Η αλήθεια σου, η δουλειά σου!

Στέλιος Βισκαδουράκης
Στέλιος Βισκαδουράκης

...Θα κυλά για πάντα με την ιστορία και την παρακαταθήκη του στις καρδιές των Ηρακλειωτών…

 

 

 Του Στέλιου Βισκαδουράκη

 

(Αφιερωμένο στον καλλιτεχνικό δ/ντή του Δήμου Ηρακλείου Γιώργο Αντωνάκη)

 

Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1943, οι κατοχικές δυνάμεις του Ηρακλείου μάθαν ότι υπήρχε στην Αγία Τριάδα ένα παιδί που κολυμπούσε σαν δελφίνι. Ήταν ο πατέρας μου Μιχαήλ Βισκαδουράκης του Στυλιανού και ήταν 14 ετών. Τον βρήκαν, δεν ξέρω πως, του τάξαν καρβέλια και πολλές σοκολάτες και τον πήγαν στον Αλμυρό ποταμό όπου βούτηξε, έδεσε με σκοινί κι έβγαλε τρία πτώματα Γερμανών στρατιωτών που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Μετά τον σπάσαν στο ξύλο και τον διώξαν με τα πόδια. Έπαθε τύφο ή κάτι τέτοιο.

Λες και προσγειώθηκε απότομα στην ουσία της ζωής. Μετά, μέσα στην κατοχή ήρθαν κι άλλα. Η ζωή είχε αποδειχτεί πιο σκληρή απ’ αυτόν και πάντα προσπαθούσε να τη φτάσει. Έξυπνος, ρεαλιστής, εξαιρετικά προσγειωμένος αλλά σκληρός, αψύς και χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες, αν εξαιρέσω κάποιες πολύ προσωπικές στιγμές, και μ’ ένα ένστικτο διαβολεμένο για τους ανθρώπους γύρω του. Ετούτο ήταν τόσο καίριο και ακριβές που αν δεν ήταν περιτυλιγμένο με νεύρα που από πείσμα αντιστεκόσουν,  η αλήθεια του θα σ’ έκανε να τρομάζεις. Μόνιμα είχες την αίσθηση ότι πάνω του τραβούσε έναν κίνδυνο που είχε ήδη νικήσει και ξεπεράσει και ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει με καρτερία, φασαρία ή σιωπή τον επόμενο.

Έτσι γνώρισα τον πατέρα μου, με σεβασμό και φόβο, ανακατωμένο μ’ όλα αυτά και με τα κουτιά από τα χρώματα των επιγραφών που έφτιαχνε εκεί κάπου στην Βουρβάχων, απέναντι από τον Μηνά τον ξυλουργό, τον Λευτέρη τον μπακάλη, τον Γιώργη τον Τζαγκουρνή τον καφετζή, τον κυρ-Γιάννη με τα σίδερα δίπλα, τον αγιογράφο τον Στεργίου και άλλους πολλούς.

Ο πατέρας μου δεν πειθόταν περί καλλιτεχνικών ευαισθησιών κι άλλων τέτοιων αν πίσω τους δεν κρυβόταν ένα πραγματικό κομμάτι ψωμί, κι αυτό παρ’ όλο που είχαμε σχέση με τα χρώματα και τη ζωγραφική λόγω των επιγραφών, και παρ’ όλο που ήδη ο ένας του γιος πρόβαλε  στην πορεία του ως εξαιρετικός ζωγράφος, δεν πειθόταν μ’ αυτά. Δεν τολμούσες  εύκολα να σηκώσεις κουβέντα για καλλιτέχνες, θέατρα, τραγουδοποιούς, ηθοποιούς και άλλες παρεμφερείς ευαισθησίες. Το μόνο που αγαπούσε και θυμάμαι ήταν ελάχιστα ο κινηματογράφος και τα ρεμπέτικα επειδή σ’ εκείνη την εποχή έζησε τα νιάτα του. Εκτός τούτου, χόρευε κι ένα υπέροχο ζεϊμπέκικο.

Το 1977 ή 1978 (αν δεν κάνω λάθος), ήταν η χρονιά που κάποιος από την οικογένεια Αντωνάκη έφτιαχνε ζαχαροπλαστείο στην περιοχή του Μποδοσάκειου. Μας ζητήθηκε να φτιάξουμε την επιγραφή. Τότε θυμάμαι εκείνο το περίεργο ύφος και τη χροιά της φωνής του πατέρα μου, όταν ανέφερε με απρόσμενο σεβασμό ότι ένας από τα αδέλφια της οικογένειας ήταν ηθοποιός. Κάτι που σίγουρα δεν θα πρόσεχα  αν δεν υπήρχαν όλα τα παραπάνω κι αν ο πατέρας μου ήταν κατά τι έστω λίγο θεατρόφιλος. Θυμάμαι τον ξεχωριστό τόνο και την ένταση που χρησιμοποίησε στη λέξη «ηθοποιός». Λες και ετούτος ο ηθοποιός που ήταν νέος, κουβαλούσε κάτι από τον πατέρα μου, κάτι από τις ιστορίες και το παρελθόν του και γι’ αυτό απέδιδε ποσοτικό και ποιοτικό βάρος στην προσφώνησή του. Το όνομα του νέου, Γιώργος Αντωνάκης.

Πρώτη φορά τον άνθρωπο αυτό τον άκουσα απ’ το τηλέφωνο. Παιδί ακόμα, δεν είχα ξανακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τόσο καθαρή και ηχηρή φωνή και τόσο ξεκάθαρη άρθρωση. Ζήτησε τον πατέρα μου. Ήταν τέτοια η εντύπωση που μου έκανε εκείνη η φωνή, που στην τοποθέτηση της επιγραφής στο ζαχαροπλαστείο περίμενα να δω έναν άνθρωπο το λιγότερο δύο μέτρα ψηλό και μ’ ένα ύφος τουλάχιστον αυτοκρατορικό, που αν δεν τα ήξερε όλα γύρω από τον κόσμο των δεκαπέντε χρόνων μου, θα γνώριζε τουλάχιστον τα περισσότερα.

Είδα έναν απλό νέο κι ένα κράμα σεμνότητας απ’ αυτόν, ανακατεμένο μ’ έναν σεβασμό από τον πατέρα μου που έβγαζε ένα αποτέλεσμα ισορροπίας και μιας ήρεμης και σεβάσμιας συνεννόησης, όχι για την επιγραφή μα για κάτι άλλο που έβλεπα αλλά δεν μπορούσα να ερμηνεύσω.

Μετά ήρθε το «Καφέ Θέατρο», εκεί στα σκαλιά του Δοκιμάκη. Μετά η εφηβεία, οι   σπουδές,  ο στρατός. Έφυγα. Όταν γύρισα, ετούτο τον νέο που παρέμενε ακόμα νέος, τον βρήκα ή τον ξαναβρήκα στη θέση του σκηνοθέτη θεατρικών έργων και  διαχειριστή σχεδόν κάθε πολιτιστικού γεγονότος σε τούτη την πόλη. Περίεργο, ίδια φωνή, δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Το 2003, τρεις μήνες πριν ο πατέρας μου πεθάνει, ήταν κλινήρης. Μια Κυριακή απόγευμα, στα ξαφνικά, γυρίζει το κεφάλι και μου λέει: «Εκείνος  ο Αντωνάκης, τι κάνει, παλεύει ακόμα με τη σκηνοθεσία και τα θέατρα του Δήμου;» Ένοιωσα ότι μου χρωστούσε μια απάντηση για εκείνον τον νέο που χωρίς να τον ξέρει, μόνο που τον είδε, τον είχε αποδεχτεί, πράγμα δύσκολο και περίεργο. Εκείνος που δύσκολα αποδεχόταν οτιδήποτε καλλιτεχνικό. Τον κοίταξα, ήταν ελαφρώς κουρασμένος και λίγο ιδρωμένος. «Καλά είναι, συνεχίζει να φτιάχνει», του είπα. Του εξήγησα απλά και γρήγορα όσα μπορούσα για το τι έπραττε εκείνη τη στιγμή εκείνος ο νέος. Τον άφησα, δεν ήθελα να τον κουράσω

Ετούτες τις γραμμές τις γράφω για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι για το ένστικτο και τον σεβασμό του πατέρα μου στο πρόσωπο του τωρινού σκηνοθέτη Γιώργου Αντωνάκη, που ως παιδί διέκρινα μα δεν μπόρεσα ποτέ να ερμηνεύσω.

Ο δεύτερος για την πένα του που ως συγγραφέας εκτιμώ και για ένα συγκλονιστικά λυρικό κείμενο που είχε γράψει στην εφημερίδα πριν χρόνια και περιέγραφε το συναίσθημά του με τρόπο μοναδικό όταν το τελευταίο πρωί, την πρώτη φθινοπωρινή μέρα, ο ίδιος κλειδώνει το κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης» μετά από ένα καλοκαίρι γεμάτο με εκδηλώσεις  και τη μελαγχολική κάθοδο του στο γραφείο του στον Δήμο.

Κι ο τρίτος για τη δουλειά του, για τις υπέροχες παραστάσεις που έχει σκηνοθετήσει και γιατί δεν εφησυχάζει ποτέ στο χώρο του. Δεν σκηνοθετεί μόνο για να ξυπνά συναισθήματα, δίνει εντολές, υπογράφει για εκδηλώσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες προσωπικές του στιγμές, βοηθάει, καθοδηγεί, ορίζει τη λεπτομέρεια. Έμαθα ότι συνταξιοδοτείται και ειδικά εν μέσω κορονοϊού. Κάποιοι λυπούνται. Κι εγώ στην αρχή. Μετά σκέφτηκα ότι «πέτρα που κυλά, δεν χορταριάζει». Κι ο Αντωνάκης κυλά… κυλά και θαρρώ πως συνεχίζει και θα συνεχίσει μόνος ή μαζί με άλλους.

Μα κυρίως θα κυλά για πάντα με την ιστορία και την παρακαταθήκη του στις καρδιές των Ηρακλειωτών…

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ