ΑΠΟΨΕΙΣ
Βαγγέλης Γιακουμάκης, η καταρράκωση της αξίας του άλλου
Ο Βαγγέλης δεν θα πραγματώσει όλα όσα ονειρεύτηκε και δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ ποιά ήταν αυτά.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Αυτές οι λέξεις που γράφονται εδώ, έρχονται για να θυμίσουν ότι ο Βαγγέλης Γιακουμάκης ζει στις καρδιές μας. Είναι τριάντα χρονών παλικάρι, μοιάζει εκπληκτικά με τότε, που είκοσι χρονών νεαρό παιδί είχε ξαφνικά εξαφανιστεί και τον έψαχναν όλοι στα Γιάννινα, στην περιοχή της Γαλακτοκομικής Σχολής, εκεί που ήταν φοιτητής. Στα επόμενα εικοσιτετράωρα οργώνανε την περιοχή Αστυνομία, Πυροσβεστική και εθελοντικές οργανώσεις. Τίποτα. Για τις έρευνες, διέθεσε το ελικόπτερό του ο επιχειρηματίας Β.Χήτος που πέταξε στο ύψος του ενός μέτρου, αλλά και πάλι τίποτα, χωρίς αποτέλεσμα. Αξιωματικοί ερεύνησαν τις κάμερες ασφαλείας και το κινητό του Βαγγέλη Γιακουμάκη - αλλά, για μια ακόμη φορά, τίποτα. Κατόπιν εισαγγελικής εντολής ξεκίνησε στα τηλεοπτικά δίκτυα η προβολή κάρτας στοιχείων του Γιακουμάκη για την διευκόλυνση των ερευνών εντοπισμού. Κάποιοι, για ολιγόλεπτη τηλεοπτική δημοσιότητα, έλεγαν ότι τον είχαν δει σε διάφορα διαφορετικά μέρη. Όλες οι έρευνες άκαρπες. Όσοι τον έψαχναν, έλεγαν χαρακτηριστικά «σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε». Σαν άλλος Αμφιάραος δηλαδή.
Εγώ λέω ότι ζει, γιατί είναι ακόμα μέσα στα όνειρα της οικογένειάς του γι’ αυτόν, όπως τον παρουσίαζε ο θείος του ο Γιώργος Ανδριαδάκης: «Η λογική υποδείκνυε, ως χρυσή τομή, να πάει στα Γιάννενα. Και με την επιστροφή του στο νησί - διότι αυτό ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, καθώς ο Βαγγέλης δεν ήθελε να φύγει και να αλλάξει ζωή εκτός νησιού - να ανοίξει μια επιχείρηση που θα σχετιζόταν οπωσδήποτε με τη δουλειά του πατέρα του, που θα το βοηθούσε να ανοίξει τα φτερά του. Ο Βαγγέλης ήταν η αδυναμία των γονιών, καταλαβαίνετε, ήταν ο πρωτότοκος, όχι απλά δεν στερήθηκε κάτι ποτέ, του δόθηκαν τα πάντα σε βαθμό υπέρτατο, οι γονείς του είναι άνθρωποι του μόχθου, αγωνίζονται όλα αυτά τα χρόνια με μόνο άξονα να διασφαλίσουν τις καλύτερες συνθήκες για τα παιδιά τους. Σε αυτή τη λογική, ο πατέρας του, του είχε προτείνει να πάει να σπουδάσει στη Γαλακτοκομική Σχολή, μιας και ο νεαρός Βαγγέλης δεν είχε εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει κάτι άλλο ή να ασχοληθεί με κάτι άλλο».
Εγώ λέω ότι ζει, γιατί ο πατέρας του ο Ανδρέας Γιακουμάκης , ένας λεβέντης κτηνοτρόφος από τους χαρακτηριστικούς της Κρήτης, το τόνισε από την πρώτη στιγμή: «Είχα τρία παιδιά κι έχω ακόμα τρία παιδιά».
Δυστυχώς, έρχονται οι πραγματικότητες που καταστρέφουν τα όνειρα. Ο Βαγγέλης δεν θα πραγματώσει όλα όσα ονειρεύτηκε και δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ ποιά ήταν αυτά. Είχε εξαφανιστεί στις 6 Φεβρουαρίου του 2015 και βρέθηκε νεκρός οκτακόσια μέτρα πέρα από τη Σχολή περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 15 Μαρτίου, με τραύματα από μαχαίρι και το μαχαίρι αυτό ήταν στο πλάι του. Το πτώμα σε προχωρημένη σήψη αναγνωρίστηκε από τον θείο του θύματος. Η είδηση συγκλόνισε το Πανελλήνιο και χιλιάδες άτομα αποχαιρέτησαν τον Γιακουμάκη μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κηδεύτηκε δύο μέρες μετά, στις 17 Μαρτίου. Στοιχεία και μαρτυρίες που βγήκαν - μετά την αναζήτησή του και τον εντοπισμό του - στο φως έδειξαν ότι, ήδη πριν τον θάνατό του, υπήρξε θύμα σωματικής και λεκτικής βίας από συμφοιτητές του, και συγκεκριμένα από ομάδα συντοπιτών του Κρητικών με έντονη παραβατική συμπεριφορά.
Η υπόθεσή του απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης λόγω του τραγικού θανάτου του, αλλά και της καλοσυνάτης μορφής του. Και έτσι ήτανε στ’ αλήθεια: Όχι ιδιαίτερα ζωηρός, αλλά μάλλον ήσυχος, μεγαλωμένος με αρχές από την οικογένειά του, με ένα σοβαρό προφίλ που τον χαρακτήριζε και που κάποιοι θα λέγανε ότι απλά ήταν ένα παιδί ήπιων τόνων, δηλαδή ότι δεν είχε ασχοληθεί ούτε και είχε πειράξει ποτέ κανέναν. Χαρακτηριστικό δείγμα του Βαγγέλη Γιακουμάκη είναι το εξής: Κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων που βρήκαν το φως της δημοσιότητας, η μητέρα του θυμήθηκε κάποιο περίεργο τηλεφώνημα που δέχτηκε, ένα χρόνο πριν, από μια καθηγήτρια της Σχολής, που την ενημέρωνε ότι ο γιος της θα αλλάξει όροφο και δωμάτιο, επειδή υπάρχουν προβλήματα με κάποια παιδιά της Σχολής. Η απόφαση, της είχε πει, πάρθηκε από το Συμβούλιο των καθηγητών και από τον διευθυντή της Σχολής. Όταν εκείνη ρώτησε τον Βαγγέλη εάν συμβαίνει κάτι, εκείνος απάντησε: «Δεν συμβαίνει τίποτα, μαμά, αστεία κάνουμε».
Το «τίποτα» του Βαγγέλη ήταν ο εκφοβισμός σε βάρος του, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το μπούλινγκ, η καταρράκωση της αξίας του, η σωματική και η ψυχολογική κακοποίησή του. Παρά την εντύπωση ότι η δράση των νταήδων αποτελεί σχολικό φαινόμενο, στην πραγματικότητα εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Μπορεί να συναντηθεί στο στρατό, σε αθλητικά σωματεία, στη φυλακή, αλλά ακόμα και στο χώρο εργασίας. «Κάτι που μας θλίβει, είναι ότι πριν δεν γνωρίζαμε τη λέξη «μπούλινγκ», κι αυτή τη στιγμή όλο αυτό μεγαλώνει. Και πάνω σε αυτό, θα ήθελα να πω ότι ο θρασύς εκμεταλλεύεται τη σιωπή. Η σιωπή όμως δεν είναι αδυναμία. Η σιωπή μπορεί να είναι αξιοπρέπεια, μπορεί να είναι ευγένεια», είχε πει στον Ant1 ο πατέρας του εικοσάχρονου φοιτητή Ανδρέας Γιακουμάκης. «Η δικαίωση για μένα είναι από τον κόσμο. Τα δικαστήρια έγιναν για να «φανεί» ποιός ήταν ο Βαγγέλης και ποιοί ήταν αυτοί. Για μένα κατηγορούμενη είναι όλη η Σχολή. Όσοι γνώριζαν. Ακόμα δεν είμαι σε θέση να διαχειριστώ την κατάσταση, προσπαθώ. Ο χρόνος σε μαθαίνει να ζεις με την απώλεια, δε γιατρεύει».
Η οικογένεια του Βαγγέλη Γιακουμάκη ποτέ δε δέχθηκε πως ο νεαρός φοιτητής αυτοκτόνησε. Κάτι με κάνει να συμφωνήσω μαζί της. Αυτό το κάτι είναι ο τρόπος που έφυγε. Πήγε στην εξωτερική τουαλέτα, κάτι του είπαν ή κάτι έγινε εκεί, που τον έκανε υποχείριο της θανατικής του καταδίκης. Ο Βαγγέλης είχε ύψος 1.80, δεν ήταν ένα μίζερο πλάσμα που δέχεται με ευγένεια τις απειλές. Πρέπει να τον εκβίαζαν με κάτι φοβερό γι’ αυτόν, γι’ αυτό αγόταν και φερότανε. Και ίσως, λέμε ένα ίσως κι εμείς μέσα στα τόσα άλλα ίσως, ήταν η μοιραία του συνάντηση ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εκεί που βρέθηκε στο πλάι των νερών, κάποιος ή κάποιοι, αντί να του πούνε να κάνει το τζουκ μποξ και να τους τραγουδάει τραγούδια, του λέγανε να αυτομαχαιρωθεί στην αρχή δειλά, μετά πιο καίρια. Ή ίσως να μην ήταν κανείς από τους νταήδες συμφοιτητές. Πρέπει ο εκβιασμός να ήταν μεγάλος και πιεστικός αυτή τη φορά, γιατί ο Βαγγέλης Γιακουμάκης έφυγε, για τη μοιραία του συνάντηση, χωρίς να πάρει μαζί του το κινητό του ή το πάσο της Σχολής και χωρίς να πει τίποτα στον συγκάτοικό του. Για τον θάνατό του από την εισαγγελία τον Ιούνιο του 2015 έχει ασκηθεί «δίωξη κατά αγνώστου για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως».
Βαγγέλης Γιακουμάκης (23 Μαρτίου 1995, Σέλλι Ρεθύμνου - 6 Φεβρουαρίου 2015, Ιωάννινα). Πάνε δέκα χρόνια από τότε. Τον έλεγαν και Βαγγέλη, γιόρταζε χθες. Πόσο εφήμερο είναι αυτό το χθες φάνηκε από το ότι οι εφημερίδες, που τον είχαν πρωτοσέλιδο, έγιναν χθεσινές κι αυτές.
