Εμπιστοσύνη στη λογική σκέψη: Ο επίκαιρος λόγος του Σωκράτη

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Η λογική σκέψη, όπως την προκρίνει ο μεγάλος φιλόσοφος, τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση.

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Ένας από τους πιο γνωστούς διαλόγους του Πλάτωνος είναι ο «Φαίδων». Ο εν λόγω διάλογος διημείφθη μεταξύ του Σωκράτη, των μαθητών του Κρίτωνος και Φαίδωνος καθώς και δύο φιλοσοφούντων Βοιωτών, του Σιμμία και του Κέβητος, όταν ο μεγάλος φιλόσοφος βρισκόταν στο δεσμωτήριο, καταδικασμένος σε θάνατο, και λίγο προτού πιει το κώνειο. Το θέμα του διαλόγου, όπως ήταν επόμενο, ήταν ο θάνατος και ειδικότερα η αθανασία της ψυχής. Μάλιστα, ο διάλογος τελειώνει με την περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Σωκράτη. «Η σκηνή», γράφει ο Ε.Π. Παπανούτσος, «με την συγκρατημένην τραγικότητά της (και με το ύφος ακόμη της αφηγήσεως εις μερικά σημεία) ενθυμίζει Ευαγγέλιον.»

            Σε κάποιο σημείο του διαλόγου ο Σωκράτης, θέλοντας να αντικρούσει τους οπαδούς του λογικού σχετικισμού της σχολής του Ηρακλείτου, που προσπαθούσαν, με τους «αντιλογικούς λόγους» των, να αποδείξουν κρίσεις αντιφατικές μεταξύ τους ως λογικώς ορθές, υποστηρίζει ότι, αν ισχύει αυτό, τότε η λογική σκέψη είναι ένα άστατο όργανο που δεν αξίζει να το εμπιστευόμαστε κι έτσι γεννιέται στην ψυχή η «μισολογία». Ένα χαρακτηριστικό τμήμα από το σημείο αυτό του διαλόγου θα παραθέσουμε στη συνέχεια. Η επιλογή του δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για κείμενο εσαεί επίκαιρο και προπάντων στην εποχή μας, όπου όλοι  έχουν άποψη για όλα και όπου η λογική διαστρεβλώνεται διαρκώς, καθώς δεν είναι λίγοι, τόσο από το χώρο της πολιτικής, όσο και από τον κοινωνικό χώρο, που παρουσιάζουν τον «κρείττονα λόγον» ως «ήσσονα» και τον «ήσσονα» ως «κρείττονα». Σημαντικές είναι και οι ανθρωπογνωστικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις του Σωκράτη. Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει ο μεγαλύτερος αρχαίος φιλόσοφος:

            «Πρέπει πρώτα να προσέξουμε μήπως πάθουμε ένα πάθημα.- ποιο πάθημα; Ρώτησα. Να μη γίνουμε, είπε ο Σωκράτης, μισόλογοι, όπως εκείνοι που γίνονται μισάνθρωποι, διότι δεν υπάρχει κακό που μπορεί να πάθει κανείς μεγαλύτερο από τούτο:  να μισήσει τους συλλογισμούς.  Με τον ίδιο τρόπο γίνεται και η μισολογία και η μισανθρωπία. Η μισανθρωπία μπαίνει μέσα μας και μας καταλαμβάνει, όταν χαρίζουμε σε κάποιον εξ ολοκλήρου την εμπιστοσύνη μας, χωρίς να έχουμε την τέχνη της ανθρωπογνωσίας, και νομίζουμε πως ο άνθρωπος αυτός είναι τελείως ειλικρινής και υγιής και αξιόπιστος, λίγο αργότερα όμως ανακαλύπτουμε πως είναι πονηρός και αναξιόπιστος και ξανά διαφορετικός. Όταν κάποιος πάθει αυτό το πράγμα πολλές φορές και μάλιστα από τους ανθρώπους εκείνους που θα μπορούσε να θεωρήσει ως τους πλέον οικείους του και τους πιο στενούς του φίλους, καταλήγει στο τέλος, έπειτα από πολλές απογοητεύσεις, να μισεί όλους τους ανθρώπους και να νομίζει ότι κανείς δεν έχει πάνω του απολύτως τίποτε το υγιές. (…). Αν, όμως, αυτός ο άνθρωπος μεταχειριζόταν (τους ανθρώπους) με τέχνη και όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα διαπίστωνε ότι οι τελείως χρηστοί, όπως και οι τελείως πονηροί, είναι πολύ λίγοι, ενώ οι ενδιάμεσοι τύποι είναι η περισσότεροι.»  (…)

            Στη συνέχεια ο Σ. δείχνει τη σχέση μεταξύ της στάσης αυτής και της μισολογίας, δηλαδή του μίσους κατά των συλλογισμών: «Χαρίζει κανείς την εμπιστοσύνη του στην αλήθεια ενός συλλογισμού, χωρίς να κατέχει την τέχνη των συλλογισμών, και λίγο αργότερα  σχηματίζει την εντύπωση πως (ο συλλογισμός) είναι ψευδής, εφόσον άλλοτε μεν είναι έγκυρος, άλλοτε δε όχι, και ξανά διαφορετικός και διαφορετικός προπάντων όσοι πέρασαν τον καιρό τους καταστρώνοντας συλλογισμούς, για να αποδείξουν πότε την αλήθεια και πότε το ψεύδος μιας κρίσεως, στο τέλος φτάνουν να πιστεύουν ότι έχουν γίνει σοφότατοι και μόνον αυτοί έχουν πλέον κατανοήσει ότι τίποτε, ούτε από τα πράγματα ούτε από τους συλλογισμούς, δεν είναι υγιές ούτε βέβαιο, αλλ’  ότι, απλούστατα, όλα τα όντα, όπως ακριβώς στον Εύριπο, κυλούν άνω και κάτω, χωρίς να μένουν ακίνητα ούτε για μια στιγμή σε κανένα απολύτως σημείο». (εδώ ο Σ. υπαινίσσεται την ηρακλείτεια φιλοσοφία περί της διαρκούς αλλαγής –τα πάντα ρει- καθώς και τον λογικό σχετικισμό των σοφιστών).

            Και συνεχίζει: (…) «Είναι αξιοθρήνητο σε τέτοιας λογής περιπτώσεις να μην  κατηγορεί κανείς τη δική του αδεξιότητα, αλλά στο τέλος να καταντά από τη στενοχώρια του να μεταθέτει ευχαρίστως τις ευθύνες του από τον εαυτό του στους συλλογισμούς. Έτσι περνά τον υπόλοιπο βίο του μισώντας και βρίζοντας τους συλλογισμούς, καταδικάζει δε τον εαυτό του να αποστερηθεί την αλήθεια και την έγκυρη γνώση των όντων (…). Πρέπει, λοιπόν, να προσέξουμε αυτό το πράγμα και να μην αφήσουμε να βρει χώρο μέσα στην ψυχή μας η ιδέα ότι τίποτε ίσως δεν είναι υγιές στους συλλογισμούς, αλλά, αντιθέτως, να βεβαιωθούμε πως εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε ακόμη υγιείς και πρέπει με αντρική γενναιότητα και προθυμία να προσπαθήσουμε να γίνουμε υγιείς. (…) (Οι μισόλογοι), όταν συζητούν για κάποιο θέμα, δεν ενδιαφέρονται να εξακριβωθεί πώς έχει πράγματι το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος, αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να σχηματίσουν οι παρευρισκόμενοι τη γνώμη πως είναι ορθή η άποψη που υποστηρίζουν.» (89d-91a).

            Ζώντας σε ένα κόσμο, όπου όλοι οι άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να εκφραστούμε ελευθέρα στον κοινωνικό χώρο- κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης-,  καλό είναι να ακούσουμε το λόγο του Σωκράτη, που φτάνει σε μας καθαρός, ευκρινής και σαφής μέσα από τους αιώνες. Ο λογικός σχετικισμός, δηλαδή η αντίληψη πως δεν υπάρχει κάποια σταθερή αλήθεια ή πως δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τη λογική ή πως ό,τι και να πούμε έχει δόση αληθείας και ότι πρέπει αυτό να το επιβάλουμε στους άλλους ως το μόνον αληθές, στην ουσία αποτελεί μίσος κατά της ίδιας της λογικής. Διότι, όπως υποστηρίζει ο Σ., το «συλλογίζεσθαι» είναι τέχνη, έχει κανόνες, που αν δεν τους γνωρίζουμε, καταντούμε στη διάλυση του ίδιου του «συλλογίζεσθαι» και τότε η έλλειψη επιχειρημάτων, σε συνδυασμό με την εγωιστική επιμονή μας να μη παραδεχτούμε τη συλλογιστική μας πενία και αδυναμία, μας ωθεί σε χίλια δυο λογικοφανή ή άλλα «τερτίπια», με απώτερο σκοπό όχι την προσέγγιση της αλήθειας σχετικά με το εξεταζόμενο ζήτημα αλλά την υποχρεωτική αποδοχή της άποψής μας από τους ακροατές μας. Ακριβώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά του Σ. από τους σοφιστές.  Το χρησιμοθηρικό πνεύμα και ο σχετικισμός ήταν τα χαρακτηριστικά του κινήματος των σοφιστών στην αρχαία Ελλάδα:  αληθές γι’  αυτούς ήταν το χρήσιμο και συμφέρον για τον καθένα («δίκαιόν εστι το του κρείττονος συμφερον», έλεγε ο φιλόσοφος Θρασυμαχος, δηλ. δίκαιο είναι ό,τι συμφέρει τον ισχυρότερο [Πλάτωνος, Πολιτεία, 340a,9] ), ό, τι ο καθένας θεωρεί ως αληθές, αρκεί να μπορεί να πείθει τους άλλους επ’  αυτού. Αντίθετα, ο Σ. προσπάθησε να βρει ένα σταθερό έδαφος, για να θεμελιώσει και να καθορίσει τις έννοιες του καλού, της αρετής, της σοφίας.

Αυτό το σταθερό έδαφος λείπει σήμερα. Η λογική σκέψη, όπως την προκρίνει ο μεγάλος φιλόσοφος, μια σκέψη που θα στηρίζεται σε συλλογισμούς με εγκυρότητα και αληθείς προκείμενες, δηλαδή θα υπηρετεί την αλήθεια και θα βασίζεται σε αξίες, τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση. Ο λόγος του Σωκράτη πρέπει να γίνει η «αλογόμυγα» (έτσι αποκάλεσε ο ίδιος τον εαυτό του μπροστά στους δικαστές του, όπως λέγει στην «Απολογία» του), για να μας συνεγείρει και να ξαναβρούμε τις ηθικές και λογικές σταθερές που έχουμε απολέσει ή περιθωριοποιήσει.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ