Το deal δυο γενεών!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Ο ήλιος πρωταγωνιστεί τις αλκυονίδες μέρες που διανύουμε. Κάποια μάνα, που τον περιμένει να γυρίσει, θα έχει κι αυτός. Στην τηλεόραση που γνωρίζει μεγαλεία μετά από μήνες ανεργίας, αφωνίας τα τηλεπαιχνίδια πρωταγωνιστούν.

της Μαρίας Λιονάκη

Δεν ήταν εύκολο να έρθει η κυρα Ξανθίππη, η μαμά, η αυτού εξοχότης στο Ηράκλειο. Και για τις δυο πλευρές. Tης κόρης που έχει πια τη δουλειά της, σπίτι, μαθητές, λουλούδια, facebook, messenger, και δυο τρεις παρέες, με τις φαεινές ιδέες πάμε εδώ, πάμε εκεί « Άκουσα πως θα γίνει χιονοδρομικό κέντρο στο Λασίθι, δεν πάμε να δούμε αν βολεύουν οι πλαγιές; Στην επιστροφή ξέρω μια καλή ταβέρνα που κάνει φοβερό καπρικό. Θα έχει και καλή μέρα αύριο, είδα στο meteo»

Δεν ήταν εύκολο και για την ίδια. Καθώς σε αυτή την ηλικία ο άνθρωπος δεν ξεβολεύεται εύκολα, μα δεν κάνει κι εύκολα like. Στα διάφορα post. Η έμφυτη αντίδραση της τρίτης ηλικίας είναι να σουφρώνει τα χείλη απαξιωτικά στο καθετί. Στην καινούργια ρόμπα τη μοντέρνα, που την ήθελε πιο παραδοσιακή, με μεγάλες τσέπες και κουμπιά, στο τσάι γεύση «φρούτα του δάσους», που δεν το ξέρει και δεν είναι εφάμιλλο της μαλοτήρας των Λευκών Ορέων, στο τυρί, που δεν είναι σαν τη μυζήθρα τη χανιώτικη, τη μπουγάτσα που είναι γλυκιά και σε λιγωμαριάζει, στα καλιτσούνια που δεν έχουν σπανάκι, μα κι εκεί βάζουν ζάχαρη βρε παιδί μου; Στις ελιές που δεν είναι οι γνωστές της, οι μικρές ψημένες στο αλάτι, στη φέτα το ψωμί που έχεις αλείψει τις πλαγιές της με μπόλικη μαρμελάδα, εφάμιλλη της σπιτικής και βούτυρο soft κι όμως δεν της γεμίζει το μάτι (την οποία αφού αρνείται με βδελυγμία, αφήνεις κατόπιν εσύ σε ορατό μέρος, για να τη βρεις εξαφανισμένη μετά). Η κατάσταση που περιγράφω δεν είναι καθόλου soft. Ας κάνουμε όμως τα πικρά γλυκά. Ας κατρακυλήσουμε ακόμη γρηγορότερα στις πλαγιές τις Ιστορίας μας…

Αφού λοιπόν επιστρατεύτηκε η ονομασία της πόλης μας: « Μεγάλο Κάστρο» για να φτουρήσει στη συνείδηση της αγαπημένης κόμισσας κι αφού έγινε ολόκληρη διαφημιστική καμπάνια με τα αξιοθέατα της πόλης (ικανή να προσελκύσει και τον πιο δύσκολο τουρίστα) ήρθε κι επετεύχθη η μετεγκατάσταση, καθώς είπαμε οι μεγάλοι άνθρωποι είναι καλό να είναι μέρος της ζωής μας, όσο γίνεται πιο ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Ως τα δικά μας τέλη, τα…

Αποτέλεσμα όμως αυτής της συνύπαρξης είναι το κείμενο αυτό, γέννημα ενδελεχούς παρατήρησης (ενίοτε μετά συγκρατημένης επαναστατικής διάθεσης) στις συνήθειες των δυο γενιών. Η γενιά των μαμάδων, των παππούδων, των γιαγιάδων μας λοιπόν είχε εύλογα άλλο τρόπο ζωής, άλλα ήθη, έθιμα. Δεν ξέρω, αν ζούσε καλύτερα ή χειρότερα, μεγάλος ο προβληματισμός. Ξέρω πως είχε πιο βαθιά ριζωμένες κάποιες ηθικές αξίες αφού δεν αποχωρίζεται εύκολα το σπίτι που την άφησε ο μακαρίτης ο άνδρας της, αφού επιμένει να φορά τη βέρα της, μετά το θάνατο του συζύγου της κι ας τη σφίγγει πια. Είχε κι άλλα στοιχεία στερεότυπα αυτή η γενιά. Αρχικά ξυπνούσε το πρωί κι έστρωνε στο επόμενο λεπτό το κρεβάτι της.

( Πριν πιει καφέ να ανοίξει το μάτι , χωρίς να μπει πρώτα στο mail της, στο facebook, να δει τα twit της, να κοινοποιήσει την καλημέρα της με τριαντάφυλλα, αστεράκια, καρδούλες. Έλα Χριστέ μου!)

Τα περισσότερα like αυτής της γενιάς τα έπαιρνε ένα κρεβάτι με σεντόνι κατάλευκο (πλυμένο με λουλάκι για να είναι άσπρο ξέξασπρο κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερο) κεντημένο στο χέρι κι ένα σπίτι γεμάτο σεμεδάκια. Σεμεδάκια παντού, στα τραπεζάκια, στα μπράτσα των καναπέδων, στην τηλεόραση, το ψυγείο, στις πιατοθήκες, τις σερβάντες παντού. Εκεί που ήταν κρυμμένα τα μπαγιάτικα σοκολατάκια για τον απροειδοποίητο επισκέπτη. Μα και τα γλυκά του κουταλιού, νεραντζάκι, κυδώνι, σύκο. Πλεχτά, εργόχειρα κεντημένα από χρυσοχέρες κεντήστρες. Έναντι αδρούς αμοιβής, χρήματα που με κόπο και τρόπο εξοικονομούσε η νοικοκυρά από τα χρήματα τα προορισμένα για τα ψώνια στον μπακάλη.

Εκείνη την εποχή υπήρχαν πλανόδιοι έμποροι, συνήθως εκ βορείου Ελλάδας ορμώμενοι, καταφερτζήδες, με προικιά για τις κόρες, κουβέρτες πρωτοφανέρωτες Νάουσας, άλλες πικέ, τραπεζομάντηλα με σχέδια με μεγάλα φρούτα ή εντυπωσιακά λουλουδάτα για τραπέζια οβάλ, μακρόστενα. (προίκα που αν βγει στην κυκλοφορία θα θυμίζει λαϊκή αγορά Ανατολής ). Εκείνη την εποχή υπήρχαν κι οι μπακάληδες. Που οι σχέση με τις νοικοκυρές ήταν πιο προσωπική, η καλημέρα πιο διαχυτική κι εμπλουτισμένη με τα νέα των παιδιών τους. (Γέννησε η γυναίκα του Αντώνη σου στην Αμερική; Να σας ζήσει! Θα έχει άλλη πολυτέλεια, άλλες κλινικές εκεί… ) Στα παντοπωλεία τους με τη μεγάλη ταμπέλα και τα σχετικά ονόματα: « Παντοπωλείο το κέρας της Αμάλθειας» τα περισσότερα προϊόντα ήταν χύμα, σε τσουβάλια. Όσπρια καλομαγείρευτα, μα να τα βάλεις κυρα Ξανθίππη αποβραδίς στο νερό, χόρτα φρέσκα, σταμναγκάθι άγριο και σπάνιο (πάρε το τώρα που το βρίσκεις!) , χοχλιούς του κουμπάρου απ’ το χωριό που ξέρει πού τους βρίσκει, προχθές που έβρεξε λίγο πήγε, διάφορα τυριά που τα έφερε το πρωί απευθείας ο βοσκός, αβγά χθεσινά, για μωρό παιδί, μην τα φοβηθείς.

Εκείνη την εποχή οι ρόλοι ανδρών- γυναικών ήταν διαφορετικοί. Οι γνωστοί παραδοσιακοί. Αραιά και που εργάζονταν μια γυναίκα, αραιά και πού άλλαζε ο πατέρας το μωρό ή έψηνε ένα αβγό. Κι αυτό αν μαθεύονταν, το πείραγμα στα καφενεία, τόπους συνάθροισης των ανδρών ήταν αναπόφευκτο… Οι γυναίκες έβγαιναν σπάνια σε κανένα γάμο, καμία βάφτιση, να συλλυπηθούν μια γειτόνισσα, στα συχαρίκια μιας γέννησης… Δεν πήγαιναν πάντως σινεμά μόνες, δεν έβγαιναν γυναικοπαρέες, ούτε διανοούνταν να αφιερώσουν πολύ προσωπικό χρόνο για beaute, χρόνο σε ένα γυμναστήριο για να αθληθούν. Και φυσικά δεν είχαν προφίλ, συνομιλίες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόλουθους. Υπολογιστές εξάλλου δεν υπήρχαν, ούτε κινητά. Ούτε ηχοσυστήματα μεγάλης απόδοσης, τηλεοράσεις plasma. Eίχαν το καναρίνι που κελαηδούσε για παρέα. Τη γειτόνισσα που έπλεκαν μαζί και κουβέντιαζαν. Που βεγγέριζαν στις αυλές κάτω από τη φορτωμένη κληματαριά τα καλοκαίρια. Κι αυτό ήταν η ψυχαγωγία τους. Που τους αρκούσε στη λιτή, χωρίς πολλές απαιτήσεις ζωή τους. Τη χαρτογραφημένη γύρω από τη γειτονιά , στα όρια ενός χωριού.

Όταν δε ερχόταν ο πατέρας το μεσημέρι στο σπίτι, η οικογένεια έπλενε χέρια, έλεγε προσευχή και καθόταν όλοι μαζί στο τραπέζι για το φαγητό. Που τις Κυριακές ήταν το εκλεκτό, πιο σπάνιο, μαγειρευτό κοκκινιστό κρέας ή το μοσχοβολιστό στο φούρνο της γειτονιάς ψημένο, ψητό. Αμέσως δε μετά το φαγητό ακολουθούσε ώρα κοινής ησυχίας απόλυτα σεβαστή. Όταν κοιμόταν ο πατέρας δεν πετούσε ούτε μύγα στο σπίτι μην τον ενοχλήσει. Ο αγέλαστος κι αυστηρός πατέρας που όταν έλεγε «όχι» ήταν νόμος απαράβατος. Που εξάλλου δεν ήθελε πολλές κουβέντες κι ήταν απόμακρος. «Σαν θεότης» όπως περιγράφει η Πηνελόπη Δέλτα για το δικό της πατέρα. Το χάδι του, ήλιος που δε ζέσταινε ποτέ τα παιδιά, ιδίως τα θηλυκά που δεν ήταν το ίδιο ευπρόσδεκτα.

Τώρα η εποχή, η ζωή είναι αλλιώς. Η οικογένεια δεν μοιράζεται πια σε καθημερινή βάση το μεσημεριανό, οι ώρες κοινής ησυχίας είναι δύσκολο να τηρηθούν. Με αποτέλεσμα γκρίνια στις πολυκατοικίες. Οι ρυθμοί ζωής είναι έντονοι, αγχωτικοί. Τρέξιμο και πάλι τρέξιμο. Ηλεκτρικές σκούπες σφυρίζουν δαιμονισμένα τα μεσημέρια, μίξερ χτυπάνε κέικ μετά τα μεσάνυχτα. Επισκέψεις απροειδοποίητες μόνο στα χωριά υπάρχουν. Οι φιλίες είναι οι γιαλαντζί των κοινωνικών δικτύων και η φιλική συμπαράσταση εκφυλίστηκε σε like. Οι μπακάληδες αντικαταστάθηκαν από τα μεγάλα μάρκετ. Η διακόσμηση των σπιτιών απλουστεύτηκε κι έγινε πιο μοντέρνα, ενώ το στρώσιμο του κρεβατιού ευτυχώς δεν είναι κριτήριο καλής νοικοκυράς.

Άλλη μια μέρα με την κυρα Ξανθίππη παρέα, μέρα πιο φορτωμένη μα και ευλογημένη μαζί , ετοιμάζεται να δύσει. Ο ήλιος πρωταγωνιστεί τις αλκυονίδες μέρες που διανύουμε. Κάποια μάνα, που τον περιμένει να γυρίσει, θα έχει κι αυτός. Στην τηλεόραση που γνωρίζει μεγαλεία μετά από μήνες ανεργίας, αφωνίας τα τηλεπαιχνίδια πρωταγωνιστούν. Οι μεγάλοι άνθρωποι αρέσκονται να βλέπουν τηλεόραση, ιδίως τηλεπαιχνίδια. Συμπάσχουν με τους παίχτες, ζουν την αγωνία τους, τη χαρά τους άμα κερδίζουν, την απογοήτευση τους όταν ρισκάρουν και χάνουν. Αγαπημένος όλων ο γνωστός παρουσιαστής του Deal. O οποίος λογικά επέστρεψε μετά από πολλές προσευχές γιαγιάδων και παππούδων. Για να κάνει πιο εύκολο το Deal των παιδιών με τους ηλικιωμένους γονείς, το deal δυο γενεών, δυο εποχών. Η εκπομπή ξεκινά, το χαμόγελο της κυρα Ξανθίππης είναι ως τα αφτιά Σα να είδε άνθρωπο δικό της. Μα και το δικό μου χαμόγελο που τη βλέπω χαλαρή, απορροφημένη είναι πλατύ. Ενώ σίγουρα δεν έπεσα έξω, ο παρουσιαστής μου έκλεισε το μάτι, συνωμοτικά. Υποδηλωτικά τη φράσης από το γνωστό άσμα: Όσο έχεις εμένα μη φοβάσαι κανένα…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ