Εντατικούς ελέγχους στο έδαφος και στα υπόγεια ύδατα της Θεσσαλίας συστήνουν οι επιστήμονες, προκειμένου να αποφευχθεί η εκδήλωση σοβαρών προβλημάτων στην ανθρώπινη υγεία μέσω της τροφικής αλυσίδας.
Οι ειδικοί ζητούν να καταγραφούν οι ποσότητες φυτοφαρμάκων που βρίσκονταν στην περιοχή και τα σημεία όπου αυτά ήταν αποθηκευμένα, οι περιοχές συγκέντρωσης νεκρών ζώων και η διαδρομή που ακολούθησαν μέσω της ροής του νερού, ώστε στη συνέχεια να πραγματοποιηθούν στοχευμένοι έλεγχοι για την ποιότητα του εδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα.
Παράλληλα, τονίζουν πως στο μικροσκόπιο των Αρχών θα πρέπει να τεθούν τα ποτάμια της περιοχής, η θάλασσα, τα ζώα που επέζησαν της καταστροφικής πλημμύρας αλλά και τα ψάρια.
Αλλωστε χθες, σε συνάντηση που είχε με τους ψαράδες του Βόλου, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σταύρος Κελέτσης επεσήμανε ότι ο Παγασητικός Κόλπος είναι προς το παρόν ακατάλληλος για αλιεία.
Εντατικούς ελέγχους στο έδαφος και στα υπόγεια ύδατα της Θεσσαλίας συστήνουν οι επιστήμονες, προκειμένου να αποφευχθεί η εκδήλωση σοβαρών προβλημάτων στην ανθρώπινη υγεία μέσω της τροφικής αλυσίδας.
Οι ειδικοί ζητούν να καταγραφούν οι ποσότητες φυτοφαρμάκων που βρίσκονταν στην περιοχή και τα σημεία όπου αυτά ήταν αποθηκευμένα, οι περιοχές συγκέντρωσης νεκρών ζώων και η διαδρομή που ακολούθησαν μέσω της ροής του νερού, ώστε στη συνέχεια να πραγματοποιηθούν στοχευμένοι έλεγχοι για την ποιότητα του εδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα.
Παράλληλα, τονίζουν πως στο μικροσκόπιο των Αρχών θα πρέπει να τεθούν τα ποτάμια της περιοχής, η θάλασσα, τα ζώα που επέζησαν της καταστροφικής πλημμύρας αλλά και τα ψάρια.
Αλλωστε χθες, σε συνάντηση που είχε με τους ψαράδες του Βόλου, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σταύρος Κελέτσης επεσήμανε ότι ο Παγασητικός Κόλπος είναι προς το παρόν ακατάλληλος για αλιεία.
«Το φυσικό περιβάλλον έχει μηχανισμούς για να αντιδράσει, όμως έχει και τους δικούς του χρόνους».
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» η ακαδημαϊκός και ομότιμη καθηγήτρια Ιατρικής Αντωνία Τριχοπούλου, «κάποιες από τις τοξικές ουσίες που ίσως έχουν διαχυθεί στην περιοχή είναι πτητικές, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται η μεταφορά τους – μέσω των νεφών – και σε άλλες κοντινές περιοχές, όμως σε πιο αραιή σύνθεση».
Είναι αναστρέψιμο
Από την πλευρά του ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ και πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Δημοσθένης Σαρηγιάννης επισημαίνει πως «ακόμη και αν εντοπιστεί πρόβλημα στο έδαφος ή στον υδροφόρο ορίζοντα, είναι αναστρέψιμο, όμως θα απαιτηθεί χρονικό διάστημα περίπου έξι μηνών για να επανέλθουν αυτά – με τη βοήθεια παρεμβάσεων – στο 90% της αρχικής τους κατάστασης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να ελεγχθούν και γειτονικές περιοχές με τις πληγείσες, ακόμη κι αν αυτές δεν πλημμύρισαν.
«Τα ψάρια είναι σημαντικοί βιοσυσσωρευτές τοξικών, χημικών και οργανικών, κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο για τα μαλάκια και τα οστρακοειδή.
Από τη στιγμή που έχει πέσει όλο αυτό το νερό στον Παγασητικό, είναι καλό να υπάρξει ένα μορατόριουμ στην αλιεία και αντίστοιχοι έλεγχοι, ώστε να γνωρίζουμε την κατάσταση. Το φυσικό περιβάλλον έχει μηχανισμούς για να αντιδράσει, όμως έχει και τους δικούς του χρόνους.
Παρότι ο άνθρωπος πιέζεται από ανάγκες του και την οικονομική του δραστηριότητα, θα πρέπει να δώσουμε στη φύση τον χρόνο που χρειάζεται.
Αλλωστε, αν προκύψει ένα οποιοδήποτε περιστατικό μέσω της διατροφικής αλυσίδας, θα καταδικαστεί ολόκληρη η περιοχή, και μάλιστα για καιρό.
Είναι κρίμα. Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο και μελετημένο σχέδιο διαχείρισης», λέει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Οπως εξηγεί ο ίδιος, οι τοξικές ουσίες στην περιοχή είναι τόσο οργανικής προέλευσης, όπως μικρόβια, παθογόνοι οργανισμοί, όσο και χημικής, όπως φυτοφάρμακα ή ουσίες από είδη καθημερινής χρήσης.
«Οταν εξατμιστεί το λιμνάζον νερό, με τη βοήθεια μοντέλων που λαμβάνουν υπόψη τους τα σημεία συγκέντρωσης τοξικών υλικών και νεκρών ζώων και τη διαδρομή που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της πλημμύρας, θα πρέπει να επιλεγούν τα σημεία όπου εκτιμάται ότι υπάρχει υπερσυγκέντρωση βλαβερών ουσιών και εκεί να γίνουν δειγματοληπτικοί έλεγχοι. Στη συνέχεια μπορούν να επεκταθούν».
Επίσης, εξηγεί πως σε περίπτωση εντοπισμού προβλήματος «υπάρχουν τρόποι – με πιο ήπιες τις βιολογικές μεθόδους – να διασπάσεις τις τοξικές ουσίες και να επαναφέρεις το έδαφος και τα υπόγεια ύδατα. Συνήθως χρειάζονται περίπου τέσσερις μήνες για κάτι τέτοιο, στη Θεσσαλία ίσως χρειαστούν έξι».
Δεν χρειάζεται τρόμος
Από την πλευρά της η Αντωνία Τριχοπούλου σημειώνει πως «επείγει να δοθούν λίστες με το πού βρίσκονταν συγκεντρωμένα φυτοφάρμακα – τόσο σε αποθήκες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης όσο και σε καταστήματα ιδιωτών – και σε τι ποσότητες. Ετσι θα ξέρουμε πού πρέπει να γίνουν έλεγχοι. Μετά τους ελέγχους θα είμαστε σε θέση να πούμε περισσότερα. Δυνητικά, όμως, υπάρχει κίνδυνος.
Κάποιες από αυτές τις οργανικές ενώσεις είναι πτητικές, οπότε μέσω των νεφών και της βροχής μπορεί να μεταφερθούν και σε γειτονικές περιοχές. Δεν χρειάζεται τρόμος, χρειάζεται όμως οργανωμένη διαχείριση του θέματος», λέει.
Την ίδια στιγμή, δύο καθηγητές που πραγματοποίησαν προσφάτως αυτοψία στις πληγείσες περιοχές επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» τους κινδύνους από τη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, πρωτίστως για τον τοπικό πληθυσμό και δευτερευόντως, μέσω της τροφικής αλυσίδας, για το σύνολο των καταναλωτών, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη ελέγχου όλων των υδρολογικών ζωνών σε συστηματική βάση και για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διασφαλισθεί πως ό,τι φτάνει στο πιάτο μας είναι κατάλληλο προς κατανάλωση.
Το πόσιμο νερό έχει επηρεαστεί
Για δραματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον με δύο βασικούς κινδύνους, τα παθογόνα (που προέρχονται από τα νεκρά ζώα, τους βιολογικούς καθαρισμούς και το αποχετευτικό δίκτυο) και τα χημικά (φάρμακα, φυτοφάρμακα, προϊόντα καθημερινής χρήσης, λύματα), κάνει λόγο ο καθηγητής Αναλυτικής Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Θωμαΐδης, αναφέροντας ότι το πόσιμο νερό έχει επηρεαστεί, με επιπτώσεις για τα ζώα και τον άνθρωπο.
«Θα πρέπει να γίνουν αναλύσεις άμεσα, κατ’ αρχάς για τα παθογόνα που προκαλούν μια σειρά από ασθένειες. Και επειδή όλο το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής επικοινωνεί με κάποιον τρόπο, θα πρέπει να παρακολουθηθεί η ποιότητα του περιβάλλοντος και στις γειτνιάζουσες περιοχές και σε περιοχές που αυτήν τη στιγμή δεν έχουν εμφανές πρόβλημα. Χρειάζεται εντατική παρακολούθηση στη Θεσσαλία, ειδικά για το νερό των γεωτρήσεων.
Σίγουρα μπορεί να φτάσουν στο τραπέζι μας προϊόντα που μπορεί να έχουν καλλιεργηθεί με αυτό το νερό», σημειώνει ο ίδιος. Αναφορικά με τα ζώα που επέζησαν, ο καθηγητής επισημαίνει: «Προφανώς και έχουν επιβαρυνθεί και αυτά. Πρέπει να γίνει ενδελεχής έλεγχος του παραγόμενου κρέατος και γάλακτος από τις εν λόγω περιοχές.
Ο κίνδυνος θα υφίσταται για μήνες, οπότε για μήνες θα πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση. Υπάρχει πρόγραμμα από την ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα έπρεπε να τηρούν οι κατά τόπους ΔΕΥΑ και οι δήμοι. Κι αυτό θα πρέπει να επιτηρηθεί ότι το κάνουν».
Παράλληλα, ο αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ, ειδικός στη Διαχείριση, Εκμετάλλευση και Προστασία Υδροφορέων, Ανδρέας Καλλιώρας, σημειώνει: «Aν διαπιστωθεί ότι υπάρχει μόλυνση στα επιφανειακά νερά, που κατά τη γνώμη μου σίγουρα θα υπάρχει, αυτό νομοτελειακά θα φτάσει να ρυπάνει και τα υπόγεια νερά.
Το «πόσο» εξαρτάται από τη συγκέντρωση του ρύπου στην επιφάνεια. Μεγάλο ζήτημα είναι και πώς οι ρύποι θα συμπεριφερθούν στο εδαφικό περιβάλλον, όπου σίγουρα θα γίνει κατακράτηση. Κίνδυνος εισόδου ρύπων στην τροφική αλυσίδα υπάρχει από τις καλλιέργειες που αφορούν ζωοτροφές.
Η μία δίοδος είναι μέσω του πόσιμου νερού και η άλλη δίοδος στην τροφική αλυσίδα είναι μέσα από τα βρώσιμα προϊόντα.
Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι έχουν επηρεαστεί η ορνιθοπανίδα και η ιχθυοπανίδα του υδατικού δυναμικού της περιοχής, όπου τα ποτάμια είναι παράλληλα και υγρότοποι. Χρειάζεται άμεσα εκτεταμένη δειγματοληψία σε όλες τις υδρολογικές ζώνες.
Και στο εξής να ελέγχονται συστηματικά τα υπόγεια νερά, όπου ίσως φτάσουν οι ρύποι από τα επιφανειακά ύδατα με αργό ρυθμό».
Φωτογραφία via create.vista