"Τις ελιές δεν τις πετρώνουν τώρα πια"

Ξημέρωνε και τότε του προφήτη Ηλία...

του δασκάλου Μανώλη Χετζογιαννάκη
                                                 
Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά και ο Σήφης τ’  Ανεγνώστη σηκώθηκε από το κρεβάτι. Δεν είχε καλοκοιμηθεί όλη τη νύχτα. Κάψα, σκνίπες τον τυραννούσαν κι όταν δεν κοιμάσαι ο νους σου ταξιδεύει. Σε πετάει από το ένα στο άλλο.

Ξημέρωνε και τότε του προφήτη Ηλία, 20 του Δευτερόλη του 44. Είχανε σηκωθεί ογλήγορα όλη η οικογένεια να ετοιμαστούν για το πανηγύρι. Ανεγνώστης ο πατέρας του, ψάλτης πάει να πει, έπρεπε να ‘ναι ταχιά ταχιά στο ξωκλήσι που γιόρταζε. Βάλανε το χράμι το ξομπλιαστό στο σωμάρι, φορτώσανε τους άρτους  που την προηγούμενη είχενε φτιάξει με τα χέρια της η μάνα του, καβάλησε κι εκείνη στο γαϊδουράκι και ξεκινήσανε για την κορφή του Άι Λια. Πίσω μ’  ένα βιτσαλάκι στη χέρα για να ξελαλεί ακολουθούσε ο πατέρας του.

Αυτός, λεβέντης στα εικοσιδυό, ερχόταν ξωπίσω. Ο αδερφός του ο Γιώργης κι η Σοφία τους, πια μικροί, πότε πήγαιναν μπροστά και πότε πίσω. Φωνές, γελάκια, παιδιαρίσματα. Κουβέδιαζε κι ο κύρης με τη μάνα του για το ένα και το άλλο. Λοξοκοιτάζονταν. Δεν ήθελαν να φανερώσουν στα κοπέλια τον έρωτά τους κι ας είχαν περάσει τα χρόνια. Ξάνοιγαν τη φύτρα τους, πετάριζε από περηφάνεια η καρδιά τους. Λίγο πριν την κορφή σε μια ανεγυρίδα του ζάλου, τους χτύπησε ο ήλιος. Και τότε ξαφνικά τα στόματα κλείσανε. Η μάνα έλυσε το τσεμπέρι της και δάγκωσε με τα χείλια της τη μια του άκρη κι ο πατέρας του έβγαλε το κρουσαδωτό σκολινό κεφαλομάντηλο και το ‘βαλε στα μάτια του. Και τότε είδε κι ο Σήφης και πάγωσε. Τα αδέρφια του δεν πήραν χαμπάρι  πως στη σκιά του πατέρα τους δεν φαινόταν η κεφαλή. Κακό σημάδι. Παρατήρημα πάππου προπάππου. Μέσα στο χρόνο θα χανόταν.

Δεν πρόλαβε ούτε το μήνα. Στις 6 τ’ Αυγούστου στη κύκλωση τον πιάσανε οι Γερμανοί μαζί με κάμποσους ακόμη χωριανούς. Δεν τον ξανάδανε. Αργότερα μάθανε πως τον είχαν εκτελέσει σε αντίποινα στην Αγιά.

Ο Σήφης έβρασε έναν έρωντα, του ‘κανε καλό όταν είχε άγχος, και βγήκε κι έκατσε κάτω από τη βορεινή τη κρεβατίνα. Η Πραξία, η γυναίκα του, δεν είχε σαλέψει ακόμη κι όχι πως ήτανε τεμπέλα και της άρεσε το χουζούρι μα γιατί ήτανε πια ήμερη, πια ήσυχη η ψυχή της.

Δεν την πείραζε εκείνη ούτε κάψα, ούτε σκνίπες. Το μυαλό της μόνο στη προσφορά ήτανε δοσμένο. Έπινε το βραστάρι του γουλιά γουλιά κι ο νους του έδωσε πάλι ένα σάλτο.
Ιούλης ήταν και τότε. Ανήμερα του προφήτη Ηλία. Ασκερωπά είχε σηκωθεί πάλι, μα μέχρι να καταστέσει τα ζωντανά, να δω να κει, πήγε η ώρα οκτώ. Η Πραξία είχε πιάσει να καθαρίζει τα μελιτζανάκια που είχε μαζέψει χτες από τον κήπο. Θα τα ‘κανε γιαχνί με φρέσκιες πατάτες, κολοκυθάκια και μπόλικη ντομάτα. Καλοκαιρινό φαγητό. Τους άρεσε. Στο πόρτεγο κοιμόταν ο γιος του ο Μανώλης με τη γυναίκα του. Καινουριοπαντρεμένοι. Μικροπαντρεμένοι. Μέχρι να μαγειρέψει η Πραξία να την πάρει να πάνε να πετρώσουν τσ’ ελιές - έθιμο παλιό και τούτο, για τη σημερινή μέρα - είπε να κατεβεί μέχρι το ντουκιάνι. Η Ερήνη του ‘κανε πάντα τον καλύτερο καφέ. Είχε και το ράδιο πάντα ανοιχτό κι ακούγανε και τα νέα. Μόνο που τα τελευταία χρόνια τους είχαν μπουχτίσει στα δημοτικά τραγούδια και τα εμβατήρια. Και τα νέα λειψά. Ας ήτανε καλά η παράνομη Ντόιτσε Βέλε.

Εμβατήρια άκουσε και κείνο το πρωινό. Συνηθισμένος δεν κακόβαλε. Μα όταν περνούσε η ώρα και δεν άλλαζαν βιολί, άρχισε να κακοβάνει. Τι έγινε πάλι; Από μέσα του βλαστήμησε -κι ας ήταν θεοφοβούμενος- και τα δημοτικά και τα εμβατήρια και τη Χούντα. Δεν ήξερε ακόμη τι τον περίμενε κι αυτόν και τους άλλους. Ο καφές ήταν στη μέση όταν το είπαν και του ‘κατσε η γουλιά στο λαιμό. Ακόμη θυμάται την πικράδα του στο στόμα του. «Οι τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο. Επιστράτευση…». Σέρνοντας τα πόδια γύρισε στο σπίτι. Η Πραξία ήσυρε φωνή. Ο γιος ο νιόπαντρος, με το σπόρο του στη μήτρα της γυναίκας του, έπρεπε να παρουσιαστεί. Οι μελιτζάνες δε φαγώθηκαν κι οι ελιές εκείνη τη χρονιά δεν κράτησαν καρπό, γιατί δεν τις είχαν πετρώσει. Κίτρινος αποχαιρέτησε το γιο του λίγες ώρες αργότερα.

Του είπε να προσέχει και να μη φοβάται. Λόγια του αέρα. Ποιος δε φοβάται τον πόλεμο; Τον έζησε ο ίδιος στον καταραμένο εμφύλιο. Ήλπιζε να μην τον γνωρίσουν τα παιδιά του. Δόξα σοι ο Θεός όλα πήγαν καλά μα όχι για όλους. Ξανάδε το γιο του, είδε και το εγγόνι το πρωτότοκο, είδε κι άλλα στο κατόπι. Δόξα σοι ο Θεός!

Ο Σήφης ο Δοξαθεός, όπως τον έλεγαν οι χωριανοί, αναστέναξε. Ήπιε την τελευταία ρουφιά από το βραστάρι του και σηκώθηκε. Ο ήλιος είχε αρχίσει να φαίνεται. Η Πραξία ανέδιασε στην πόρτα. Καλημέρα!

Βγήκαν στην μπροστινή αυλή να δούν την ασκιενάδα τους. Δειλά δειλά, με το φόβο τον παλιό στα μάτια του, κοίταξε ο Δοξαθεός και την είδε. Η κεφαλή και η δική του και τση νοικοκεράς του ήταν εκεί που έπρεπε πάνω στη σκιά τους. Δόξα σοι ο Θεός!

Τις ελιές δεν τις πετρώνουν τώρα πια. Έσβησε το πατροπαράδοτο έθιμο! Η πεθερά του η Γαρεφαλιά ήταν η τελευταία που κούτσα κούτσα πέτρωνε μέχρι τα ύστερά της το λιοφυτάκι στου Κοφινά.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ