Το άγνωστο έργο της Κρητικής Αναγέννησης εμπνευσμένο από τους ψαράδες του Μιραμπέλλου

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Η Αναγεννησιακή τραγικωμωδία «Elpidio Consolato» του Nicolό Crasso

 


 

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Είναι γνωστό ότι η καλλιέργεια της παιδείας και των γραμμάτων και η εμφάνιση μιας αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής που παρατηρήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, οφείλεται μεταξύ άλλων στην ειρηνική διαβίωση και την επαφή με έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό. Ιδίως η δεύτερη περίοδος ακμής της Κρητικής Λογοτεχνίας,  φέρει φανερή την επίδραση της  ιταλικής Αναγέννησης.

Το είδος της ποιμενικής ποίησης, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αι. έγινε δημοφιλές και στην Κρήτη. Εκτός από τα τρία σωζόμενα ποιμενικά δράματα «Ο πιστικός βοσκός» αγνώστου συγγραφέα, «η Πανώρια» του Γ. Χορτάτση και το «Amorosa Fede» του Αντ. Πάντιμου, ένα τέταρτο έργο με τίτλο «Elpidio Consolato» του Βενετού συγγραφέα Nicolò Crasso εμπνευσμένο από το Μιραμπέλλο, φαίνεται πως συμπληρώνει αυτή την κατηγορία της ακμάζουσας Κρητικής Λογοτεχνίας της Αναγέννησης. Το έργο αυτό που πρωτοπαρουσιάστηκε σε μελέτη που δημοσιεύτηκε(1) πριν από 24 χρόνια στο περιοδικό «Θησαυρίσματα» του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, από τον καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών, μελετητή και ερευνητή της Κρητικής Λογοτεχνίας της Αναγέννησης υπό την επιρροή του Ενετικού Κόσμου στο πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ και επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Alfred Vincent, εξακολουθεί να παραμένει σχεδόν παντελώς άγνωστο μέχρι σήμερα, παρότι συμπληρώνει και φωτίζει επάξια την ακμάζουσα Αναγεννησιακή Κρητική Λογοτεχνία. Έτσι, μια εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση με τον κ. Vincent για την Κρήτη της Βενετσιάνικης περιόδου, αναπόφευκτα, δεν μπορούσε παρά να μην εντοπιστεί και σ’ αυτή την προ 24ετίας πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσίευση του στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό.

«Το έργο του «Elpidio Consolato» όπως περιγράφεται στον τίτλο του αφορά μια θαλασσινή ιστορία (favola maritima), ένα μύθο για τους ψαράδες του Μιραμπέλλου. Παρόμοιο με ποιμενικό δράμα, αλλά από τη θαλασσινή σκοπιά. Πρόκειται για μια τραγικωμωδία που ανήκει στην παράδοση του «ποιμενικού» δράματος του Guarini, με τη διαφορά ότι εδώ οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι ψαράδες αντί βοσκοί (favola marittima ή pescatoria). Η δράση του έργου τοποθετείται σε μια μυθοποιημένη αρχαιότητα, με νύξεις όμως για καταστάσεις και ζητήματα σύγχρονα της εποχής του, όπως Μουσουλμάνοι πειρατές στο Αιγαίο, βενετική κυριαρχία στη θάλασσα, σχέσεις κρατικής και θρησκευτικής εξουσίας κλπ.

Είναι μια τραγικωμωδία, μια σχετικά σοβαρή κωμωδία αλλά και με αρκετές κωμικές σκηνές. Αλλά λέγεται κωμωδία επειδή έχει αίσιο τέλος. Μην ξεχνάμε ότι και η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη λέγεται «κωμωδία», όχι επειδή έχει κωμικό στοιχείο, αλλά επειδή έχει αίσιο τέλος τον Παράδεισο. Ανήκει σ’ ένα συγκεκριμένο θεατρικό είδος, είναι μια θαλασσινή τραγικωμωδία ή θαλασσινή κωμωδία βασισμένη στην ποιμενική παράδοση. Η ποιμενική παράδοση πηγαίνει πίσω σχεδόν μέχρι τον Όμηρο. Στα μέσα του 16ου αι. ιταλοί συγγραφείς είχαν την ιδέα για πρώτη φορά όπως φαίνεται να γράψουν κανονικά θεατρικά έργα σύμφωνα με τις νόρμες της νεοκλασικής θεατρικής συγγραφής αλλά με σκηνικό κάποια Αρκαδία ή κάποιο όμορφο τοπίο της υπαίθρου, με πρόσωπα που θα ήταν βοσκοί που τραγουδάνε, παίζουν μουσικά όργανα και ερωτεύονται. Έτσι γεννήθηκε η ποιμενική κωμωδία ή τραγικωμωδία. Τραγικωμωδία είναι όταν έχεις πιο πολλά σοβαρά γεγονότα αλλά που καταλήγουν στο αίσιο τέλος. Εδώ αντί για βοσκούς, έχουμε ψαράδες. Μια ψαράδικη κοινωνία του Μιραμπέλλου, και αυτό αποτελεί ένα υποείδος. Υπάρχουν μερικά παραδείγματα στην ιταλική λογοτεχνία, αρχίζοντας περίπου από το 1560-70. Αυτό που έκανε ο Crasso από άποψη θεατρικού είδους δεν ήταν και πολύ πρωτότυπο, αλλά η διαφορά είναι ότι εμπνεύστηκε ένα σκηνικό από αρχαίους θεούς σε μια συγκεκριμένη κοινωνία ψαράδων της Κρήτης, προσαρμοσμένη στη δική του σύγχρονη πραγματικότητα.

Σκηνικό του δράματος είναι η περιοχή του Μιραμπέλλου της Candia στην ανατολική Κρήτη. Οι χαρακτήρες του «Elpidio Consolato» είναι Κρητικοί, μέλη μιας κοινότητας ψαράδων στο βενετσιάνικο κάστρο στη σημερινή παραθαλάσσια πόλη και τουριστικό θέρετρο του Αγίου Νικολάου», λέει ο κ. Vincent.

Ο Βενετός δικηγόρος και συγγραφέας Nicolò Crasso έφτανε για πρώτη φορά στην Κρήτη το 1612-13, στα 27 του χρόνια, «ως κρατικός υπάλληλος συνοδεύοντας τους Προβλεπτές-Εξεταστές στην Ανατολή. Έχοντας γεννηθεί γύρω στο 1585 από οικογένεια με παράδοση στην τάξη ευγενών πολιτών  που είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίας στη Βενετική Δημοκρατία, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και έλαβε πτυχίο Νομικής το 1602», την περίοδο δηλαδή που ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος μεγαλουργούσε στο Τολέδο της Ισπανίας. Μέχρι το 1623, ο Nicolό Crasso ήταν ήδη γνωστός αβογατόρος (δικηγόρος)  και περιστασιακός ποιητής. Το έργο του «Elpidio Consolato»  ήταν το πρώτο που τον εμφάνιζε στο στερέωμα των βενετοκρητικών θεατρικών συγγραφέων.

«Ο συγγραφέας έμεινε στην πιο ξακουστή υπερπόντια κτήση της χώρας του για έξι χρόνια περίπου χωρίς να είναι επιβεβαιωμένο, όπως πίστευε ο Ν. Παναγιωτάκης. Στην διάρκεια της παραμονής του στον Χάνδακα, ο βενετσιάνος συγγραφέας συνδέθηκε με τους κύκλους των διανοουμένων του νησιού, και μεταξύ άλλων έγινε μέλος της πασίγνωστης Ακαδημίας των Stravaganti της πόλης. Tο θεατρικό του έργο «Elpidio consolato» εκδόθηκε στη Βενετία το 1623, αν και είχε γραφτεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, ίσως πριν από την αναχώρηση του συγγραφέα από τη μεγαλόνησο.

Νωρίς κιόλας στην καριέρα του ο συγγραφέας, συνδέθηκε με το αξίωμα του «avvocato fiscale», ενός από τους τρεις αξιωματούχους της Βενετίας στο Λεβάντε που ερευνούσαν τη νομιμότητα των ενεργειών των κρατικών αξιωματούχων της Δημοκρατίας, στις υπερπόντιες κτήσεις της. Στην Κρήτη ο πατέρας του, Μάρκο, κατείχε υψηλή διοικητική θέση ως μεγάλος Καγγελάριος στις Δουκικές υπηρεσίες της Candia. Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς ημερομηνίες παραμονής του Crasso στην Κρήτη, πάντως εμφανίζεται να παραμένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα τρεις τουλάχιστον φορές την περίοδο από το 1613 έως το 1618. Τα βενετικά αρχεία φωτίζουν πολλές πτυχές της ζωής της οικογένειας Crasso γι’ αυτήν την περίοδο και πληροφορούν για εκπληκτικές λεπτομέρειες της ζωής της, όπως π.χ. για την οικιακή βοηθό τους Μαριέττα Ραφτοπούλα από το Καστέλι Τεμένους που η οικογένεια απασχολούσε στο σπίτι της.

Η στάση του Crasso είναι έντονα φιλοκυβερνητική (φιλοβενετική), όπως άλλωστε είναι και σε άλλα του έργα, κυρίως ποιήματα στα ιταλικά. Η επιλογή του Μιραμπέλλου ως σκηνικού έχει σχέση με το γεγονός ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν με το ψάρεμα, και μάλιστα έρχονταν με τις βάρκες τους τακτικά στο Χάνδακα για να πουλήσουν τα ψάρια τους, όπως μας πληροφορεί στα απομνημονεύματά του και ο δουκικός γραμματέας Τζουάνες Παπαδόπουλος στο έργο του «Στον καιρό της σχόλης»(2), αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αι. Στα χωριά της Καστελανίας του Μιραμπέλλου, δεν υπήρχαν μετρητά και οι ψαράδες αναγκάζονταν να ταξιδεύουν μέχρι το Χάνδακα όπου ήταν γνωστοί στην πόλη για την περίεργη και την κωμική προφορά τους».

Αν και το έργο τυπώθηκε στη Βενετία το 1623, ωστόσο φαίνεται πως γράφηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα όπως πληροφορεί ο συγγραφέας το φίλο του Francesco Viaro. Από μια υποσημείωση του εκδότη ξέρουμε ότι παίχτηκε με επιτυχία τον προηγούμενο χρόνο στις εκδηλώσεις του καρναβαλιού της Βενετίας από επαγγελματίες ηθοποιούς. Χειρόγραφα αντίγραφα της τραγικωμωδίας πέρασαν από χέρι σε χέρι. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το έργο συντάχτηκε ενόσω ο συγγραφέας ζούσε στην Κρήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι πιθανόν, μεταξύ των κρατικών υποχρεώσεων του Crasso κατά τη διάρκεια των παραμονών του στην Κρήτη, ήταν οι συχνές επισκέψεις του στο Μιραμπέλλο όπου η Σπιναλόγκα ήδη από το 1579 είχε αρχίσει να οχυρώνεται και τα οχυρωματικά έργα ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

Στον πρόλογο του έργου, που γίνεται από τον θεό Ποσειδώνα, φαίνεται ότι προορίζεται σαφώς για ένα βενετσιάνικο κοινό. Προφανώς είχε προσαρμοστεί ειδικά για μια παράσταση ενώπιον Ενετών θεατών. Είναι ένας εκτενής ύμνος και έπαινος για τη Βενετία την οποία ο θεός την αποκαλεί «σεβαστή αγαπημένη μνηστή και κόρη», εμπνευσμένη προφανώς από τις διάσημες τελετές στέψης των Δόγηδων όπου αυτοί «παντρεύονταν» σημειολογικά τη θάλασσα, ως υπέρτατος συμβολισμός της θαλασσοκράτειρας κι ισχυρής Δημοκρατίας των κυμάτων. Η Βενετία προσφέρει «φωλιά στην Ελευθερία, θρόνο για τη Δημοκρατία» λέει σε κάποιους συμβολικούς στίχους το έργο. Ο Ποσειδώνας εμφανίζεται χωρίς την τρίαινά του, γιατί αυτήν την έχει εκχωρήσει στον Δόγη και την ισχυρή Δημοκρατία του Αδρία. Έχει φέρει τις ακτές του Μιραμπέλλου στο κοινό της Βενετίας για να επισφραγίσει τα λεγόμενα της θαλασσοκρατορίας της στη Μεσόγειο, λέγοντας πώς «…η χαρά είναι συχνά στη γειτονιά της θλίψης, αλλά όπου τα δάκρυα είναι σπόρος, καρπός πάνω απ’ όλα είναι το γέλιο, που δείχνει τη δύναμη της ευσέβειας για να κερδίσει την κρίση των θεών στους ανθρώπους». Η πλοκή του Crasso είναι πολύ τυπική του ποιμενικού δράματος προσαρμοσμένο στο θαλασσινό περιβάλλον του καιρού του.

«Η επιλογή αυτή μπορεί έτσι να παραβληθεί με τη χρήση ενός άλλου κρητικού τοπίου του Ψηλορείτη, σε μια σειρά ιταλικών και ελληνικών κειμένων που περιλαμβάνει την Πανώρια του Χορτάτση, το επεισόδιο του Χαρίδημου στον Ερωτόκριτο και την Amorosa fede του Πάντιμου. Και στις δύο περιπτώσεις οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής φαίνεται να έχουν συμβάλει στην επιλογή της ως σκηνικού για μια μυθοποιημένη απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου» συνεχίζει ο κ. Vincent.

Στην υπόθεση, εμφανίζονται οι άνθρωποι του Μιραμπέλλου να έχουν παραμελήσει τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις προς το θεό Ποσειδώνα. Γι’ αυτό και τιμωρήθηκαν από μια τρομερή ξηρασία, η οποία προκάλεσε πολλούς θανάτους από τη δίψα. Ζητώντας συμβουλές από ένα μαντείο, τους είπαν ότι η οργή του Ποσειδώνα θα μπορούσε να μετριαστεί από τον ίδιο τον απόγονο του θεού (τον Elpidio) στο ρόλο του ιερέα του μαντείου, και μόνο μετά την εύρεση, επιστροφή αγαπημένων προσώπων του, που ήταν οι περιπλανώμενοι στις θάλασσες.

«Υπάρχει και μια ερωτική ιστορία, καθώς και η ιστορία ενός ατόμου που χάνεται. Πολλοί συχνά, είναι δίδυμοι που μπερδεύουν το θεατή. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είναι ποιος, και φυσικά η πλοκή οδηγείται σε παρεξηγήσεις. Η οργή του Ποσειδώνα στην πορεία μετριάστηκε, αλλά στη συνέχεια οι άνθρωποι υπέστησαν μια νέα απειλή με την εμφάνιση δύο μυθολογικών θαλάσσιων τεράτων. Μυθολογικά κήτη, που τελούν σε διασκεδαστικές σκηνές αφού βρίσκουν και πίνουν ντόπιο κρασί και εμφανίζονται μεθυσμένα στη σκηνή! Παρόντα στο έργο είναι, όπως άλλωστε συνέβαινε και σε άλλα αντίστοιχα της εποχής, τα αποτελέσματα μιας πανδημίας: Η πανούκλα, τόσο στη Βενετία όσο και την Κρήτη, ήταν μια πραγματικότητα. Όλοι στην εποχή του Crasso θυμόντουσαν ακόμη την τρομερή πανώλη του 1592-95 που αποδεκάτισε το εν τρίτο του πληθυσμού του Χάνδακα. Οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές, καθώς υπήρχαν κι άλλα κρούσματα την εποχή που γράφτηκε το έργο.

Ο άλλος φόβος που ενδημούσε συνεχώς, ήταν εκείνος των Οθωμανών για τους οποίους πίστευαν ότι αργά ή γρήγορα θα έπαιρναν την Κρήτη από τους Βενετούς, καθώς και ο μόνιμος φόβος έναντι της πειρατείας και των κουρσάρων. Αυτός ο τελευταίος φόβος εξάλλου δεσπόζει και στο έργο του Crasso. Επίσης πραγματεύεται με έμμεσο τρόπο το προαιώνιο θέμα των σχέσεων της θρησκευτικής με την πολιτική εξουσία. Οι Βενετοί ήταν καλοί γενικά καθολικοί. Δεν είναι είναι όμως ηθογραφική ή εθνογραφική κωμωδία» συμπληρώνει ο κ. Vincent.

Ο Crasso στο έργο του δεν φαίνεται να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μορφώσει τις εικόνες των πρωταγωνιστών του και του κρητικού τοπίου ως υπόβαθρου. Τουλάχιστον αυτό είναι η εντύπωση που δίνεται στο κείμενο αλλά είναι δύσκολο να υποτεθεί ποιο σκηνικό υπόβαθρο επιλέχτηκε στην παράσταση του καρναβαλιού της Βενετίας το 1622. Εκτός από το όνομα «Μιραμπέλλο», το έργο δεν περιέχει σύγχρονα της εποχής ονόματα, μέρη ή τοπωνύμια. Υπάρχει μόνο η αναφορά στον πρόλογο του Ποσειδώνα για το «Καστέλι του Μιραμπέλλου», ένα από τα κύρια τοπόσημα της εποχής και της Καστελανίας, πολύ κοντά στην ήδη οχυρωμένη Σπιναλόγκα. Υπάρχουν επίσης δύο αναφορές για «λίμνη» (σελ. 5 και 35 της έκδοσης του 1623), οι οποίες συσχετίζονται από τις αναμνήσεις του συγγραφέα με τη «λίμνη Βουλισμένη», τη σημερινή λίμνη του Αγ. Νικολάου, που τα χρόνια του συγγραφέα ήταν καθαρή λίμνη και δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή μορφή της.

 

 

 

 

 

  1. «Fishing at Mirabello: Nicolo Crasso’s Elpidio Concolato and its cretan background», περιοδικό «Θησαυρίσματα», Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, τ. 26, 1996.

 

  1. «Στον καιρό της Σχόλης. Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα», Τζουάνες Παπαδόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012.

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ