«Απελπίστηκα παιδί μου...»

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Ταλαιπωρημένος στην όψη ο παππούλης αυτός. Θαμώνας προφανώς του Νοσοκομείου, όπου είχε αποκτήσει οικειότητα

της Μαρίας Λιονάκη

«Aπελπίστηκα» είπε ο ηλικιωμένος παππούλης στη νοσηλεύτρια που με πολλή προσήλωση προσπαθούσε να του πάρει αίμα. Στα εξωτερικά ιατρεία προεγχειρητικού ελέγχου σε Νοσοκομείο της πόλης μας. Η προσπάθεια ήταν η τρίτη στη σειρά αυτό το πρωινό. Του Φεβρουαρίου. Που μάλλον δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας , σοβαρότερο ή λιγότερο σοβαρό, ούτε προεγχειρητικό έλεγχο κάνει. Καθώς από το παράθυρο του ισογείου μπαίνουν κάθετα, με χειρουργικό τρόπο οι αχτίδες ενός απολύτως υγιή ήλιου. Θρασύ, αυθάδη, γνοιαστικού πατέρα ή αδιάφορου γείτονα, ολοκίτρινου, ζεστού, ομιλητικού. Όπως τον ξέρουμε. Οι δυο προηγούμενες προσπάθειες αιμοληψίας που είχε αποπειραθεί η νοσηλεύτρια βάρδιας είχαν αποτύχει.

« Οι φλέβες έχουν θρομβώσει. Αν δεν τα καταφέρουμε κι αυτή τη φορά θα πρέπει να ανέβεις στην κλινική. Τι να σου κάνω κι εγώ, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο…» λέει η φωνή με το ηχόχρωμα που δεν είναι αδιάφορο. Θεατής εγώ σε μια καρέκλα λίγο απομακρυσμένη. Δίπλα στον ήλιο που έμπαινε από το τζάμι, γνοιαστικός πατέρας ή αδιάφορος γείτονας. Κοιτάζω προς τον κήπο. Μα πότε πότε ρίχνω μια ματιά. Όπως έριχνα στην ταινία θρίλερ κάθε φορά που παρίστανα την ατρόμητη, στα εφηβικά μας σινεμά. Τι να λέμε τώρα… δεν είναι το καλύτερο μου να βλέπω μια αιμοληψία. Ακούω όμως . Και προσπαθώ να μη δείξω πόσο το « απελπίστηκα» αυτό, του πολύπαθου παππούλη, με τις ταλαιπωρημένες φλέβες και το κουρασμένο βλέμμα έχει μπει στα τρίσβαθα της ύπαρξής μου και με έχει συγκινήσει. Ώρα πριν συγκατοικούσαμε στον ίδιο διάδρομο, στα ίδια καθίσματα, με τον παππούλη αυτό. Που πηγαινοερχόταν για να περάσει λίγη ώρα να ξαναμπεί

« Πήγαινε να πάρεις κάτι να φας και ξαναέλα» του είχε πει η νοσηλεύτρια. Ο,τι λέει μια νοσηλεύτρια σε ένα νοσοκομείο είναι κανόνας, θεσμός. Στην Κυβέρνηση του Νοσοκομείου ο απόλυτος σεβασμός ανήκει πρώτα στο γιατρό, μα αμέσως μετά στο νοσηλευτή. Και κάπου αλλού έχω δει ίδια καθίσματα. Στην αναμονή των αεροδρομίων, τώρα το θυμήθηκα. Κάνω κι εγώ όμως κάποιους συνειρμούς ώρες ώρες…

Ταλαιπωρημένος στην όψη ο παππούλης αυτός. Θαμώνας προφανώς του Νοσοκομείου, όπου είχε αποκτήσει οικειότητα. « Πήρες κάτι να φας;» τον ρωτά η νοσηλεύτρια, ενώ του παίρνει αίμα. « Ένα κουλούρι, τι να πάρω κανένα πατσά;» βρίσκει το κουράγιο ο αγαπημένος μου και αστειεύεται. Στο δωμάτιο κρατάμε την ανάσα μας. Εγώ, το παράθυρο, τα γραφεία, οι καρέκλες, τα χαρτιά, ο καλόγερος στη γωνία με το κρεμασμένο μου μπουφάν. Αυτόν σα να τον άκουσα να προσεύχεται κιόλας… Η προσευχή απέδωσε, το αίμα πάρθηκε, στο καλό να πας!

Στο καλό να πας, του εύχομαι κι εγώ, ενώ κοιτάζω τη νοσηλεύτρια με θαυμασμό. Ναι, κάποια επαγγέλματα σε αυτό τον κόσμο είναι ιερά! σκέφτομαι και μεταβαίνω στην καρέκλα της αιμοληψίας, αφού ήρθε κι η δική μου σειρά…

Αφού ήρθε κι η δική μου σειρά μετά από ώρα αναμονής έξω από το ιατρείο αυτό, είναι γεγονός. Όπως είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, της κρίσης, έχουν γίνει πολλές περικοπές σε προσωπικό στα Νοσοκομεία. Με αποτέλεσμα το προσωπικό που έχει μείνει να υπερβαίνει εαυτόν.

Έξω από την πόρτα, τη λίγο γδαρμένη, την πράσινη, με το μεγάλο χαρτί, το κολλημένα με τσιρότο, με τα μαύρα γράμματα και τη σήμανση «Προεγχειρητικός έλεγχος» περίμεναν αρκετοί. Όρθιοι σαν τους υπασπιστές του βασιλιά. Με αδημονία. Με τα πιο αξιοζήλευτα αντανακλαστικά ορμούσαν κάθε που άνοιγε η πόρτα. Καιροφυλακτούσαν μην τους φάει κανείς τη σειρά. Αγριεμένοι, έτοιμοι για καβγά. Τι κι αν τους έλεγε η νοσηλεύτρια να έχουν υπομονή, να μη στέκουν όρθιοι , να μην κλείνουν την είσοδο, να πάνε πιο πίσω. Δεν ξέρω τι γίνεται, μα θεωρώ πως με το που μπαίνει κάποιος στο Νοσοκομείο παθαίνει μετάλλαξη. Υιοθετεί κάτι από τους Μοιραίους του Βάρναλη. Νιώθει λίγο απόκληρος της ζωής, αδικημένος. Ξεχνάει της ζωής όλα τα καλά. Που έζησε πριν, που τον περιμένουν αμέσως μετά. Κρύβει στην πιο βαθιά τσέπη τα χαμόγελα του τα καλά και ξεσκεπάζει τη γκρίνια. Κάποιοι βέβαια περιμένουν υπομονετικά, καρτερικά. Υπομένουν στωικά. Καθώς έξω από το ιατρείο αυτό είναι μεγάλη η ουρά. Αντιθέτως στο διπλανό ακριβώς, το Παθολογικό υπάρχει αναδουλειά. Ένα μόνο πελάτη, (ασθενή) συνάντησα όση ώρα περίμενα. Να έχει ανοίξει συζήτηση φαρδιά πλατιά. Να θέλει να μάθει αν η χοληστερίνη που έχει είναι από την καλή ή την κακιά. « Να προσέχεις τι τρως!» του λέει η γιατρός και κλείνει τη λεπτομερή διάλεξη επικριτικά.

Ήλιος και βροχή, καλή και κακή χοληστερίνη, χαρά και πόνος, υγεία και αρρώστια… μέσα σε ζεύγη αντιθέσεων εκτυλίσσεται η ζωή μας. Που κληρώνει λαχεία. Σαν αυτό που διαλαλούσε ο πλανόδιος στους διαδρόμους του Νοσοκομείου πωλητής… Λαχεία που συνοδεύονται με δύσκολες ασθένειες, μακροχρόνιες θεραπείες, μεγάλα διαστήματα παραμονής στα Νοσοκομεία, πολλή ταλαιπωρία. Ασθενών και συνοδών. Πολλών οικογενειών. Γι’ αυτό, όταν είσαι καλά άνθρωπε, ζήσε και γέλα με την καρδιά σου! Φώναξε δυνατά: Είμαι καλά!» Τη χαρά σου μην τη μαδάς. Να αγαπάς, να συγχωράς, τα άσχημα να ξεχνάς. Την υγεία σου να την εκτιμάς! χωρίς μιζέριες. Δεν έχεις υπογράψει κανένα συμβόλαιο αορίστου χρόνου με τον Πανάγαθο , πως θα είσαι πάντα καλά.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ