Προεκλογικά

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Όταν στις όποιες επιλογές μας, επομένως και στις πολιτικές, ρόλο παίζει ο ντόρος, ο «θόρυβος» και όχι η αξία και η προσωπικότητα, τότε σίγουρα «στραβά βαδίζουμε».

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη


Όταν μια δημοκρατική χώρα πορεύεται προς τις εκλογές, δηλαδή προς την πολιτική διαδικασία που αφορά την διακυβέρνηση του τόπου, από την οποία εξαρτάται η τύχη των ζητημάτων που αφορούν τη χώρα συνολικά αλλά και τον κάθε πολίτη ως άτομο, τότε το ζητούμενο είναι η σοβαρότητα, η περίσκεψη, η σωφροσύνη και η σύνεση από τη μεριά των πολιτικών, η οποία μεταφράζεται σε λόγο ουσίας, σε λόγο με επιχειρήματα και σε προτάσεις που έχουν σοβαρά ερείσματα στην πραγματικότητα. Αυτό είναι το δέον. Όμως από το δέον μέχρι την πραγματικότητα η απόσταση είναι πολλές φορές μεγάλη, τουλάχιστον όσον αφορά τη χώρα μας.

Πορευόμαστε κι εμείς προς εκλογές. Εκλογές για την Ευρώπη, εκλογές για την αυτοδιοίκηση και ίσως και για την κυβέρνηση. Οπότε θα έπρεπε η όλη διαδικασία να εκτυλίσσεται με τους όρους που προαναφέραμε και, επιπλέον, σε κλίμα ευγενούς αντιπαράθεσης επιχειρημάτων και πολιτικού ήθους. Και λέω αντιπαράθεσης, διότι στην ανοικτή δημοκρατία και στις ανοιχτές κοινωνίες γενικά, εκεί όπου υπάρχει ο πλουραλισμός των απόψεων και των πολιτικών θέσεων, όπως αυτές εκφράζονται από τις πολιτικές παρατάξεις (τα κόμματα), εκεί εκ των πραγμάτων υπάρχουν συγκρουσιακές καταστάσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν πρέπει να οδηγούν σε πόλωση και διχασμό, αλλά σε σύνθεση, ώστε μέσα από την αντιπαράθεση, ακόμη και την ιδεολογική σύγκρουση, να παράγεται κάτι το νέο, που να δίνει ώθηση στην επίλυση των προβλημάτων του πολίτη και της χώρας. Αυτό, συμβαίνει σε χώρες, όπου υπάρχει πολιτική ωριμότητα εκ μέρους τόσο των πολιτών, όσο και των πολιτικών. Με τον όρο «πολιτική ωριμότητα» εννοώ τη συνειδητοποίηση των ευθυνών αμφοτέρων, τη θέληση να πράξουν προς το κοινό συμφέρον και τη γνώση να ενεργήσουν ορθά. Υπευθυνότητα, θέληση, γνώση: αυτό είναι το τρίπτυχο της πολιτικής ωριμότητας. Κι όλα αυτά κάτω από τη στέγη του πολιτικού ήθους, δηλαδή της μετριοπάθειας, της σύνεσης, της ορθοφροσύνης, του σεβασμού προς τον αντίπαλο.

Τι συμβαίνει στη χώρα μας ενόψει των εκλογών; Ακολουθείται αυτή η οδός ή οι πολιτικοί μας έχουν πάρει άλλους δρόμους; Με μια πρώτη ματιά, εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι ότι το κλίμα είναι άκρως πολωτικό, διχαστικό θα το έλεγε. Η πόλωση και το διχαστικό κλίμα συσπειρώνουν τους κομματικούς «οπαδούς», τους περιχαρακώνουν στο μαντρί που λέγεται «κόμμα», ώστε να μην υπάρξουν απώλειες ψηφοφόρων. Σύμφωνα με την πολωτική λογική, ο πολιτικός αντίπαλος πρέπει να εξουθενωθεί και να εξουδετερωθεί με κάθε μέσο και τρόπο, έντιμο ή ανέντιμο. Πρόκειται για ένα αγώνα εξουσίας, που μεταβάλλεται σε αγώνα πολιτικής (καλύτερα κομματικής)επιβίωσης. Κι όταν τα πράγματα αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο, τότε όλα αγριεύουν, κινούνται εκτός ελέγχου, εκτός των ορίων και των όρων, για τους οποίους μιλήσαμε ήδη, ενώ η έννοια του πολιτικού ήθους εξαφανίζεται. Το βλέπουμε καθημερινά να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας.

Επιπλέον, όταν στόχος είναι όχι η ουσία της πολιτικής αλλά η εξουσία και όσα αυτή αποφέρει σε όσους την κατέχουν, τότε και ο πολιτικός λόγος όχι απλώς αλλοτριώνεται αλλά και αντικαθίσταται από μια ρηχή συνθηματολογία, σαν κι αυτή που ακούμε στα γήπεδα, η οποία ως γνωστόν οδηγεί στις μέχρι θανάτου συγκρούσεις των οπαδών. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι και η συνθηματολογία υποχωρεί και το μόνο που απομένει στο δρόμο προς τις εκλογές είναι ένας προεκλογικός θόρυβος. Χρησιμοποιώ τη λέξη «θόρυβος» με την έννοια του «ντόρου», της εκτενούς συζήτησης που γίνεται για ένα γεγονός, για ένα πρόσωπο ή για μια κατάσταση (λέμε π.χ. ότι προκάλεσε πολύ θόρυβο το διαζύγιο του τάδε). Τούτο είναι εμφανέστατο: πρώτον, από το γεγονός ότι παρουσιάζονται «φουσκωμένα» τα γεγονότα των «σκανδάλων» από όλες τις πλευρές, ώστε το ενδιαφέρον να στρέφεται αποκλειστικά γύρω από αυτά. Αυτό έχει ως συνέπεια η συζήτηση για το αληθινό διακύβευμα των εκλογών να περιπίπτει στη λήθη, ο πολίτης να εκτρέπεται από τα πραγματικά προβλήματα, ο διχασμός να βαθαίνει, η πολιτική συνείδηση να συσκοτίζεται. Το δεύτερο σημείο από το οποίο γίνεται εμφανές ότι εκείνο που προέχει είναι ο πολιτικός θόρυβος και όχι η πολιτική αντιπαράθεση με επιχειρήματα, είναι η ποιότητα των υποψηφίων: πολλά από τα πρόσωπα που επιλέγονται από τα κόμματα ή από τις αυτοδιοικητικές παρατάξεις δεν επιλέγονται με βάση τις γνώσεις τους ή την κοινωνική τους προσφορά, αλλά μόνο επειδή έτυχε να φέρουν κάποιο «τρανταχτό» όνομα ή είναι γνωστοί στο κοινό. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι η όποια ποιότητα του υποψηφίου αλλά το κατά πόσον είναι γνωστό το όνομά του, βάσει του οποίου υπάρχει προσδοκία να φέρει ψήφους στο κόμμα ή την παράταξη. Αυτό αν δεν είναι έκπτωση του πολιτικού βίου, τι άλλο είναι;

Καθώς γράφω αυτές τις σκέψεις, στο νου μου έρχεται η περίπτωση του Αλκιβιάδη, ενός ανθρώπου που οι Αθηναίοι εξέλεξαν ως ηγέτη, έχοντας ως κριτήριο, συν τοις άλλοις, και το ντόρο που έκανε στην αθηναϊκή κοινωνία με την ομορφιά του, με τις πράξεις του, με την ακολασία του, με τον τρόπο ζωής του, με τα κατορθώματά του. Τελικά, η επιλογή αυτή οδήγησε στα γνωστά αρνητικά για τους Αθηναίους αποτελέσματα. Όταν στις όποιες επιλογές μας, επομένως και στις πολιτικές, ρόλο παίζει ο ντόρος, ο «θόρυβος» και όχι η αξία και η προσωπικότητα, τότε σίγουρα «στραβά βαδίζουμε». Το ζητούμενο δεν είναι ο θόρυβος και το «φαίνεσθαι» αλλά ο πολιτικός λόγος του επιχειρήματος και η ουσία της πολιτικής.

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ