Ανδρέας Παπανδρέου: αγώνας για ιστορική μνήμη και δικαιοσύνη

Αριστομένης Συγγελάκης
Αριστομένης Συγγελάκης

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έως το τέλος της ζωής του δεν συμβιβάστηκε με το ασφυκτικό διεθνές πλαίσιο κι έθεσε ζητήματα, που συγκεντρώνουν και σήμερα την αντιπαλότητα των καθεστωτικών δυνάμεων.

του Αριστομένη Ι. Συγγελάκη

«Να ξέρετε, όμως, πως η ελευθερία τού να υπακούς δεν είναι ελευθερία. Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος: είναι η ηχώ ξένων φωνών, είναι η σκιά άλλων σωμάτων». Εντουάρντο Γκαλεάνο, 2011 (αναφερόμενος στην Ελλάδα της μνημονιακής περιόδου).  

 

Συμπληρώθηκαν κιόλας είκοσι χρόνια από κείνη τη «συννεφιασμένη Κυριακή», 23 Ιουνίου 1996, που o Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από κοντά μας και το κενό αυτού του σπουδαίου οραματιστή και συνάμα ρεαλιστή ηγέτη φαίνεται σήμερα πιο έντονα, ίσως, παρά ποτέ. Ίσως είναι η παρακμή και ο αντιδημοκρατικός και αντικοινωνικός κατήφορος της Ε.Ε., που ο Ανδρέας διέγνωσε πολύ έγκαιρα, ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής των Καννών (27.6.1995), όταν μίλησε για το ευρωπαϊκό διευθυντήριο που επιβάλλει τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου εις βάρος των εθνών και των λαών, που κάνει ακόμα πιο δυσαναπλήρωτο το κενό του˙ ίσως να είναι η ευκολία με την οποία οι εγχώριες πολιτικές ηγεσίες παραδίδονται άνευ όρων στον άξονα Βερολίνου – Βρυξελλών, που μας κάνουν να τον αποζητούμε ως τον στιβαρό ηγέτη που γνώριζε να μάχεται σθεναρά ακόμα και κόντρα στους διεθνείς συσχετισμούς υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του έθνους και του λαού μας.


Όχι τυχαία, ο Ανδρέας Παπανδρέου στο συλλογικό φαντασιακό ταυτίστηκε με την περίοδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του τόπου, της οποίας ήταν καθοριστικός συντελεστής. Και πράγματι: η θεμελίωση του κράτους πρόνοιας, δεκαετίες μετά την δυτική Ευρώπη, ως προϋπόθεσης για την πιο δίκαιη διανομή του πλούτου, η εμπέδωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας και η ορμητική επάνοδος των πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένων Ελλήνων στο προσκήνιο, η θέσπιση πρωτοποριακής νομοθεσίας, η ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της χώρας και η δυναμική διεκδίκηση πόρων από την τότε ΕΟΚ για την πραγματική σύγκλιση της Ελλάδας και των άλλων χωρών του νότου με τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αναμφίβολα σημαντικά επιτεύγματα στην κατεύθυνση των αρχών της εθνικής ανεξαρτησίας, λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, που όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Από την άλλη δεν προχώρησε - δεν επιχειρήθηκε καν - ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, οι κοινωνικές ανισότητες αμβλύνθηκαν αρχικά αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν ριζικά, ενώ το  ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχ και, παρά την εύστοχη κριτική του, ουσιαστικά συναίνεσε στην σημερινή πορεία της Ε.Ε. Τέλος, εκφυλιστικά φαινόμενα στην κυβερνητική διαχείριση και το έλλειμμα δημοκρατίας στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ άφησαν σκιές στην συνολική εικόνα.

Ωστόσο, ακόμη και στην ύστερη περίοδο, περίοδο επικράτησης των ακραίων νεοφιλελεύθερων δυνάμεων μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Ανδρέας δεν έπαψε να αγωνίζεται για τις δημοκρατικές και πανανθρώπινες αξίες και τα εθνικά δίκαια πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα: προχώρησε στην θεσμοθέτηση του νόμου 2193/1994 για την αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας, νόμος που ψηφίστηκε από το σύνολο της Βουλής, ενώ παράλληλα προχώρησε στη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων. Πρόκειται για κινήσεις υψηλού συμβολισμού και πολιτικής σημασίας για την προάσπιση της ιστορικής μνήμης και τη διεκδίκηση των δικαίων του ελληνισμού, ως έκφραση της ιστορικής αυτογνωσίας των λαών που αντιστέκονται στο νεοφιλελεύθερο ιμπεριαλιστικό εγχείρημα να σβήσουν οι μνήμες, οι ρίζες, αλλά και οι ενοχές των ισχυρών και των οργάνων τους για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν.

 

Σε ό,τι ιδίως αφορά στις γερμανικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις ο Ανδρέας τήρησε διαχρονικά μία συνεπή στάση: έθεσε επίσημα για πρώτη φορά το ζήτημα κατά το ταξίδι του στη Βόννη, τον Φεβρουάριο του 1965. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στις 17.11.1995[1]: «πήγα στη Βόννη το 1965 και συνάντησα τον καγκελάριο Λούντβιχ Έρχαρτ προκειμένου να του θέσω, όπως είχα την εντολή από το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του πατέρα μου, Γ. Παπανδρέου, το θέμα των επανορθώσεων και της επιστροφής του δανείου. Ο Έρχαρτ αναγνώρισε το δίκαιο των αιτημάτων μας, αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτε έως ότου υπάρξει συμφωνία ειρήνης. Δεν συμφώνησε ακριβώς να μας επιστραφεί το δάνειο, αλλά αναγνώρισε σαφώς το δίκαιο της απαίτησής μας, την ικανοποίηση της οποίας παρέπεμψε όμως σε μέλλοντα χρόνο, μετά την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης, αφού η Γερμανία τότε ήταν χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική». 

Μεσολάβησε η Αποστασία, η Δικτατορία, η πτώση της Χούντας και η Μεταπολίτευση, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία στις 18 Οκτώβρη του 1981. Λίγους μήνες μετά την εκλογή του ως Πρωθυπουργού, ο  Ανδρέας Παπανδρέου, μιλώντας στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής μας Αντίστασης στις 17 Αυγούστου 1982, τριακοστή όγδοη επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς, τόνισε: «Η Ελλάδα, το ξέρουμε όλοι, υπήρξε η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που δεν εκπλήρωσε έως σήμερα τα δικό της χρέος στην Αντίσταση. Παρ’ όλο που ήταν η μόνη χώρα που έκανε πραγματικά καθολική Αντίσταση ενάντια στην Κατοχή. (…) Ήρθε τώρα η ώρα, δίπλα στους ήρωες του 1821 να τοποθετήσουμε στην εθνική μας μνήμης ενωμένους αυτούς που έπεσαν στο ’40-’44. Τα στρατευμένα παιδιά του λαού, που έγραψαν σελίδες δόξας στον μεγάλο αμυντικό πόλεμο. Πόλεμο, στον οποίο, τελικά, οφείλεται η πτώση της ναζιστικής δικτατορίας. Του Ναζισμού. Η Κυβέρνηση της Ελλάδας επιτελεί σήμερα με ευλάβεια το καθήκον της. Εγώ, ως Έλληνας σήμερα αισθάνομαι υπερήφανος».

Είναι αλήθεια ότι την ιστορική πράξη της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης δεν ακολούθησαν ενέργειες διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ανδρέας γνώριζε από πρώτο χέρι την επιμονή της Ο.Δ.Γ. να κρύβεται πίσω από τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953. Πάντως, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και τη σύναψη της Συνθήκης των «2+4» (Μόσχα, 14.9.1990)[2], ο Ανδρέας Παπανδρέου επανέρχεται δυναμικά στη Βουλή: «Για το θέμα των αποζημιώσεων, νομίζω ότι είναι σαφές δικαίωμα κάθε λαού, ο οποίος υπέστη τη ναζιστική κατοχή. Η καταβολή του δανείου είναι συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας και σε μια τέτοια δύσκολη ώρα για τη χώρα μας, οικονομικά, η Γερμανία μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά, κάνοντας το μόνο σωστό, ξεπληρώνοντας σε πρώτη φάση το δάνειο. Και πραγματικά, καλούμε την κυβέρνηση… να ξεκαθαρίσει τη θέση της απολύτως και να προχωρήσει δυναμικά, αποτελεσματικά στη διαδικασία των αποζημιώσεων και του δανείου». Μία σημαντική δήλωση που έδινε ώθηση στο θέμα αλλά δεν στάθηκε ικανή να κινητοποιήσει στην κατεύθυνση της διεκδίκησης τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Μητσοτάκη…

Τέσσερα χρόνια μετά, ο Ανδρέας Παπανδρέου ως Πρωθυπουργός προχωρά αποφασιστικά στη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων: με εντολή του επιδίδεται ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση στις 14.11.1995, ενώ παράλληλα ο Γιάννης Σταμούλης, ο δικαστικός πρωτοπόρος της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού, λίγες μέρες αργότερα, καταθέτει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς αγωγή κατά του γερμανικού Δημοσίου εκ μέρους των οικογενειών των θυμάτων του Διστόμου:  μία ιστορικής σημασίας κίνηση που δικαιώθηκε από την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς (137/1997), την οποία επικύρωσε και κατέστησε αμετάκλητη η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (11/2000), αλλά με ευθύνη της τότε κυβέρνησης Σημίτη και όσων την διαδέχθηκαν, δεν έχει ακόμη εκτελεστεί!

Η διπλή αυτή παρέμβαση της Ελλάδας, σε διπλωματικό και δικαστικό επίπεδο, ήταν καταλυτική για να μείνει έως σήμερα ανοικτό το ζήτημα! Ενδεικτικό του κλίματος ενθουσιασμού του λαού για την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης, που είχε προαναγγείλει λίγες μέρες πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου, είναι η οργάνωση, την επομένη κιόλας της επίδοσης της ρηματικής διακοίνωσης, ημερίδας στο Δήμο Καλλιθέας με θέμα «Η απόδοση των πολεμικών αποζημιώσεων από το γερμανικό κράτος - ηθική δικαίωση» και με τη συμμετοχή των Γιάννη Σταμούλη, Μανώλη Γλέζου, Ευάγγελου Μαχαίρα, Γεώργιου - Αλέξανδρου Μαγκάκη, Μάκη Μπαλαούρα καθώς και εκπροσώπων των αντιστασιακών οργανώσεων. Και από την άλλη, χαρακτηριστικό του εκνευρισμού και της αμηχανίας που προκάλεσε στη γερμανική κυβέρνηση η επίδοση της ελληνικής ρηματικής διακοίνωσης ήταν η άμεση απόρριψή της με ασυνήθιστο στα διπλωματικά χρονικά τρόπο. Και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε για ποιους λόγους ο τότε πρέσβης μας στη Βόννη Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγκαρίδης, που επέδωσε τη ρηματική διακοίνωση στον Υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν, έσπευσε, μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, να ασκήσει κριτική στην εθνικά υπερήφανη και επιβεβλημένη αυτή κίνηση. Μία κίνηση, που δεν έχουν επαναλάβει, ως όφειλαν, οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έως το τέλος της ζωής του δεν συμβιβάστηκε με το ασφυκτικό διεθνές πλαίσιο κι έθεσε ζητήματα, που συγκεντρώνουν και σήμερα την αντιπαλότητα των καθεστωτικών δυνάμεων. Η υπόθεση παραχάραξης της ιστορίας από τον ευρισκόμενο σε διατεταγμένη υπηρεσία κ. Χ. Ρίχτερ ήρθε να μας υπενθυμίσει πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι για την ιστορία του τόπου σου και την εθνική αυτογνωσία του λαού σου. Αλλά και πώς μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά οι λαοί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο: μόνο στη βάση της ισότητας, της δικαιοσύνης, του αμοιβαίου σεβασμού και της ιστορικής μνήμης.

 

Ο αγώνας για «Δικαιοσύνη και Αποζημίωση», για Δημοκρατία, Εθνική Ανεξαρτησία και Λαϊκή Χειραφέτηση δεν αποτελεί μόνο την καλύτερη απόδειξη τιμής στη μνήμη του αγωνιστή και δημοκράτη Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και προϋπόθεση για την προοπτική του έθνους.

 

Στη μνήμη του Γιώργου Παναγιωτακόπουλου, του συνεπούς αγωνιστή και υπέροχου ανθρώπου, που παρά τις όποιες διαφωνίες μας, του αναγνωρίζουμε ότι αγάπησε όσο λίγοι τον Ανδρέα και αγωνίστηκε με πάθος και ανιδιοτέλεια για τις ιδέες και τις αρχές της 3ης του Σεπτέμβρη.

[1]Συνομιλία του με τον Νίκο Φελέκη, δημοσιογράφο και διευθυντή του Επενδυτή (http://www.matrix24.gr/)

 

[2] Σύμφωνα με μία ευρέως αποδεκτή νομικά άποψη, η Συνθήκη της Μόσχας υπείχε θέση εναλλακτικής Συνθήκης Ειρήνης και συνεπώς θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί η ρήτρα της Συνθήκης του Λονδίνου για την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για τις γερμανικές επανορθώσεις.



Ο Αριστομένης Ι. Συγγελάκης

είναι Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου.

[email protected]


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ