«Ευχαριστώ, καλό δρόμο» μου είπες;

Μαρία Τζανή
Μαρία Τζανή

Δεν μου δίνεις πουρμπουάρ και όταν το φαγητό έχει καθυστερήσει, όταν δεν είναι τόσο ζεστό όσο θα ηθελες, όταν λείπει μια σάλτσα. Γιατί πάντα φταίει ο ντελιβεράς


της Μαρίας Τζανή

Είμαι εγώ που σου φέρνω το φαγητό και εσύ ψάχνεις τα χρήματα στο πορτοφόλι σου να να πληρώσεις και δεν με κοιτάς στα μάτια. Υπάρχω, είμαι εδώ. 

Τρέχω στους δρόμους μέσα στη ζέστη, στο κρύο, στη βροχή. Τρέχω στους δρόμους, πάνω σε μηχανάκι που δε διάλεξα. Τρέχω σε δρόμους που γλιστράνε, σε δρόμους γεμάτους λακκούβες, προσπερνώ, κορνάρω, ξέρω όλα τα στενά και τα «παρακλάδια» της πόλης. Αν δω κανένα φίλο ή γνωστό τον αποφεύγω, βιάζομαι. Πάντα βιάζομαι. Τρέχω με άγχος να προλάβω τις παραγγελίες, δεν έχω μόνο εσένα, είναι πολλοί πελάτες συγχρόνως. Όλοι ανυπόμονοι, πεινασμένοι, κάποιοι νευρικοί, ευτυχώς υπάρχουν και μερικοί ευγενικοί. 

Είσαι με παρέα στο σπίτι, γελάτε, μιλάτε μεταξύ σας για την παραγγελία μπροστά μου, πολλές φορές νιώθω αόρατος. Kλείνεις την πόρτα, ο ντελιβεράς σας έφερε το φαγητό, μπορείτε να συνεχίσετε την διασκέδαση σας. «Ευχαριστώ, καλό δρόμο» μου είπες; 

Άλλες φορές είσαι μόνος, μόνιμα μάλλον μόνος. Παίρνεις τηλέφωνο, πλέον ξέρουν την παραγγελία σου. Έρχομαι, μου πιάνεις την κουβέντα, ψάχνεις κάποιον να μιλήσεις ας είναι και άγνωστος, κακό πράγμα η μοναξιά. Εγώ κόβω την κουβέντα στη μέση, εσύ μουτρώνεις. Δεν το κάνω από κακία, βιάζομαι να προλάβω τις υπόλοιπες παραγγελίες. Εσύ για να με τιμωρήσεις δε μου δίνεις πουρμπουάρ.

Δεν μου δίνεις πουρμπουάρ και όταν το φαγητό έχει καθυστερήσει, όταν δεν είναι τόσο ζεστό όσο θα ηθελες, όταν λείπει μια σάλτσα. Γιατί πάντα φταίει ο ντελιβεράς. Εγώ κατεβάζω το κεφάλι και φεύγω, το χρειαζόμουν το φιλοδώρημα. Το χρειάζονται τα παιδιά μου στο σπίτι, τόσο καιρό άνεργος, πολλά τα χρέη, ευτυχώς που βρήκα αυτή τη δουλειά. Ας είναι  και χαμηλό  το μεροκάματο, ήταν η μόνη εύκαιρη δουλειά και χωρίς πολλές προϋποθέσεις για να σε προσλάβουν. Συνεχώς αλλάζουν οι υπάλληλοι, δε μένουν και πολύ καιρό σε αυτή τη δουλειά, ίσως γι’αυτό.

Έτσι λοιπόν φεύγω και σε ευχαριστώ κιόλας, μην τυχόν και πάρεις το αφεντικό μου μετά για παράπονα, πάλι θα τ’ακούσω και μπορεί και να με απολύσει. Σε ευχαριστώ για την αγένεια που μου έδειξες και ας σε περνάω τόσα χρόνια, φοιτητής εσύ με τα χρήματα του μπαμπά σου, ντελιβεράς εγώ για τα χρήματα των παιδιών μου. 

Είμαι εγώ που σου φέρνω το φαγητό  γιατί δεν πρόλαβες το σούπερ μάρκετ. Γιατί βαριέσαι να μαγειρέψεις, εργένης «ποιος κάθεται να μαγειρεύει για ένα άτομο», τα ντουλάπια της κουζίνας σου δε σε γνωρίζουν. Γιατί θα ήθελες να φας σε κάποιο εστιατόριο, αλλά ντρέπεσαι να πας μόνος σου. Γιατί έχεις παρέα και θέλεις να τους περιποιηθείς «αλλά ποιός μαγειρεύει;». Γιατί είχες μια δύσκολη μέρα, είσαι κουρασμένος και το μόνο που θέλεις είναι να σηκώσεις το τηλέφωνο και ως δια μαγείας να φτάσει το φαγητό. 

Και είμαι εγώ που θα σου το φέρω. Και είμαι αυτός με τον οποίο αποκτάς ολιγόλεπτη οικειότητα. Αυτός που σε ακούει πίσω από την πόρτα να τσακώνεσαι με τη γυναίκα σου, αυτός που βλέπει το σπίτι σου από την μικρή χαραμάδα της πόρτας ακατάστατο, αυτός που σε βλέπει ταλαιπωρημένο, όπως όπως ντυμένο, αυτός που βλέπει τη μοναξιά σου. Εικόνες που φεύγοντας από το σπίτι σου, τις αφήνω εκεί.

Το μόνο που σου ζητάω είναι να είσαι μην είσαι απαιτητικός, δείχνε μου λίγη ευγένεια. Και σε σένα καλό θα κάνει να κλείσεις την πόρτα με χαμόγελο. 

Και μη ξεχνάς να μου λες πάντα «στο καλό, καλό δρόμο», είναι η καλύτερη ευχή που μπορείς να δώσεις σε κάποιον που διακινδυνεύει κάθε μέρα τη ζωή του στους δρόμους. Για να φτάσει σε σένα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ