Αγάπη Δεμένη!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μη με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα όλο παράπονο. Μην ψάχνεις το κορίτσι με τις εσπαντρίγιες και το φόρεμα το ινδικό.


της Μαρίας Λιονάκη

“Δευτέρα το βράδυ θα ‘ρθω απ’ τη δουλειά, εσύ θα κοιμάσαι με φώτα ανοιχτά. Κι αύριο πάλι θα ‘ρθουν συγγενείς στο σπίτι να μας δούνε. Κι αυτή την Τετάρτη θα πάω τον μικρό πρωί στο σχολείο, το βράδυ γιατρό, η Πέμπτη θα φύγει όπως φεύγει η ζωή, ερήμην μου κάποιος την παρακινεί. Τα Σάββατα όμως και τις Κυριακές μαζεύονται οι άνθρωποι και μπλέκουν στιγμές, μετράνε τ´ αστέρια που ανάβουν γι’ αυτούς, στο σύνολο πόσες σιωπές μου ακούς…»

(Αγάπη δεμένη. Ελεωνόρα Ζουγανέλη)

Ξέρω είμαι δύσκολος άνθρωπος. Γιατί; Γιατί μικρή κάτι άλλο ήθελα να γίνω… Ήθελα να γίνω αεροσυνοδός ή καλύτερα ξεναγός. Κάτι τέλος πάντων που να είχε σχέση με τα αεροπλάνα… Όχι πως τα ήξερα κι αυτά καλά. Μόνο εξ ακοής. Και τους έδινα διαστάσεις αγνώστων ιπτάμενων αντικειμένων. Που αγκυροβολούσαν σε μακρινούς, ανεξερεύνητους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Στο ηλιακό σύστημα του μυαλού μου , στο παιδικό ηλικιακό μου σύστημα ήταν μπερδεμένο, ακαθόριστο το τι θα γινόμουν μεγαλώνοντας, μα θα ήταν σίγουρα κάτι σπουδαίο, τρανό! Με τα αεροπλάνα σχετικό. Στον πλανήτη του δωματίου μου, του σπιτιού, της γειτονιάς, μιας τάξης, μιας οθόνης τηλεόρασης οι παραστάσεις, οι γνώσεις, οι εικόνες, οι εμπειρίες ήταν τότε ελλιπείς. Όπως και το θάρρος μου όταν συνομιλούσα με τους μεγαλύτερους. Εκείνα τα χρόνια, τα νεολιθικά σχεδόν, δεν υπήρχαν τα δίκτυα λογιών λογιών. Δεν είχαμε προοδεύσει. Τεχνολογικά εννοώ. Με τάμπλετ, υπολογιστές, κινητά. Κι ακίνητους ανθρώπους. Ήξερες (μισο-ήξερες μάλλον ) ό, τι έπαιρνε το μάτι λαθραία σε ένα περιοδικό, ποθούσες, ζήλευες ό,τι , όποιον επισκέπτονταν τη γειτονιά σου με συσκευασία ιλουστρασιόν. Ακόμα δεν το βρήκες το πουκάμισο; Δεξιά στη ντουλάπα το έβαλα, σιγά το δύσκολο, δε θέλει πια και λεξικό…

Τη φυγή είχα λοιπόν τότε στο μυαλό μου. Με μια βαλίτσα κόκκινη (βάλε σε ποιο περιοδικό την είχα δει κι αυτή ), μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα, το χαμογελαστό, το ιλουστρασιόν θα περιδιάβαινα με το φτερωτό σκάφος σε γαλάζιους ουρανούς με καλό καιρό, σαν τον Ερμή, με τα φτερωτά σανδάλια, όταν πήγαινε στην Ωγυγία να ανταμώσει τη νεράιδα Καλυψώ. Θα ταξίδευα εγώ, η νεράιδα, σε τόπους μακρινούς, χώρες εξωτικές, με κατοίκους, φιλόξενους, αλλιώτικους, ιθαγενείς. Που μόλις κατέβαινα στην Ωγυγία θα με υποδέχονταν με γιρλάντες λουλουδιών και τροπικά φρούτα, να με ξεναγήσουν σε καταπράσινα δάση, χρυσούς αμμόλοφους, διαμαντένιες θάλασσες. (βάλε σε ποια οθόνη τηλεόρασης τα είχα δει κι αυτά).

Στα διαμαντένια όνειρά μου , εκείνη την εξωτική ηλικία, που τα όνειρα ήταν χρυσά, καταπράσινα, στο άγνωστο ιπτάμενα, επιθυμούσα έντονα τη φυγή. Να αλλάζω τόπους, τόσο συχνά, όσο άλλαζα τις χρωματιστές πάνινες εσπαντρίγιες μου. Που τότε είχαν πρωτοβγεί, θυμάσαι; Πάνινα ανάλαφρα παπουτσάκια, με σχοινένιο κατάστρωμα, ίδια χορού, για ρομαντικές νεράιδες της ζωής, έφηβες μπαλαρίνες ονείρων. Πόσο πρωτότυπα, πόσο μοντέρνα, χαριτωμένα… Αυτά φορούσα με φορέματα εμπριμέ, στυλ ινδικό θυμάσαι; Όταν με πρωτογνώρισες. Όταν κατέβαινα ηλιοφώτιστη, πετώντας να σε συναντήσω, με τα μαλλιά λυτά, τον έρωτα βαρκούλα, την ανεμελιά σημαία, τη χαρά κατάρτι. Τότε που είχα τη διάθεση εμπριμέ… Θυμάσαι; Βρήκες κληματόφυλλα για το φαγητό αύριο; Λένε πως έχουν έλλειψη στην αγορά.

Ξέρω είμαι δύσκολος άνθρωπος. Γιατί αλλιώς το είχα δει των σχέσεων το έργο. Σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Ηλιοβασίλεμα στην παραλία. Αυτός με λευκό ντύσιμο, ηλιοψημένος. Αυτή με λουλουδάτο, πολύχρωμο, μεσάτο, αέρινο φόρεμα. Με αλαβάστρινη επιδερμίδα. Αυτός κι αυτή ερωτευμένοι. Αυτός κι αυτή αέρινοι. Νέοι. Να τρέχει αυτός, να τρέχει αυτή, να τρέχει ο έρωτας, να τρέχει ο ήλιος, στο βάθος στο τοπίο, να τρέχει ο ουρανός...Τώρα τρέχει ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, ο ΕΝΦΙΑ, το νερό… Πάλι χάλασε ο μεντεσές που ανοιγοκλείνει το ξύλινο ντουλάπι στο σύνθετο. Τι να σου κάνει τόσο χρονών κι αυτό. Τότε, την εποχή του γάμου μας ήταν της μόδας τα σύνθετα. Ένα μεγάλο έπιπλο, να πιάνει όλο τον τοίχο της σαλοτραπεζαρίας, σε ανοιχτό ή σκούρο χρώμα ξύλου, με πολλά ντουλάπια, συρτάρια, εξυπηρετικό. Με θέση για την τηλεόραση. Πολυμηχάνημα. Διακοσμημένο με σεμεδάκια. Με κρυφούς φωτισμούς. Να φαίνονται, να ακτινοβολούν γυαλιστερά στο φως τα ποτήρια τα κολωνάτα, τα πιάτα τα πορσελάνινα. Που αγοράσαμε με τα μαχαιροπίρουνα μαζί, που στο χερούλι είχαν χρυσό. Πώς συμβιβάστηκα εγώ με τις πάνινες εσπαντρίγιες και το ινδικό φόρεμα με το μαχαιροπίρουνο το χρυσό; Δεν ξέρω να σου πω. Σύνθετο.

Ξέρω είμαι δύσκολος άνθρωπος. Κι εγώ δυσκολεύομαι να με καταλάβω κάποιες φορές. Μεγάλωσα, σοβαρεύτηκα, σπάνια γελώ. Τα όνειρά μου έγιναν πιο γήινα. Χίμαιρες πια δεν κυνηγώ. Δεν έχω πολλούς φίλους, δε μου αρέσει στο δίκιο μου, να σιωπώ. Αγαπώ τις βόλτες τις μοναχικές, να αγναντεύω τη θάλασσα, τη μυρωδιά των βιβλίων και των λουλουδιών. Είμαι δύσκολος άνθρωπος, τον πολύ θόρυβο πια δεν τον αγαπώ. Κάτι απ’ το «‘Οσο μπορείς» του Καβάφη, θέλω να ζω. « Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου, όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…»

Μη με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα όλο παράπονο. Μην ψάχνεις το κορίτσι με τις εσπαντρίγιες και το φόρεμα το ινδικό. Χάθηκε στα ατέλειωτα ξενύχτια, όταν είχε το παιδί πυρετό. Στις προσθέσεις και στις αφαιρέσεις των λογαριασμών. Στις προσθέσεις των υποχρεώσεων, των διαψεύσεων, της ρουτίνας. Στις αφαιρέσεις του έρωτα και των ονείρων. Στις προσθέσεις των υποχωρήσεων, της επιτήδευσης. Στις προσθέσεις των ρυτίδων. Θέλω κι εγώ, μα δεν μπορώ αυτό το κορίτσι το ανέμελο να ξαναβρώ…

«Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ, γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ' ομολογώ

Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν τα κυνηγά

Πάντα πάντα θα 'ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.» Παράπονο, Οδυσσέα Ελύτη

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ