαμόγελο και σκουπίζοντας τα χέρια σου στην ποδιά μου δώσες ένα μεγάλο σακουλάκι με γαριδάκια Μπόζο από εκείνα που είχαν μέσα τους τους πλαστικούς ήρωες που μάζευα. Έτρεξα να καθίσω στο κατώφλι να δω πόσο τυχερή ήμουν. Μου είχε τύχει ο Σκρουτζ, από τις πιο σπάνιες φιγούρες  και την επόμενη μέρα στο σχολείο όλοι θα μου λέγαν πόσο πολύ θα ήθελαν κι αυτοί να τον είχαν. Κι όπως έτρωγα τα πορτοκαλί γαριδάκια μου χάζευα την κίνηση και τα μαγαζιά απέναντι. Ο φούρνος-ζαχαροπλαστείο του κυρ Ηλία, το στεγνοκαθαριστήριο του κυρ Μανόλη, το παπουτσίδικο της Μαρίας και πιο πάνω το τενεκετζίδικο και το βιβλιοπωλείο του «Μπουνή». Δίπλα μας ο κυρ Λευτέρης με τα λευκά είδη και από την άλλη μεριά το συμβολαιογραφείο του κυρ Γιάννη και το ηλεκτρολογικό μαγαζί του Τσαπίνου.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου από τα δυνατά φώτα ενός αυτοκίνητου που σχεδόν με τύφλωσε και σαν πέρασε απλώθηκε παντού σκοτάδι. Έρημος ο δρόμος, τα μαγαζιά πουθενά…

Έψαξα να σε βρω μπαμπά… Σε είδα στην στροφή του δρόμου. Τα καταγάλανα μάτια σου και το ζεστό χαμόγελο που φώτιζαν μοναδικά το πρόσωπό σου. Χανόσουν , απομακρυνόσουν και ασυναίσθητα χάιδεψα το χέρι μου, να θυμηθώ εκείνο το τελευταίο άγγιγμα…

Κοίταξα ξανά την μεγάλη ξύλινη πόρτα…

Θυμάσαι μπαμπά; https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2020/02/blog-post.html

Ο Γιάννης Μπετεινάκης πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 2020, πλήρης ημερών και εμπειριών. Μια γενιά ανθρώπων που περάσανε πολλά νομίζω πως χάθηκε με το φευγιό του. Ήταν ο πατέρας μου, ο δικός μου μπαμπάς, ο μεγάλος μου πρώτος έρωτας κι ο πολύτιμός μου!

Ένας χρόνος πέρασε κιόλας, ένας χρόνος!

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2021/02/blog-post_13.html

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ