Οι μέρες πολέμου του Γιώργου Σεφέρη στην Κρήτη

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

80 χρόνια από την εικοσαήμερη παραμονή του στην Κρήτη με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση λίγες μέρες πριν την Επική Μάχη της. Μοναδικό πνευματικό και ιστορικό αποτύπωμα οι συγκλονιστικές ημερολογιακές καταγραφές του ποιητή που «είδε τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές πλεγμένα πάνω στην κακιά γενιά της μοίρας του».

 

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

 «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός» μετέφραζε στα ελληνικά το 1936 στις στροφές του εμβληματικού έργου «‘Έρημη Χώρα», του φίλου του Βρετανού ποιητή T.S. Eliot o δικός μας Γιώργος Σεφέρης. Αυτός ο ευωδιαστός μήνας της άνοιξης και της πασχαλιάς, είναι πολλές φορές που στάθηκε αδυσώπητα φρικιαστικός για τη χώρα μας. Όπως φέτος το 2021, με τους δεκάδες νεκρούς που μετράμε καθημερινά από την πανδημία και που κινδυνεύουν να καταντήσουν απλοί αριθμοί ενός μακάβριου καταλόγου σ’ έναν αλλόκοτο πόλεμο διαρκείας, που στεγνώνει και λιγαίνει τις ζωές μας. Έτσι, και πριν ακριβώς από 80 χρόνια τέτοιες απριλιάτικες μέρες, ο ζόφος απλωνόταν πάλι πάνω από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την Αθήνα και η χώρα παραδίνονταν στους Ναζί. Στην Κρήτη επικρατούσε η νηνεμία πριν τη μεγάλη καταιγίδα, που θα ακολουθούσε στην Επική Μάχη της. Κάτι σαν «τη Χίο πριν τη μεγάλη σφαγή», όπως θα γράψει αργότερα στα προσωπικά του ημερολόγια ο οικουμενικός Έλληνας ποιητής.

Στο παρόν επετειακό κείμενο, απλά επιχειρείται μια επιλεκτική παρουσίαση του αδαπάνητου πλούτου αυτών των ημερολογιακών εγγραφών του Γιώργου Σεφέρη, που αποτελούν όχι μόνον ένα θησαυρό πληροφοριών για τα γεγονότα εκείνης της ταραγμένης εποχής, αλλά και ένα πανόραμα του εσωτερικού πλούτου του, που ασφαλώς δεν μπορεί να εξαντληθεί στην αράδα αυτών των λίγων γραμμών.

Ήδη από το 1926 ο Σεφέρης υπηρετεί ως ανώτερο στέλεχος και διπλωμάτης καριέρας στο  ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών. Είναι εκείνος που το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 μαζί με τον υπηρεσιακό του προϊστάμενο Νικολούδη, συνέταξε το διάγγελμα του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και εκείνος που την ημέρα της γερμανικής εισβολής στην Αθήνα,  δήλωνε στους εκπροσώπους των ξένων μέσων ενημέρωσης ότι «είμεθα αποφασισμένοι να ζήσωμεν ελεύθεροι ή να αποθάνωμεν».

Ολόκληρη η πολύτιμη διπλωματική του εμπειρία, από τις παραμονές του πολέμου ως την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, είναι καταγεγραμμένη στον 3ο και 4ο τόμο του προσωπικού του ημερολογίου, που κυκλοφόρησε σε 7 τόμους μετά το θάνατό του με το γενικό τίτλο «Μέρες», και στον Α΄ τόμο του Πολιτικού Ημερολογίου, που κυκλοφόρησε επίσης μετά το θάνατό του σε δύο τόμους. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα με εντιμότητα και αίσθημα ευθύνης, αποστάγματα του κύρους, της πείρας και της βαθιάς γνώσης του, για την πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής, και αποτελούν αναμφίβολα πολύτιμα  τεκμήρια για την Ιστορία της χώρας μας.

«Κυριακή 6 Απρίλη 1941: Κατά τις επτά το πρωί στο τηλέφωνο η φωνή του υπουργού. Οι Γερμανοί μας έδωσαν τελεσίγραφο. Ελάτε στο υπουργείο» γράφει ο ποιητής στα προσωπικά του ημερολόγια. «Μετά από ένα τέταρτο ήμουν στο υπουργείο. Έξοχο ανοιξιάτικο πρωινό. Στους δρόμους λίγοι ανύποπτοι διαβάτες. Διάβασα το πρώτο ανακοινωθέν. Στις πέντε και μισή ο Γερμανός πρεσβευτής πήγε στο σπίτι του Κορυζή και του έδωσε μια σύντομη νότα. Προς το μεσημέρι ο κόσμος από τις ειδικές εκδόσεις των εφημερίδων, σχηματίζει διαδηλώσεις στην οδό Σταδίου, που στην αρχή οι χωροφύλακες διαλύουν».

Και συνεχίζει για την ίδια μέρα: «Έπειτα στην κόνφερανς των δημοσιογράφων, μιλάω πρόχειρα χωρίς να ξέρω καλά-καλά που θα καταλήξω. Σαν τέλειωσα, διάφοροι μου έσφιγγαν το χέρι συγκινημένοι. Θα πρέπει να ήμουν σε κατάσταση καταληψίας. Ρωτώ τους συνεργάτες μου τι είπα».

Λίγες μέρες αργότερα, στις 10 του μηνός, τη μέρα που οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη, η πιστή και αγαπημένη σύντροφός του Μαρώ, διαβλέποντας ότι τα δύσκολα έρχονται, ζητάει από τον Σεφέρη να παντρευτούν. Ο γάμος τους έγινε το απόγευμα της επόμενης μέρας χωρίς καλεσμένους στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, απέναντι από το ιστορικό σπίτι της οικογένειας Σεφεριάδη στην οδό Κυδαθηναίων 9 στην Πλάκα, δίπλα στο σημερινό Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

Ο πολιτικός και ο ιστορικός χρόνος σ’ αυτές τις τραγικές μέρες είναι απίστευτα συμπυκνωμένος: Καθώς οι Ναζί επελαύνουν προς το νότο, η Ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας, να εγκαταλείψει την Αθήνα. Μια κυβέρνηση πανικόβλητη και δειλή που κυρίως ενδιαφέρεται για να σώσει εαυτόν, επενδύει παράλληλα τη βούλησή της με μεγάλα λόγια γι’ αυτή την απόφασή της. Διακηρύττει ότι θα πάει στην ελεύθερη ακόμη Κρήτη και ότι από εκεί θα οργανώσει καλύτερα την αντίσταση. Αυτή ήταν άλλωστε και η απόφαση της Αγγλικής κυβέρνησης. Ο ποιητής διαισθανόμενος τι πραγματικά σηματοδοτεί αυτό το φευγιό, αποφασίζει να την ακολουθήσει, αφού καταγεγραμμένος όντας ως αγγλόφιλος στα κατάστιχα των Γερμανών, θα τον περίμενε στην Αθήνα ένα ζοφερό μέλλον. Υπάρχει μια ασάφεια που προκύπτει ακόμη και μέσα από τα ημερολόγιά του αλλά και από τον βιογράφό του Roderick Beaton, για το πως κατάφερε να διαφύγει στην Κρήτη ο ποιητής. Εικάζεται, ότι το ζήτησε ο ίδιος μετ’ επιτάσεως, από τον ακόλουθο τύπου της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα David Wallace, ο οποίος διέφυγε με το ίδιο πλοίο από τον Πειραιά προς τα Χανιά, λίγες μέρες αργότερα.

«Χτες ο υπουργός μου μίλησε για ενδεχόμενο αναχώρησης με την κυβέρνηση. Κανένας ψύχραιμος άνθρωπος. Δεν ξέρουν καλά-καλά γιατί φεύγουν και τι θα κάνουν εκεί που θα πάνε. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμία προετοιμασία. Ο αγέρας της Κρήτης είναι γι’ αυτούς βραχνάς. Ο υπουργός λογαριάζει πως θα κουβαλήσει τις δεκαπέντε τόσες κασέλες του, υπηρέτριες και τα ρέστα. Για την υπηρεσία δεν φροντίζει κανείς. Συλλογίστηκα πολύ αν θα έφευγα μαζί τους. Ο συγχρωτισμός μ’ αυτούς τους ανθρώπους μου φέρνει σηψαιμία. Έπειτα συλλογίστηκα πως αν θα μείνω, οι Γερμανοί θα με αχρηστέψουν από την πρώτη μέρα. Ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει με τη μάχη στα ελληνικά χώματα. Αναρωτήθηκα που θα ήμουν πιο χρήσιμος και πιο συνεπής και το αποφάσισα. Η Μαρώ είχε τη γνώμη από την αρχή πως δεν έπρεπε να μείνουμε».

Του δίνουν ένα «κόκκινο χαρτί» καθώς λέει, σαν εισιτήριο που θα έμπαινε στο επιβατηγό «Σοφία» που θα ξεκινούσε από τη Σκάλα Ωρωπού. Ο βασιλιάς, οι υπουργοί και οι λοιποί ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα έφευγαν με αντιτορπιλικό. Φρόντισαν να του δώσουν και το διάγγελμα του Γεωργίου Β’ για να το δώσει για τις εφημερίδες της επομένης.

Έτσι τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου 1941, ο Σεφέρης μαζί με άλλους υπαλλήλους του υπουργείου εξωτερικών που έχουν αποφασίσει να διαφύγουν, όσοι τουλάχιστον δεν έβρισκαν φτηνή δικαιολογία για να λακίσουν,  δίνουν ραντεβού στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» της πλατείας Συντάγματος όπου και ήταν πλέον η έδρα της κυβέρνησης. Αφήνοντας το ίδιο βράδυ την Αθήνα της γενικής συσκότισης μέσα από τα ουρλιαχτά των συναγερμών, αναρωτιέται αν θα ξαναδεί ποτέ τη γη της Αττικής. Η πιστή του Μαρώ, είχε αποφασίσει να τον ακολουθήσει στην Κρήτη, και είχε ήδη αφήσει τα δυο παιδιά της πίσω, υπό την προστασία της οικογένειας Δέλτα. Η Πηνελόπη, της είπε ότι, και θέλει και μπορεί, να τα κρατήσει στην οικογενειακή θαλπωρή, στο κτήμα τους στην Κηφισιά. Απλά δεν της είπε, ότι λίγες μέρες αργότερα, η ίδια θα αυτοκτονούσε! 

Τα αρώματα της Αττικής άνοιξης μοσχοβολούσαν στη διαδρομή προς τον Ωρωπό. Οι ορθόδοξες εκκλησίες εκείνη την κατανυκτική  βραδιά έψελναν τα εγκώμια και οι μεθυστικές μυρωδιές των λεμονανθών μύριζαν στις περιφορές των Επιταφίων. Στον Ωρωπό ίσα-ίσα που πρόλαβαν να μπουν σε μια απ’ αυτές, να ασπαστούν τον Επιτάφιο και να κατευθυνθούν στην παραλία για να τους μεταφέρει μια βενζινάκατος στο «Σοφία» που περίμενε αρόδου. Δεκάδες δημόσιοι υπάλληλοι και χωροφύλακες είχαν ήδη μπαρκάρει στο πλοίο που θα σάλπαρε για την Κρήτη. Η ώρα περνούσε, αλλά απόπλους δεν γινόταν. Γερμανικά αεροπλάνα στούκας εμφανίστηκαν προς στιγμή, να κάνουν βόλτες και βουτιές πάνω από το πλοίο. Τα χαρακτηριστικά συρίγματα των βουτιών, των βομβών και των εκρήξεων θα έμεναν ανεξίτηλα στη μνήμη του ποιητή. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του καπετάνιου που έκανε ελιγμούς και η καθαρή τύχη απέτρεψαν το μοιραίο.  Όλοι οι επιβάτες ξεμπαρκάρουν σώοι στην ξηρά στα σκοτάδια της νύχτας φορώντας σωσίβια οι περισσότεροι. Με τα χίλια ζόρια κατορθώνει από το σταθμό χωροφυλακής Ωρωπού να τηλεφωνήσει στο υπουργείο.

«Δεν ξέρετε τα νέα, μου λένε; Ο Κορυζής αυτοκτόνησε. Ο Νικολούδης παραιτήθηκε. Έχουμε κυβέρνηση Κοτζιά. Παρακάλεσα να μου στείλουν ένα αυτοκίνητο κι έκλεισα το τηλέφωνο» γράφει στα ημερολόγιά του. Αυτοκίνητο δεν φάνηκε ποτέ, μέχρι που μπήκαν με την Μαρώ σ’ ένα λεωφορείο που τους μάζεψε όλους κατά τα μεσάνυχτα, πίσω  για την Αθήνα. Εκεί θα ξαναμείνουν μόνον για τρεις ημέρες.

 

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 22ας Απριλίου, ο ποιητής και η γυναίκα του θα βρεθούν επιβάτες σε ένα άλλο επιβατηγό πλοίο, την «Έλση» που θα αποπλεύσει για την Κρήτη, αυτή τη φορά από το λιμάνι του Πειραιά. Στο πρωραίο αμπάρι του πλοίου οι Εγγλέζοι σκεφτόμενοι πανέξυπνα, θα κουβαλούν σαν ασπίδες απέναντι στα γερμανικά βομβαρδιστικά, περί τους 80 γερμανούς αιχμαλώτους. Στο ίδιο πλοίο θα ταξιδέψουν για την Κρήτη ο ακόλουθος τύπου της Βρετανικής πρεσβείας David Wallace, η βρετανίδα μυθιστοριογράφος, ποιήτρια, κριτικός και συγγραφέας της «Βαλκανικής Τριλογίας» η Olivia Manning  καθώς και αρκετοί άλλοι υψηλόβαθμοι Βρετανοί αξιωματούχοι. Λίγες ώρες νωρίτερα, θα είχε αναχωρήσει από το ίδιο λιμάνι ο Κερκυραίος φίλος τους, γιατρός Θεόδωρος Στεφανίδης που είχε καταταγεί στο βρετανικό ναυτικό, με το πλοίο «Ιουλία».

Ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής ο Σεφέρης και η Μαρώ, φτάνουν στο λιμάνι της Σούδας. Εκεί είχε φτάσει πάλι με το πλοίο «Ακρόπολις» πριν από πέντε χρόνια, την άνοιξη του ’36, με τον γαμπρό του, καθηγητή Κωνσταντίνο Τσάτσο, για να αποχαιρετήσουν το μεγάλο νεκρό και θαυμαστή τους Ελευθέριο Βενιζέλο. Γράφει στα ημερολόγιά του: «Φτάσαμε στη Σούδα κατά τις δώδεκα. Πάντα χωρίς συνοδεία. Εκτός από μια κανονιά που ακούστηκε μέσα στη νύχτα, το ταξίδι ήταν ατάραχο. Νομίζω πως πρέπει να χρωστάμε χάρη γι’ αυτό, στους Γερμανούς αιχμαλώτους που είχαμε στο πρωραίο αμπάρι. Τα στούκας είχαν τα μέσα να πληροφορηθούν για το φορτίο κάθε καραβιού που ξεκινούσε από τον Πειραιά. Ήμασταν ξαγρυπνισμένοι κάμποσες νύχτες και νηστικοί. Πρώτη φορά στη ζωή μου ζητιάνεψα λίγο ψωμί για τη γυναίκα μου από έναν Έλληνα στρατιώτη. Μεγάλη συγκίνηση κοιτάζοντας τα βουνά της Κρήτης. Τέλειος τόπος. Ξεμπαρκάραμε ύστερα από τέσσερεις ώρες. Το λιμάνι της Σούδας είναι τώρα ένα νεκροταφείο καραβιών. Ήταν αδύνατο να βρεθεί μεταφορικό μέσο για τα Χανιά. Βάλαμε τις βαλίτσες μας κάτω από ένα δέντρο και περιμέναμε. Ένα καμιόνι φόρτωνε πέρα-πέρα. Ρώτησα για καλού κακού, αν ήθελε να μας πάρει μαζί του. «Ανεβείτε» μας είπε. Ήταν ένας άνθρωπος καλόκαρδος, γεμάτος κέφι. Μας κατέβασε στο ξενοδοχείο, χωρίς να θελήσει να πάρει πεντάρα. Το ξενοδοχείο ασφυκτικά γεμάτο. Οι πρέσβεις και οι άνθρωποί τους πελαγωμένοι, σέρνονταν μέσα στη σκόνη με τα μαύρα τους ρούχα. Μου είπαν πως ο Τσουδερός ήταν στο Ηράκλειο, ο βασιλιάς κάπου αλλού και ο διάδοχος κάπου αλλού. Τα πόδια μου είχαν ανάψει, δεν μπορούσα να τα πατήσω. Που να κοιμηθούμε! Αφήσαμε τα πράγματά μας και με τα δισάκια μας στον ώμο,

πήραμε ένα μόνιππο, άλογο ψαρή αρρωστημένο, για τη Νέα Χώρα. Για το εργοστάσιο του Γαγάνη. Εκεί κοντά κατοικούσε η φαμίλια της Βικτώριας, μιας υπηρέτριας που είχαμε κάποτε στην Αθήνα. Ευτυχώς τους βρήκαμε. Η κάμαρα που μας έδωσαν, όλο τους το σπίτι, δεν έχει παράθυρα, αλλά το κρεβάτι είναι μεγάλο και στην άκρη είναι κρεμασμένο από το ταβάνι το ποδήλατο του γιου που έφυγε στρατιώτης».

Ο ποιητής με τη γυναίκα του, μέσα στις φρικιαστικές εικόνες που αντικρίζουν καθημερινά τις 22 μέρες της παραμονής τους στην Κρήτη, όπου καταφτάνουν συνεχώς καράβια με ανθρώπινα καραβάνια, μένουν έκθαμβοι από το μεγαλείο των απλών ανθρώπων του νησιού. Και αυτό εκφράζεται σε πάρα πολλές συγκινητικές εγγραφές του ποιητή, ενδεικτικές των οποίων μνημονεύουμε.

Σε γράμμα που έστειλε ο Σεφέρης στον Αμερικάνο συγγραφέα Henry Miller τα Χριστούγεννα του 1941 και που δεν συμπεριλαμβάνεται στα ημερολόγιά του, γράφει ότι στα Χανιά συνάντησαν τυχαία τον φίλο τους εμβληματική φυσιογνωμία, τον  Άγγλο συγγραφέα Lawrence Durrell που αποτελούσε τη λογοτεχνική συντροφιά τους στην Αθήνα πριν μόλις δυο χρόνια μαζί με τον ίδιο τον Miller, τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Στεφανίδη, τον καπετάνιο Αντωνίου και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα,  που ο πόλεμος τους σκόρπισε στους τέσσερεις ανέμους. «Τον αγαπάω τον Λάρι (Lawrence). Έχει υπέροχες στιγμές. Τον θυμάμαι στην Κρήτη...», ο οποίος είχε έρθει από την Καλαμάτα με τη γυναίκα του τη Νάνσυ και την κόρη τους Πηνελόπη  «μ' ένα καράβι σαν εκείνα που έπαιρνες εσύ (ο Miller) για τις Σπέτσες. Οι φίλοι κίνησαν να βρουν μια ταβέρνα, γιατί ήταν όλοι πολύ πεινασμένοι, και ο Σεφέρης γράφει στον Miller πως τα Χανιά βούλιαζαν από τον κόσμο, «η ταβέρνα γεμάτη μ' ένα αλλόκοτο πλήθος στρατιωτών και άστεγων πολιτών που έπεφταν στα πιάτα σαν ακρίδες σ' αμπέλι». Ύστερα από «φοβερό στριμωξίδι» κατάφεραν να βρουν λίγο κρύο ρύζι και έφυγαν χωρίς να πληρώσουν γιατί οι σερβιτόροι «είχαν χαθεί μες στην πηχτή μάζα αυτού του παλαβού πλήθους». Αποχαιρετίστηκαν στο συσκοτισμένο δρόμο κάτω από έναν «εξαίσιο ουρανό» και μια  δυο μέρες μετά ο Durrell έφευγε με την οικογένειά του για την Αλεξάνδρεια.

Ο Σεφέρης δεν κατέγραψε αυτή τη συνάντηση στο ημερολόγιό του και η περιγραφή του στην επιστολή του προς τον Miller, παρά τις λεπτομέρειες για την έλλειψη τροφίμων και την πολυκοσμία, έχει έναν τόνο αρκετά διαφορετικό από τη βαθιά μελαγχολία, την απογοήτευση και την αίσθηση της ανημποριάς που διέπουν τις καταχωρίσεις του για τις τρεις εβδομάδες πέρασε στην Κρήτη πριν φύγει για το Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, γράφει ο μελετητής του Edmund Keeley. Απ' αυτές τις καταχωρίσεις μαθαίνουμε για τους έντονους ελιγμούς ορισμένων μελών της ελληνικής κυβέρνησης μετά τον θάνατο του Μεταξά και κυρίως μετά την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Κορυζή: Όταν οι υπόλοιποι έφτασαν στην Κρήτη, οι πιο φιλόδοξοι ή οι πιο δειλοί άρχισαν αμέσως τις έριδες και τις αλληλοϋπονομεύσεις. Την κρητική ατμόσφαιρα βάραιναν οι φήμες ότι ο ελληνικός λαός είχε προδοθεί από τους ηγέτες του, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ο Σεφέρης είχε σαστίσει από την έλλειψη πολεμικής προετοιμασίας. «Η κυβέρνηση δεν έκαμε τίποτα», ήταν το φυσικό της γράφει από την Κρήτη. «Αλλά οι Άγγλοι;» Τρεις μέρες μετά μαθαίνουμε πως «τίποτα δεν λειτουργεί ακόμη στην κυβέρνηση». Και στις μέρες που ακολουθούν γράφει ότι «πραγματικά έχουμε στεγνώσει από την πίκρα, από την αβεβαιότητα, από τη στέρηση πνοής... Οι Άγγλοι είναι ζαλισμένοι ακόμη από το χτύπημα που έφαγαν στην Ελλάδα τα μασάνε δεν ξέρουν αν θα μείνουν ή αν θα φύγουν κι από δω». Νιώθει περικυκλωμένος από έναν «ξερό πυρετό». Ο καθένας συλλογίζεται τον εαυτό του. Αυτό που στήριζε το μέτωπο της Αλβανίας εδώ έχει χαθεί: «Το ομαδικό αίσθημα της ορμής, του κεφιού, της θυσίας, η κοινή φλόγα». Ό,τι άρχισε εκεί τον Οκτώβρη χάλασε πια ή ταπεινώθηκε. Απελπισμένος, προσθέτει ότι δεν είναι δυνατόν να έχει χαλάσει πέρα για πέρα, σίγουρα «θα έρθει ο καιρός που θα ξαναβλαστήσει». Ο Σεφέρης βλέπει το πόστο του στην Κρήτη – ένα πόστο που ποτέ δεν είχε προσδιοριστεί επακριβώς – να χάνει όλο και περισσότερο το λόγο ύπαρξής του και μια «ατμόσφαιρα φευγιού» παντού. «Κρίμα» λέει, «να μην έχουν έρθει εδώ λίγοι άνθρωποι ζωντανοί, σαν τις τόσες χιλιάδες που πήγαν στο μέτωπο». Περίμενε ότι τα πράγματα στην Κρήτη θα ήταν διαφορετικά απ ό,τι στην Αθήνα, όμως, αλίμονο, είναι τα ίδια. Παρ' όλα αυτά η Κρήτη τον συγκινεί, τον κάνει να νιώθει πως, αν τούτη η γη ήταν δική του, δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ, ό,τι κι αν συνέβαινε. Μια στιγμή η ανοιξιάτικη μπόρα, μια στιγμή τα μεγάλα βουνά χιονισμένα ακόμη κάπου-κάπου, η έρημη θάλασσα, ο ζωντανός αγέρας αυτά τα πράγματα που είναι πολύ περισσότερο δικά μου, από όλους τους πολέμους του κόσμου».

Την τρίτη εβδομάδα στο νησί, αναρωτιέται γιατί η κυβέρνηση ήρθε στην Κρήτη αν δεν είχε σκοπό να μείνει. Βρίσκει ότι είναι ελεεινό να έρχεται ο κόσμος αντιμέτωπος μ' αυτή τη διάχυτη ατμόσφαιρα φυγής: «Ζητούμε από έναν πληθυσμό να πάρει ηρωικές αποφάσεις και συνάμα κουρελιάζουμε το ηθικό του με τη στάση μας». Λίγο παρακάτω αναφέρει αυτό που του απάντησε ένας Εγγλέζος αξιωματικός της υπηρεσίας τύπου στην Αθήνα όταν τον ρώτησε αν θα έμενε στην Κρήτη ή αν θα πήγαινε στην Αίγυπτο: «Μα η Κρήτη, δεν έχει και τόση σημασία για μας», ήταν η αδιάφορη απάντηση, εννοώντας προφανώς με το «για μας» το βρετανικό στρατό. Ο Σεφέρης τώρα, παίζει με την ιδέα να μείνει στην Κρήτη όσο κρατήσει το νησί, τούτο θα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να του τύχει, αλλά αναρωτιέται, μήπως είναι κι αυτό ένα είδος νοσηρού ρομαντισμού». Κι έπειτα, στις 14 Μαΐου, τον πληροφορούν ότι θα φύγει κι αυτός από την Κρήτη μαζί με την κυβέρνηση. Γύρω του οι πάντες σκάβουν καταφύγια στο χώμα σαν να σκάβουν το λάκκο τους. Εκείνη τη στιγμή νιώθει πραγματικά την «ντροπή της φυγής». Αργότερα την ίδια μέρα, παίρνει εντολή να βρίσκεται στη Σούδα στις 6.30 πμ. για την αναχώρηση. Το πλοίο με το οποίο ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη θα ταξίδευαν στο Πορτ Σάιντ ήταν το «Nieuw Amsterdam» ένα ολλανδικό υπερωκεάνιο. «Τι ωραίο ταξίδι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει μ' ένα τέτοιο καράβι...» παρατήρησε η Μαρώ, αλλά ο Σεφέρης σημειώνει λακωνικά ότι αυτό είναι το πραγματικό ταξίδι: Δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει και αν θα φτάσεις». Όταν φτάνουν στην Αίγυπτο, αντικρίζει χαμηλή γη, τη χαμηλότερη που είδε ποτέ, ούτ' ένα βουνό, θάλασσα κίτρινη, θάλασσα του Πρωτέα, γεμάτη μέδουσες, μα συνάμα έντονα γαλάζια. Το τοπίο του φέρνει στο νου δύο ιερουργούς του Αιγαίου. «Πού να είναι ο Τόνιο;» αναφωνεί ο ποιητής. «Και ο Ελύτης;» Ο Σεφέρης και η γυναίκα του παίρνουν το τρένο για το Κάιρο, όπου οι Βρετανοί τους υποδέχονται ως πρόσφυγες πολέμου και τους στέλνουν στο Imperial House, «μια ελεεινή πανσιόν». Στην ελληνική πρεσβεία οι άνθρωποι είναι τελείως αμέριμνοι, πιστεύουν ότι ζουν μια κατάσταση ειδυλλιακή, γι' αυτούς ο πόλεμος γίνεται στον Άρη.

Το ζευγάρι γρήγορα μετακομίζει στην Αλεξάνδρεια. Τουλάχιστον εκεί συναντούν ίχνη του Καβάφη και λίγους Έλληνες που μπορούν να συζητήσουν για λογοτεχνία και ποίηση, αλλά δεν περνάει καλά-καλά μία εβδομάδα και ο Σεφέρης γράφει ότι μετανιώνει που έφυγε από την Ελλάδα, πικρά κάποιες φορές: Εκεί βρίσκονται οι φίλοι του, οι άνθρωποί του. Η Κρήτη παραμένει μια «μεγάλη πληγή». Η Μαρώ του λέει ότι «όλοι μας φταίμε, εσύ, εγώ, η κυβέρνηση, οι Εγγλέζοι», κι εκείνος συμφωνεί.  Στο φαγητό την επομένη ένας Άγγλος αξιωματικός, που έχει έρθει από το Ηράκλειο, διηγείται ότι οι Κρητικοί πολεμούν με κάθε όπλο τον εχθρό, μερικοί με χαντζάρια».

Ο Σεφέρης των χρόνων του πολέμου, και ιδιαίτερα της αυτοεξορίας, είναι στα βάθη του ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Όχι μόνο επειδή η νοσταλγία της πατρίδας του έχει γίνει αβάσταχτη, αλλά γιατί στο υπηρεσιακό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο είναι αναγκασμένος να συμβιώνει, νιώθει εντελώς ξένος. Και αυτό τον γεμίζει απελπισία: «Αν έφυγα από την Ελλάδα –γράφει στα ημερολόγιά του– το έκανα για να μπορέσω να υπηρετήσω τούτο τον αγώνα, όσο και όπως μπορούσα. Δυστυχώς, βρέθηκα σε μια παρέα, που γρήγορα μ’ εξουδετέρωσε. Όλα αυτά με βασάνισαν πολλές μέρες τώρα, με γέμισαν θλίψη, με απέλπισαν… Κατά βάθος όμως –συνεχίζει– οι ατυχίες μου αυτές είναι δίκαιες: είμαι τέλεια ξένος από αυτόν τον κόσμο».

Είκοσι έξι χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1967, μόλις λίγες μέρες πριν την δικτατορία των Απριλιανών, ο Γιώργος Σεφέρης έχοντας πλέον κατακτήσει την παγκόσμια αναγνώριση του Νόμπελ Λογοτεχνίας, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Λυκείου Ελληνίδων Ηρακλείου, θα ερχόταν στην Κρήτη για να μιλήσει για την ποίηση.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1.   Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄, 1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993.

2.   Roderick Beaton, Γιώργος Σεφέρης, Περιμένοντας τον Άγγελο, Βιογραφία, Ωκεανίδα 2003.

3.   Edmund Keeley, Inventing Paradise: the Greek journey 1937-47, New York: Ferrar, Straus and Giroux, 1999.

4.   Theodore Stephanides, Climax in Crete, London 1946, Faber and Faber Ltd.

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ