Έμεινε καιρό στον πάγκο ο Οκτώβριος!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Οκτώβριος...των κίτρινων φύλλων, του ροδιού, της μηλόπιτας, των αποχαιρετισμών!

της Μαρίας Λιονάκη


Ο Οκτώβριος, ένας από τους παίχτες  στην ομάδα του χρόνου, αφού έμεινε καιρό στον πάγκο, μπήκε πάλι στο παιχνίδι… Δεν ξέρουμε αν είναι σε φόρμα ή όχι, αν θα φέρει νίκη ή ήττα, χαρά ή στενοχώρια  στις ζωές μας… Ξέρουμε μόνο ότι είναι αποφασισμένος  να προσπαθήσει,  να τον παλέψει τον αγώνα ,  όπως  μπορεί!

Οκτώβριος η εποχή που ο καιρός γίνεται πιο μουντός, που το φως λιγοστεύει σιγά σιγά  στο φωτιστικό του κόσμου,  που ο ήλιος αποκτά  άγχη, ανασφάλειες,  στριμωγμένος, πιεσμένος από τα σύννεφα,  που η ζωή γίνεται πιο εσωστρεφής, σκεπτική, ρομαντική…   Εποχή που η φύση ψάχνει στη ντουλάπα της κάτι πιο σοβαρό να ντυθεί, που χώνει παραμέσα τα πολύχρωμα, τα  παρδαλά της ρούχα… Σε σκούρες πράσινες,  κόκκινες, καφέ, κίτρινες , πορτοκαλί , σε   ζεστές αποχρώσεις   είναι τα  κουστούμια, τα  πουκάμισα  που έφερε στη βαλίτσα του ο Οκτώβριος, σε αυτά τα χρώματα  κινείται η μόδα της φύσης  κάθε φθινόπωρο.

Ο Οκτώβριος εντάσσεται  στην ίδια οικογένεια του Φθινοπώρου,  μαζί με τους μήνες Σεπτέμβριο και Νοέμβριο…  Οικογένεια έχουν οι μήνες, τα πουλιά, τα ζώα, όλα τα έμβια όντα αυτού του κόσμου, οι άνθρωποι… Οικογένεια έχει κι ο  Ζορμπάς στο έργο του Νίκου  Καζαντζάκη: « Βιος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», όπου ο συγγραφέας αφηγείται:

« Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Πού να πάω;, συλλογίστηκα· καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή».
Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη  μπροστά μου· το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο· με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.
– Λοιπόν;, έκαμα· κι ύστερα;
O Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
– Δε βαριέσαι!, είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του 'δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
– Παντρεύτηκες;
– Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο, όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Bάσανα! Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
– Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;
– Ε, μωρέ, πώς φαίνεται πως δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά· τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι – κατάλαβες;
Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε  από τη μάνα της, τη Γης.»

Οικογένεια. Ένας άνθρωπος που είναι πολλοί, ένας άνθρωπος που δεν είναι μόνος. Μια κοινή πορεία, μια κοινή ζωή,  ιστορία. Κάποτε ήμασταν δύο. Μικροί και άμαθοι. Τώρα τέσσερις. Δέντρα που οι ρίζες τους πηγαίνουν όλο πιο βαθιά εμείς, δέντρα που ανθίζουν τα παιδιά.

Οικογένεια… Κολυμπούν πλάι πλάι στο ποτάμι της ζωής,  της χαράς, της ανησυχίας, της στενοχώριας, όποιος παίχτης  κι αν αγωνίζεται στο στίβο του χρόνου... Αν κουραστείς θα σε βοηθήσω, αν πονέσεις θα το καταλάβω, αν αρρωστήσεις θα σε δω, αν γελάσεις θα χαρώ… Δεν είμαι τέλεια, ούτε εσύ… Θυμώνω κάποιες φορές, γκρινιάζω,  μου αστειεύεσαι, μου γελάς, μου περνάει...

Φωτογραφίες η ζωή στο οικογενειακό άλμπουμ.  Συγγενείς, φίλοι,  μετακομίσεις, εκδρομές, ταξίδια,  γενέθλια,  γιορτές, κλάματα και χαρές, των παιδιών, δικά μας, προβλήματα, αρρώστιες και πάλι χαρές.  Γάμος, εγκυμοσύνες, γέννηση παιδιών, βαφτίσια, τα παιδιά στο σχολείο, η εφηβεία τους, οι εξετάσεις τους… τα παιδιά φοιτητές , εργαζόμενοι σε άλλη πόλη, εξορία Θεού, Αλλάχ… Τώρα ο πυρετός τους ανεβαίνει ερήμην σου, το ταψί με το φαγητό βγαίνει ζεστό από το φούρνο  στο κυριακάτικο τραπέζι και δεν το μοιράζεσαι μαζί τους…

Όταν  περιμένεις τα παιδιά σου από μακριά τίποτε δε σε χαλάει…. Νιώθεις  μια ξεκούραστη αισιοδοξία, μια απίστευτη δύναμη. Σα να περιμένεις την άνοιξη. Οι μέρες που περνάς μαζί τους,  κάθε φορά που έρχονται,   κυλούν σα νεράκι. Η αγάπη και η φροντίδα γίνεται ζεστό φαγητό και σοκολατένιο γλυκό. Αγκαλιές, συζητήσεις, πειράγματα, μαλώματα γεμίζουν τη  ψυχή με πληρότητα…

Τη μέρα πριν φύγουν ο καιρός είναι πάντα συννεφιασμένος, φθινοπωρινός ή χειμωνιάτικος. Μηχανικές ετοιμασίες σα να είσαι άλλος, όχι εσύ. Κλειδωμένα συναισθήματα μη στενοχωρηθεί κανείς. Να’ ναι όσο γίνεται πιο ανώδυνος ο αποχωρισμός. Σφιχτό αγκάλιασμα, επαναλαμβανόμενο, μάτια που μιλάνε, χέρια που σταυρώνουνε, μια τελευταία βιαστική φωτογραφία, παρέα μέχρι να ξανάρθει το παιδί σου, ένας τελευταίος βιαστικός έλεγχος στα ξεχασμένα,  που τέτοια ώρα αποκλείεται να δεις.  

Ξέστρωτο κρεβάτι, πεταμένες πυτζάμες, άδειο δωμάτιο. Κάθεσαι στον καναπέ και κοιτάς προσμένοντας να εμφανιστεί η ομορφιά και η δροσιά, το νεανικό κέφι και χαμόγελο να σου πει καλημέρα!  Δε θα κλάψω…. Είμαι μεγάλη πια!  Θα οργανωθώ,   θα συνηθίσω πάλι , θα βρω τους ρυθμούς μου…  Έχει μια καλή ταινία  τώρα στο σινεμά  και μια έκθεση, νομίζω ακόμα, στη Βασιλική Αγίου Μάρκου και μια παράσταση στο… Παντού θα πάω! Και γυμναστήριο θα ξεκινήσω πάλι!… αύριο, μεθαύριο έρχονται εγγόνια, να έχω αντοχή να τα προσέχω, να τα κυνηγώ…


Σάββατο βράδυ στο Λιμάνι της πόλης μας. Ασυνήθιστη κίνηση… γονείς αποχαιρετούν φοιτητές, παιδιά … σ’ ένα αποχωρισμό   που,  όσες φορές κι αν τον  ζήσεις  , δεν τον συνηθίζεις… Αποχαιρετούν νέους  που φορούν ακόμα καλοκαιρινά, βερμούδες, σορτσάκια, νέους που έχουν πάνω τους όλου του κόσμου την ομορφιά… Η νύχτα  στολισμένη με τα αστέρια της  είναι λίγο δροσερή στα εγκαίνια,    στην υποδοχή του Οκτώβρη… Το μαύρο του ουρανού φωτίζεται  με τα φώτα αυτοκινήτων, πλοιαρίων,  καραβιών, τα φώτα των κτιρίων του λιμανιού… Μαλακώνει συνειδητά  για να γλυκάνει λίγο τον αποχωρισμό… Η κίνηση του λιμανιού ,  αυξημένη,  δημιουργεί συνήθεις εικόνες…. Κόσμος πάει κι έρχεται με βαλίτσες που περπατούν  με πόδια ροδάκια,   κόσμος  τρέχει   τελευταία στιγμή  να κόψει εισιτήριο, βιαστικός,   μη χάσει το καράβι, κόσμος  περιμένει σε ουρά να δώσει βαλίτσες και δέματα,   αυτοκίνητα  σταματούν άτσαλα, με απότομο φρενάρισμα,  με τα φώτα να αναβοσβήνουν για  να αφήσουν  ταξιδιώτες … Το καράβι που έχει έρθει από Αθήνα   περιμένει ανέκφραστο,   απρόσωπο, αγκυροβολημένο στο λιμάνι να φορτώσει ζωές, κάθε ηλικίας  και εμπορεύματα και να σαλπάρει… Μοιάζει  μακρύ, τεράστιο, ατελείωτο, σαν τις ουρές αναμονής στην προκυμαία.

Ένας μπαμπάς φουριόζος με προσπερνά… Συστήνει την κόρη του στο μεσόκοπο κύριο που συναντά,  σα  να θέλει  να μοιραστεί λίγο, μαζί του   ένα άγχος φροντίδας, ασφάλειας, προσοχής  του παιδιού του … «Αυτή είναι η κόρη μου! - λέει με καμάρι-  που θα σπουδάσει αγγλική Φιλολογία… η  αγγλικού!» όπως λέγαμε στο σχολείο, λέει περήφανος, ενθουσιασμένος  και αστειευόμενος  μαζί , καταφέρνοντας   με το γέλιο του  να σπάσει την τεταμένη, γεμάτη ένταση ατμόσφαιρα τη δική του και,  εν αγνοία του,  τη δική μου…

Οι αποσκευές παραδίδονται μετά από υπομονετική αναμονή  στο ειδικό φορτηγό,   στον υπομονετικό υπάλληλο της ναυτιλιακής εταιρείας που μηχανικά τις υποδέχεται και  τις  φορτώνει με τάξη και έλεγχο,  συνηθισμένος σε άπειρες  αναχωρήσεις κι αφίξεις σ’ αυτή τη ζωή … Με τον ίδιο συνηθισμένο, μα και ασυνήθιστο τρόπο, ακροβατώντας για  να πετύχουν τον αυτοέλεγχο   αποχαιρετούν οι γονείς τα παιδιά τους , για πρώτη φορά ή  όπως τόσες και τόσες φορές, εδώ και χρόνια ,  σε λιμάνια, σταθμούς λεωφορείων,  αεροδρόμια… Σφιχτή αγκαλιά, παρατεταμένη!  Που προδίδει πάντα, όσα ανείπωτα βγαίνουν ως τα χείλη, τα μάτια, σκαλώνουν, τα κλοτσάς  και  δε θα βγουν … Για να μην εκδηλωθούν συναισθήματα,  μη στενοχωρηθεί το παιδί…   Κοιτάζω τον ουρανό το στολισμένο με αστέρια, φώτα του ουρανού, τον ουρανό  που φαίνεται   με κατανόηση να μου γελά… Κοιτάζω το καράβι το θεόρατο ,  το μακρύ σα να του λέω, όσα δεν ξέρει, όσα φοβάμαι … Κοιτάζω  το θαλάσσιο δρόμο μπροστά, το δρόμο της ζωής που το παιδί μου διαβαίνει πια μακριά μου... Τα κοιτάζω όλα και παρακάμπτοντας  επίμονα, αποφασιστικά, κάθε μελαγχολική σκέψη,  χαμογελώ!  Χαμογελώ τρυφερά , ανασύροντας από τη μνήμη μου  τους στίχους,  τους αγαπημένους, τους τραγουδισμένους απ’ τη Μελίνα Κανά , που εκφράζουν όλα, όσα θέλω να πω:

 «Όταν στο Θεό μιλώ  και του λέω για σένα χίλια τον παρακαλώ μα ζητάω ένα. Στον αέρα να πετώ, στη φωτιά να περπατώ,  όπου κι αν με χρειαστείς  να`μαι εκεί πριν το σκεφτείς.»   Οκτώβριος … του καλοκαιριού που έφυγε, του χειμώνα που θα έρθει,  των έρημων ακρογιαλιών, της συννεφιάς,  των πρώτων βροχών,   του οργώματος, της σποράς, των κίτρινων φύλλων, των  χρυσάνθεμων,  του ροδιού, των μήλων,   της μηλόπιτας…

Οκτώβριος…  της εργασίας, του σχολείου, της ανασύνταξης, της οργάνωσης, των   σχεδίων, του προγραμματισμού, των   νέων οριζόντων,  στόχων,   προσπαθειών,  ξεκινημάτων… των  αποχαιρετισμών!

 Στο καλό παιδί μου, στο καλό να πάνε  όλοι οι φοιτητές, οι νέοι  όλου του κόσμου,  που φοιτούν, εργάζονται μακριά… Να είστε καλά, να είμαστε καλά ως να ξανάρθετε!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ