Μανόλης Πρατικάκης: «Γράφουμε για να ενοποιήσουμε τα σκορπισμένα μας κομμάτια»

Ο Κρητικής καταγωγής γιατρός και ποιητής, σε μια ιδιαίτερη συνέντευξή

Η πρόσφατη πρώτη πανελλήνια ανάγνωση από την Αντιδημαρχία Πολιτισμού και το Δημοτικό Ραδιόφωνο Λάρισας, του ποιήματος «Τα Δερβενάκια των Rolling Stones», έφερε ξανά στην επικαιρότητα τον κορυφαίο και βραβευμένο, ιδιαίτερα αγαπητού δε στους Λαρισαίους, ποιητή, Μανόλη Πρατικάκη.

Με την ευκαιρία, το larissanet.gr αναζήτησε τον πάντα δραστήριο δημιουργό κι εκείνος ασμένως μας παραχώρησε μια εκτενή συνέντευξη στην οποία μιλάει για τα Δερβενάκια, την ελληνική επανάσταση, την ποίηση, τους ποιητές που αγάπησε και τον μέγιστο Διονύσιο Σολωμό.

Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:

Τα Δερβενάκια των Rolling Stones, το πολύστιχο αυτό ποίημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός», σύμφωνα με τον φιλόλογο, Χρήστο Αλμυρούλη, «συνεχίζει επάξια την επικολυρική παράδοση που από τον Ερωτόκριτο και τα Ριζίτικα φτάνει στον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και από τον Σολωμό και τη Γυναίκα της Ζάκυνθος στΑκριτικά του Σικελιανού και τον Καρούζο». Ο ίδιος ο ποιητής πώς θα το περιέγραφε;

Όντως συνεχίζουν την παράδοση που αναφέρει ο φίλος μου, Χρήστος Αλμυρούλης,   εκτός του Σικελιανού και του Εγγονόπουλου, γιατί είμαι μακριά από τη Σικελιανική μεγαλοστομία και ακόμη πιο μακριά από τον ακραίο υπερρεαλιστικό λόγο του Εγγονόπουλου. Το ανέφερε εσφαλμένα ο Μάνος Στεφανίδης λόγω της παρόμοιας θεματικής του Εγγονόπουλου με τον Μπολιβάρ του. Κατά τα άλλα, συμφωνώ απόλυτα και πρωταρχικά βέβαια με τον Ερωτόκριτο, το δημοτικό τραγούδι και πρωτίστως με τον πατριάρχη της Ελληνικής ποίησης, Διονύσιο Σολωμό, τον οποίο αποκαλώ μεγαλομάρτυρα. Εκείνος μου έμαθε τη γλώσσα. Να συναιρώ τη λέξη με το πράγμα. Να ακούω τη φωνή της πέτρας και να νιώθω τα ποτάμια που μιλάνε μέσα της.

Και τους σπινθήρες από την ψημένη λάβα της έλευσής της. Μου έμαθε να κλέβω ένα μπαλάκι από το ανέκφραστο και το άρρητο. Και ακόμη την έννοια του περιττού. Τον κατηγορούν ότι άφησε ένα μισοτελειωμένο έργο. Θα μπορούσε κάλλιστα να το ολοκληρώσει, γεμίζοντας τα «πάμφωτα χάσματα» για να φαίνεται «ολοκληρωμένο». Αλλά ο σεβασμός και το δέος που αισθανόταν για τη γλώσσα δεν του το επέτρεψαν. Έτσι μας άφησε έναν μισοτελειωμένο αλλά πάμφωτο γλωσσικό Παρθενώνα. Και έβγαλε την Ελληνική γλώσσα, ακουμπώντας στον Ερωτόκριτο και το Δημοτικό μας τραγούδι, από τον άκρατο λογιοτατισμό και την τεράστια πνευματική παρακμή. Από αυτόν αλλάζουν όλα. Πριν αρκετά χρόνια έγραψα ένα ποίημα γι’ αυτόν με τον τίτλο «Τα πάμφωτα χάσματα του Διονυσίου Σολωμού». Παραθέτω λίγους στίχους, γιατί έχουν άμεση σχέση με τα Δερβενάκια:

«Κάδο ρίχνει στο πηγάδι σα να τάσειρε από τον Άδη

Μέταλλα όνειρα θαμμένα της αυλής του στολισμένα

Τα περνά στο φτερό τ’ ουρανού που μυστικά λειτουργεί στα σωθικά

Στο δικό του χαρκιδιό τ’ ασχημάτιστα μορφώνει

Τον ακούνε τα βουνά, το υνί και το τιμόνι

Ποταμέ βαθύ και χτύπε που κρατάτε όσα δεν είπε

Μες στα χάσματα του αγέρα μας τα φέρνει μια φλογέρα

Όσα ρίχνει στο γιαλό ζωγραφιές στον ουρανό

Κόβει φτάνει ως τα οστά και κρατάει τα σωστά

Οι αγγέλοι όταν πονούνε με το στόμα του μιλούνε

Και που μένει σιωπηλός συνεχίζει ο ουρανός

Συμπληρώνει τα κενά κι απ’ την άβυσσο γεννά…

Τέτοιο ανάστημα δεν είδα μοναχός του μια πατρίδα

Συντριμμένος στα χαλίκια προχωράει

Για την αιωνιότητα που μόλις τον χωράει.

Γράφοντάς το είχα την αίσθηση ότι το έγραφα με το χέρι του. Ο Σολωμός λοιπόν είναι πίσω από τα «Δερβενάκια των Rolling Stones». Προσπάθησα να γράψω ένα συνθετικό ποίημα χαμηλόφωνο, λιτό, με εσωτερικό λυρισμό. Προσπάθησα ν’ αφήσω να μιλήσουν τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα και να τα προσεγγίσω με ευλάβεια και δέος. Και την πρέπουσα ταπεινότητα, μακριά από μεγαλοστομίες και βερμπαλισμούς που ευτελίζουν εκείνο τον αγώνα. Ότι είναι ένας αγώνας όπως όλοι οι παρόμοιοι αγώνες των λαών της γης και να του δώσω μια παγκοσμιότητα.

Και να επισημάνω ότι το σημαντικότερο είναι ότι η γλώσσα μας παρέμεινε αδούλωτη γιατί υπήρχε πίσω μας ένα μεγάλο πνευματικό παρελθόν. Ένας πολιτισμός που πάνω του στηρίχθηκε ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός και ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός. Και ακόμη ότι σε αυτό τον μικρό τόπο γεννήθηκε η Δημοκρατία που έγινε η πηγή Ελευθερίας για όλες τις δημοκρατίες του Δυτικού κόσμου. Γι’ αυτό και είχαμε στο πλευρό μας όλη την πνευματική Ευρώπη, τους διανοούμενους, τους ποιητές και τους φιλοσόφους, που ως φιλέλληνες αγαπούσαν περισσότερο από εμάς αυτή τη χώρα, γιατί γνώριζαν τους ποιητές και τους φιλοσόφους της, τους οποίους αγνοούσαμε εμείς και ακόμα αγνοούμε.

Γαλουχήθηκαν με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ηράκλειτο και εκατοντάδες άλλους, όταν η δική μας παιδεία, ως λίγες δεκαετίες πριν, είχε μεσάνυχτα. Μάλιστα, όταν εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο, απαγορευόταν να διδαχτούμε τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, ως άθεους και κομμουνιστές. Και όμως, μια χούφτα αγωνιστές, μιλούσαν συχνά για τον Λεωνίδα, για τον Αισχύλο που πολέμησε στη μάχη της Σαλαμίνας, για τον Θεμιστοκλή και τόσους άλλους που δημιούργησαν αυτόν τον μεγάλο πολιτισμό. Μια χούφτα άνθρωποι, μια μικρή φωτισμένη μειοψηφία, όπως συμβαίνει πάντα, ήταν εκείνοι που άναψαν τη φλόγα της επανάστασης και δημιούργησαν το κράτος που ζούμε σήμερα.

Για τη φετινή επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, έχουν γραφεί και ειπωθεί τόσα πολλά, ενώ οι εικόνες που είδαμε ανήμερα της 25ης Μαρτίου – και λόγω της πανδημίας, ασφαλώς – μάλλον δεν εξέφραζαν κάποιον αξιοπρεπή συμβολισμό, ούτε συνέδεαν δημιουργικά το παρελθόν με το παρόν του τόπου. Πώς σκιαγράφεται στο δικό σας σύμπαν αυτή η επέτειος;

Δεν μπορώ να κρίνω την ποιότητα του εορτασμού για τα 200 χρόνια από το 1821. Γενικότερα, σε όλα τα χρόνια των εορτασμών υπήρχε μια αμετροέπεια, ένας άκρατος βερμπαλισμός με φιέστες, λαϊκισμούς και κούφιες προγονοπληξίες, όταν η πλειοψηφία των Ελλήνων γνωρίζει μόνο τα ονόματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας κι φιλοσοφίας από την επωνυμία των δρόμων. Πόσοι γνωρίζουν ποιός ήταν και τί έγραψε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Αναξίμανδρος, ο Παρμενίδης. Είμαι σίγουρος πως ελάχιστοι Έλληνες ξέρουν στοιχειωδώς τον αρχαίο μας πολιτισμό για τον οποίο τόσο επαίρονται. Γι’ αυτό είμαστε αλαζόνες, γιατί δεν έχουμε αυτογνωσία και πιπιλίζουμε ανοήτως την καταγωγή μας και το ένδοξό μας παρελθόν, όταν όλος ο δυτικός πολιτισμός στηρίχτηκε πάνω σε αυτά τα μεγάλα πνεύματα για να οικοδομήσει σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο τον δικό του πολιτισμό.

Ο Γκαίτε, ο Νίτσε, ο Χαίντερλιν, ο Βολταίρος, ο Χέγκελ, ο Σέξπιρ και χιλιάδες άλλοι θεωρούσαν πνευματικούς τους πατέρες τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τους οποίους εμείς ακόμα και σήμερα αγνοούμε. Έτσι, τί μπορούμε να πούμε; Μόνο κούφια λόγια με απέραντη έπαρση που είναι το αναποδογυρισμένο μας είδωλο και δείχνει την πνευματική μας πενία. Φανταστείτε ότι όλους τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους μας τους μάθαμε από μεταφράσεις Γερμανών και Γάλλων ενώ οι ίδιοι τα διδάσκονταν στο πρωτότυπο! Είναι φυσικό λοιπόν να κομπορρημονούμε διαρκώς για τα περασμένα μεγαλεία τα οποία αγνοούμε!

Παράλληλα σχεδόν με «Τα Δερβενάκια των Rolling Stones» κυκλοφόρησε και το μυθιστόρημά σας, «Ο Αρχέγονος Φρουρός», από τις εκδόσεις Κέδρος. Αυτή η αλληγορική ιστορία με τις ποιητικές προεκτάσεις και τις πολλαπλές ανατροπές, δίνει την εντύπωση κάποιου είδους κορύφωσης – με τη μορφή ηφαιστειακής έκρηξηςτου συγγραφικού σας έργου. Ισχύει αυτό κι αν όχι με βάση ποια δεδομένα δομήσατε το κείμενο;

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει τα εκφραστικά μου μέσα. Είναι μια γόνιμη δεκαετία, με πολύ δουλειά και απέραντη αφοσίωση πάνω στη γλώσσα που προσπαθώ να ανανεώνω διαρκώς. Έτσι γράφτηκε το Νερό, ο Μεγάλος Ξενώνας (ένα είδος σύγχρονης Έρημης Χώρας), το Αόρατο Πλήθος (των παιδιών που υπήρξαμε), η Κιβωτός και ο Λιθοξόος, που είναι τα πρώτα μέρη μιας τριλογίας που θα κλείσει με το ήδη προχωρημένο «Σατόρι», που θα πει η στιγμή της ένωσης των αντιθέτων, η στιγμή του φωτισμού (έννοια της Ανατολικής Φιλοσοφίας) που μου άνοιξε νέους δρόμους και στην ποίηση και στην πεζογραφία. Φαίνεται πως περνώ μια περίοδο ωριμότητας, γιατί δούλευα το μυθιστόρημα «Αρχέγονος Φρουρός» για περίπου τέσσερα χρόνια, και προετοίμαζα ταυτόχρονα το τρίτο μέρος της τριλογίας το «Σατόρι», αναπάντεχα προέκυψαν τα «Δερβενάκια των Rolling Stones», τα οποία γράφτηκαν σχεδόν «εν απουσία μου».

Δε νομίζω λοιπόν ότι υπήρξε μια αιφνίδια έκρηξη. Είναι προϊόντα μόχθου, πάθους, απέραντης προσήλωσης και μελέτης, για να μπορέσω να ανανεώσω τα εκφραστικά μου μέσα και το στοχασμό μου. Φανταστείτε ότι το μυθιστόρημα που είναι περίπου πεντακόσιες σελίδες, γράφτηκε εννέα φορές. Και επειδή δεν κατεβαίνει η έμπνευση στη γραφομηχανή ή το κομπιούτερ έγραψα με το χέρι περίπου δέκα χιλιάδες σελίδες για να μείνουν οι πεντακόσιες. Είναι μια κατάθεση ζωής, μια τεράστια συνομιλία και διακειμενικότητα με δεκάδες ποιητές, στοχαστές και φιλοσόφους. Και όπου συνυπάρχουν – αν και μυθιστόρημα – όλα τα είδη του λόγου: πεζογραφία, ποιητική πρόζα, προφορικός λόγος, αφορισμοί, επιστήμη, φιλοσοφία, ψυχανάλυση, και όπου συνυπάρχουν η παραδοσιακή γραφή με τον μοντερνισμό, ο οποίος μου επέτρεψε αυτή την μίξη. Το μόνο που μπορώ να πω στο πλαίσιο αυτής της συνέντευξης είναι ότι η γνώριμη μέριμνα του μυθιστορήματος είναι η χαλιναγώγηση του ανθρώπινου Εγώ, το σκοτεινό μηχανουργείο της Εγωπάθειας που είναι η αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας. Οφείλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου, Χρήστο Αλμυρούλη και γενικά τους Λαρισαίους που αγκάλιασαν το έργο μου και το προέταξαν στην επέτειο  των 200 χρόνων.

Μια ολόκληρη ζωή, ως ψυχίατρος και ως ποιητής, με την ανακούφιση της ψυχής ασχολείστε. Ποιό από τα δύο έφερε το άλλο και βάδισε κάποτε το ένα πιο μπροστά από το άλλο;

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που υπήρξε ο δάσκαλος του Φρόιντ, υπήρξε για μένα εκείνος που προσδιόρισε και τις δυο μου ιδιότητες, που συνυπάρχουν σε μια αρμονική αλληλοπαραχώρηση, αν και από μια άποψη μοιάζουν αντίθετες. Γιατί η ψυχιατρική ερμηνεύει, αναλύει, απομαγεύει, αναζητά το αίτιο και το αιτιατό. Τις αιτίες και τη θεραπεία, από μια νεύρωση π.χ. Ενώ η ποίηση συνθέτει, είναι λειτουργία μαγική, γεμάτη παραδοξότητες, συμβολισμούς και αλληγορίες. Δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμο. Ένα δικό της αισθητικό σύμπαν, παράλληλο βέβαια με το πραγματικό, παρόλη του την αθλιότητα. Και την αλλοτριωτική δράση που κάνει τον σύγχρονο άνθρωπο απλό ενεργούμενο της ιστορίας, συνθλίβοντάς τον στα γρανάζια του μηχανοκίνητου πολιτισμού μας. Η ποιητική λειτουργία και γλώσσα είναι πρωτίστως η αναζήτηση, η αναζήτηση του αδιαίρετου. Του άτμητου. Η μυθική ονοματολογία του έρωτα και του θανάτου. Κατά βάθος, το ποίημα είναι το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας που διαρκώς μας διαφεύγει. Παραμένει αρχέγονη, μαγική και ανατρεπτική γιατί αντιστρατεύεται την γλωσσική άρχουσα τάξη και τον θεσμοθετημένο λόγο με τους υποκριτικούς και αυταρχικούς του κώδικες. Αντίθετα, η ψυχιατρική προσπαθώντας να ερμηνεύσει τον άνθρωπο, φέρνει στο φως κρυμμένες αλήθειες, φόβους και έναν άγνωστο ορυκτό πλούτο που είναι υλικό πρώτης τάξης για την ποίηση. Έτσι δημιουργείται η Ηρακλείτεια «παλίντονος αρμονία», η αντιθετική αρμονία, όπως το δοξάρι με τις χορδές, για να προκύψει η βαθύτερη μουσική. Είναι αλήθεια βέβαια ότι και οι δύο μαζί ανεβάζουν μεγάλες θερμοκρασίες για εκείνον που τις διακονεί. Εκείνο που στην περίπτωσή μου τα ισορροπεί και με αποφορτίζει είναι η, μερική έστω, αφομοίωση της Ανατολικής Φιλοσοφίας που προφυλάσσει από τους στείρους ανταγωνισμούς και το άγχος του μηχανοκίνητου κόσμου μας. Θα έλεγα λοιπόν, συμφωνώντας μαζί σας, πως και οι δύο είναι λειτουργίες ιαματικές, η μία που βοηθά την αυτογνωσία και την ενσυναίσθηση και η άλλη με την αισθητική και την αθέατη όψη της ομορφιάς.

Το πρώτο ποίημα που αγάπησα ήταν μια «μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουναι», γεγονός που με έκανε να αισθάνομαι για τους ποιητές, καταρχάς, έναν βαθύτατο σεβασμό. Για το μεράκι τους, την επιμονή τους, τον ηρωισμό τους να κάνουν τέχνη τις πληγές του κόσμου. Τί πρεσβεύει ο όρος «Έλληνας ποιητής» σε μια εποχή σαν τη σημερινή;

Ο μεγάλος ποιητής Χαίντερλιν, γράφει κάπου: «Και οι ποιητές τί χρειάζονται σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς;». Μα τότε χρειάζονται ακριβώς! Δεν θα χρειάζονταν καν «σε έναν κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο». Όμως οι ποιητές δεν γράφουν για να κάνουν τέχνη τις πληγές του κόσμου. Γράφουν για να ενοποιήσουν τα σκορπισμένα τους κομμάτια. Να κάνουν τη φρίκη να ακούγεται λιγότερο οδυνηρή. Αν και οι λεγόμενοι «καταραμένοι» ποιητές σε παρασέρνουν σε απαισιόδοξα μονοπάτια, φλερτάροντας με τον θάνατο. Η ποίηση, όπως και η υψηλή μουσική, προσπαθεί να δονήσει τις βαθύτερες χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Να ενώσει το χθόνιο με το ουράνιο και να κάνει το ατομικό παγκόσμιο.

Γι’ αυτό ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που εφαρμόστηκε σε ολοκληρωτικές κοινωνίες κατέστρεψε όλα τα ταλέντα, γιατί έπρεπε οι ποιητές να τα βλέπουν όλα αισιόδοξα και να υπηρετούν το κομματικό μηχανισμό. Και ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι, ενταγμένος στο κόμμα, αυτοκτόνησε όταν είδε την παραποίηση των οραμάτων του, βάζοντας με μια σφαίρα σαν την τελευταία του τελεία. Η ελληνική ποίηση έχει μια μεγάλη παράδοση, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, με τους μεγάλους τραγικούς μας ποιητές, Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη, τους ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας, τον Ερωτόκριτο, τον Κορνάρο, τον Χορτάτζη, για να συνεχίσει και να ανανεώσει τη νεότερη ποίηση ο Σολωμός και στη συνέχεια ο Καβάφης, η Γενιά του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος και στη συνέχεια οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, με κορυφαίους τον Τάσο Λειβαδίτη και το Νίκο Καρούζο, που είχα το θλιβερό προνόμιο να είναι φίλοι μου και να παρευρεθώ στην αρρώστια και τον θάνατό τους.

Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα εξακολουθεί να γράφεται καλή ποίηση. Οι ποιητές μας έχουν αφομοιώσει τον μοντερνισμό και δεν υστερούν από ξένους ομότεχνους. Αρκετοί έχουν κλειστεί στο ιδιωτικό τους όραμα και στον αισθητισμό, στον άκρατο μοντερνισμό με τις τεράστιες γλωσσικές αυθαιρεσίες με τα πενιχρά αποτελέσματά τους. Οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί ποιητές, θεωρώ πως είναι, ανεξάρτητα από τη φιλία μου (υπήρξαν για μένα μεγάλοι δάσκαλοι), ο Τάσος Λειβαδίτης (ο όψιμος Λειβαδίτης, από τότε που εγκατέλειψε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό) και ο άναρχος Νίκος Καρούζος, με κορύφωση στη μεστή δημιουργική του πορεία, που κι αυτός ήταν απόλυτα Σολωμικός.

Σε ολόκληρη την ποιητική σας διαδρομή, συνομιλείτε και αλληλεπιδράτε με σπουδαίες μορφές ποιητών, προγενέστερους και συγχρόνους σας, των ελληνικών αλλά και περισσότερο μακρινών θαλασσών, δύτες. Θεωρείτε ότι είναι κάτι σαν οικογενειακή σχέση;

Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι ανεξαιρέτως μια οικογένεια πάνω στη γη, από διαφορετικές φυλές, αλλά οι αποκλεισμοί, τα συμφέροντα και τα σύνορα τη χωρίζουν. Σε πνευματικό επίπεδο, από την εποχή του Μοντερνισμού και μετά, υπάρχει μια διαρκής συνομιλία μεταξύ των λογοτεχνών του κόσμου. Θα έλεγα μια διαρκής φανερή ή κρυφή συνομιλία, ανάλογα με τις εκλεκτικές συγγένειες και τα είδη γραφής, που λειτούργησε και λειτουργεί γόνιμα και δημιουργικά, ανοίγοντας νέους τρόπους και απελευθερώνοντας τα στεγανά μεταξύ των ειδών, δηλαδή τί είναι νουβέλα, ποιητική πρόζα, μυθιστόρημα κλπ., και αφήνοντας οι δημιουργοί τους να εμφιλοχωρούν διαφορετικά είδη γραφής που παλιότερα θα ήταν αδιανόητο. Αυτό ξεκίνησε από τους πρωτοπόρους Μοντερνιστές, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, για να αναφέρω τους σημαντικότερους. Στο έργο του Έλιοτ, για παράδειγμα, παρεμβαίνουν ξαφνικά ολόκληρα αποσπάσματα του Dante, του Σαίξπηρ και πολλών άλλων εμβληματικών δημιουργών. Στην τέχνη, κ. Κατσαμπέλα, δεν υπάρχει παρθενογένεση.

Η διακειμενικότητα είναι ένα πολύ γόνιμο στοιχείο, είτε παρεμβάλλοντας αυτούσια αποσπάσματα, όταν η λειτουργία του ποιήματος το απαιτεί, σαν να συναντιούνται δυο άνθρωποι στον δρόμο με κοινές προσλαμβάνουσες. Και αυτή η συνάντηση δημιουργεί τον τόπο του κοινού συνειδέναι, δημιουργώντας μια έκπληξη ή συγκίνηση, όπως συναντιούνται τυχαία πρόσωπα αγαπημένα, αρκεί να είναι αυθεντικά και όχι χάριν εντυπωσιασμού ή μόδας. Υπάρχουν επιδράσεις, ούτως ή άλλως, που όταν τις αφομοιώνει γόνιμα ο δημιουργός εμπλουτίζουν τον λόγο του χωρίς να αλλοιώνουν την πρωτοτυπία της προσωπικής του γραφής. Ακραίο παράδειγμα είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα του Πλούταρχου, που με την ίδια θεματική και ίδια όλα τα πραγματολογικά και ιστορικά γεγονότα, το μεταμόρφωσε ο Σαίξπηρ σε θεατρικό και κινηματογραφικό έργο, χωρίς να θεωρείται λογοκλοπή. Προσωπικά υιοθέτησα αυτή την καινοτομία και το αποτέλεσμα υπήρξε γόνιμο, εμπλουτίζοντας τον λόγο μου με όμορες φωνές.

Μάλιστα, εκτός από τα επιμέρους δάνεια και την ένταξη επιμέρους αποσπασμάτων, έχω επιχειρήσει να διαπιστώσω που τέμνονται και που διίστανται η Προσωκρατική σκέψη με την Ανατοίλική Φιλοσοφία (που κατά βάθος και οι δύο είναι φιλοσοφική ποίηση). Στα «Δερβενάκια των Rolling Stones» ο κύριος συνομίλητής μου είναι ο Σολωμός, όπου τολμώ να παραθέσω αυτούσιους δικούς του στίχους και στοχασμούς. Μάλιστα, σε μια παλαιότερη σύνθεσή μου συνομιλώ ταυτόχρονα με το Νίκο Καρούζο και τον Σολωμό, μια και ο Καρούζος δήλωνε Σολωμικός. Έτσι, πιο εύκολα το τοπικό μπορεί να γίνει παγκόσμιο και το επιμέρους οικουμενικό. Διά μέσου των άλλων και μαζί με τους άλλους, ανοίχτηκαν δρόμοι για να περάσουμε κι εμείς. Γι ‘ αυτό μιλώ συχνά για μια πνευματική παγκοσμιοποίηση που να έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο και όχι την αγορά και το κέρδος, όπως αυτή προσαρμόστηκε για να αλλοτριώσει ακόμα πιο πολύ τον άνθρωπο με τους ιλιγγιώδεις της ρυθμούς που με την «πληροφορική της βόμβα», δεν μας αφήνει ούτε να σκεφτούμε, γιατί σκέφτονται οι άλλοι για μας.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET - Συνέντευξη Μενέλαος Κατσαμπέλας

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ