Η απαξίωση της Ποίησης φανερώνει την χαμηλή μας παιδεία

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

"Και τι είναι η Ποίηση, πέρα από ωραίες λέξεις ή ξεσηκωτικά νοήματα, που να έχει να μας προσφέρει κάτι; Μα, το λέει η ίδια η επιλογή της ονομασίας της. Σημαίνει δημιουργία, σημαίνει έργο"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Όταν στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών διαλέγανε τη σημερινή μέρα 21 Μαρτίου για αφιερωματική Μέρα της Ποίησης, δεν ξέρανε τότε. Συμβόλισαν,  με την Εαρινή Ισημερία που είναι ίση η μέρα με την νύχτα (και από εδώ και πέρα μεγαλώνει η μέρα), την ισορροπία που προσφέρει η Ποίηση σαν τέχνη στην καθημερινή ανθρώπινη ανισορροπία της πρακτικής ζωής και των επιδιώξεών της. Και τι είναι η Ποίηση, πέρα από ωραίες λέξεις ή ξεσηκωτικά νοήματα, που να έχει να μας προσφέρει κάτι; Μα, το λέει η ίδια η επιλογή της ονομασίας της. Σημαίνει δημιουργία, σημαίνει έργο. Η διαφορά είναι ότι την τέχνη αυτή την έχουν τοποθετήσει από παλιά στην υψηλότερη, στην πιο περίοπτη θέση. Σας θυμίζω μόνο δυο εκφράσεις, που τις ακούμε: «Ποιητή Ουρανού και Γης» λέμε τον Θεό ή «αυτό το κινηματογραφικό έργο είναι γεμάτο ποίηση». Τι εννοούμε εδώ;  Στίχους;  Όχι βέβαια.  Εννοούμε τον ευρύτερο και τον σπουδαιότερο τρόπο που μπορούμε να αντιληφθούμε, να εκφραστούμε ή να αγγίξουμε κάτι, στον υπέρτατο βαθμό. Ένα παλιό τραγούδι της Αρλέτας αναφέρεται στα βάθη της Ανατολής του Ανθρώπου. Εκεί, φυτρώνει δέντρο αμάραντο. «Θεοί κι ανθρώποι το ποτίζουν χρόνια τώρα και οι ρίζες του κρατούν τη γη». Προσέξτε, δεν λέει  οι ρίζες του κρατούν στη γη – λέει «κρατούν τη γη», δηλαδή συγκρατούν τη γη. Και στο τέλος του τραγουδιού, εξηγεί ποιό είναι αυτό το δέντρο: « Στα χαμηλότερα κλαριά προφήτες κι άγριοι κριτές. Κι εκεί ψηλά - κοντά στον ουρανό και στ’ άστρα - αρχάγγελοι και ποιητές». 

      Ας χαμηλώσουμε όμως απ’ αυτήν την υψηλή θέση της Ποίησης ανά τους αιώνες. Κι ας αναρωτηθούμε γιατί βρίσκεται η Ποίηση στα αζήτητα, στη σημερινή εποχή, στα σημερινά ζητήματα, στα αδιέξοδα. Οι περισσότεροι από εμάς τη θεωρούμε διακοσμητικό στοιχείο του Λόγου, φρου φρου κι αρώματα, που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην καθημερινότητά μας, που αυτή είναι γεμάτη με αγωνία, με ξεσπάσματα, με χαρά και με θλίψη. Και, κυρίως, με άλλες αναζητήσεις.

      Η απάντηση βρίσκεται στο τι μένει απ’ όλα αυτά. Και βλέπουμε ότι δεν μένει ούτε το γυαλιστερό πάτωμα του σπιτιού μας, ούτε τα βολέματα της ζωής μας, ούτε ποιοι ήτανε πολιτικοί ή γιατροί ή τραπεζίτες στον περασμένο αιώνα. Αντίθετα, μένει ένας στίχος του Ευριπίδη. Αυτό που περιφρονούμε στη ζωή μας, αυτό που απαξιώνουμε και που δεν μας ενδιαφέρει να ασχοληθούμε μαζί του, αυτό μένει. Συμβαίνει εκείνο που έλεγε ο Ελύτης: «Ήρθε ο καιρός να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση». Σε κάθε χωριό ή σε κάθε πόλη που μπαίνουμε υπάρχει μνημείο των ντόπιων πεσόντων σε κάποιο πόλεμο με τον στίχο του Ομήρου «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Ένας οποιοσδήποτε τάφος είναι καλύτερα στολισμένος όχι με λουλούδια και με καντήλια, αλλά εάν έχει στίχο απάνω του. Για παράδειγμα, κάτι από την ποίηση του Ουράνη: «Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε». Ή σκεφτείτε πόσοι Έλληνες έχασαν τη ζωή τους απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών, αντί να φωνάξουν «Ζήτω η Ελευθερία», τραγουδώντας τους στίχους του Σολωμού.  

      Τι είναι, στ’ αλήθεια, Ποίηση; Για μας τους Κρητικούς, είναι ο Ερωτόκριτος ή οι μαντινάδες ή τα ριζίτικα ή, το πολύ πολύ, οι 33.333 στίχοι της «Οδύσειας» του Καζαντζάκη. Ο Γιώργος Δουατζής λέει ότι «η Ποίηση είναι μια έννοια απροσδιόριστη, όπως ο έρωτας, η αγάπη, η δικαιοσύνη. Θα μπορούσα να δώσω χιλιάδες ορισμούς. Μεταξύ άλλων: Θρησκεία που δεν έχει θεούς, μόνο πίστη. Άρνηση του περιττού, του πλεονασμού, του μη ουσιώδους. Κατάδυση στον πυρήνα της ουσίας, με όποιο ψυχικό κόστος, για να βρεθεί η αλήθεια του ποιητή, έστω και στιγμιαία». Ο Τίτος Πατρίκιος λέει: «Με την ποίηση ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον, κι έτσι βγαίνουμε από τη μοναξιά μας».

      Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο αιώνα, σε σύγκριση με όλους τους προηγούμενους αιώνες, η Ποίηση έχει μπει σε λάθος ατραπούς όπως για παράδειγμα στον σουρεαλισμό, όπου - εν ονόματι των πειραματισμών - ο καθένας γράφει ανεξέλεγκτα ( ελεύθερα όπως το λένε) ό,τι του κατέβει. Αυτό το γεγονός απομάκρυνε πολύ κόσμο από την επαφή του με την Ποίηση σε ανοιχτούς χώρους και, αν εξαιρέσουμε ταλέντα όπως ο Θεοδωράκης ή ο Σπανός που προσθέσανε τη μουσική τους, η Ποίηση στους σημερινούς Έλληνες διαβάζεται από λίγους, σιωπηλά, μέσα στα βιβλία. Όμως δεν φταίει τόσο η «ακαταλαβίστικη» γλώσσα της, όσο η έλλειψη της μύησης. Φταίει η πολιτική απόφαση να μην έχουμε παιδεία, για να μας έχουν «του χεριού τους» οι πολιτικοί και όλοι οι υπόλοιποι «έμποροι» που κερδίζουν από την χαμηλωμένη μας αντίληψη. Έτσι, είτε νηπιαγωγείο βγάζουμε είτε πανεπιστήμιο, η γνώση και κυρίως η επίγνωση να μην είναι αρκετή. Η Ποίηση λοιπόν είναι καθρέφτης του επιπέδου μας, δεν είναι απλά ποιηματάκια. Δείχνει εμάς, το πνευματικό και το βιοτικό μας ύψος. Να μπορείς να δεις μια ολόκληρη Άνοιξη μέσα σε ένα ανθισμένο κλαδί. Την αποθέωση του θανάτου μέσα σε ένα δειλινό. Πώς αλλιώς άραγε ν’ απολαύσουμε, χωρίς την προσωπική μας εξάσκηση, νοήματα, όπως αυτά που έχουν οι απλοί στίχοι του Κωστή Παλαμά «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια | που κάνουν ναό το κλαρί, | που κάνουν απέραντη γλύκα | και σένα, διαβάτρα στιγμή»;

      Και μια που αναφέραμε Παλαμά, τελειώνω καταθέτοντας εδώ μια μαρτυρία της χαμηλής μας παιδείας και της απαξίωσης της Ποίησης στις μέρες μας.    Απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας στην Καλλιθέα της Αθήνας υπάρχει μια μαρμάρινη βάση και επάνω της ένα κεφάλι σκέτο, ούτε καν προτομή. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι, κάποιος έχει γράψει με το χέρι του «Ποιητής». Τον άγνωστο ποιητή πλαισιώνουν κλαδιά δέντρου που έχουν «στόλισμά τους» πολυκαιρισμένη πλαστική σακούλα που την έμπλεξε εκεί περαστικός αέρας. Την τιμητική τους στον άγνωστο ποιητή συμπληρώνουν φυλαγμένα στον κορμό του μικρού δέντρου μια σκούπα και ένα φαράσι. Αυτά όλα τα βλέπουν - αδιάφορα βέβαια - πολύς κόσμος που μπαίνει και βγαίνει από το εκκλησάκι, που δεν είναι απομονωμένο, αλλά βρίσκεται πάνω στη Λεωφόρο Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελλάδα που μας ταιριάζει, που δεν είναι έξω από μας. Ωστόσο η Ποίηση επιμένει:  

     Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια | λάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν. | Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι | στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του! | Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου | στ' αμπέλια μας απάνου τα σαρακωμένα. | Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, | θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει…Της ιστορίας μάς φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια. | Ορθοί! Και πρόβαλλε από τώρα το παλάτι | στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά μάγια, | κι ο Φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη. | Στις αμμουδιές της Μέκκας διώξε το, ήλιε, | το μισοφέγγαρο μακριά απ' τον ουρανό μας... | Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, | θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει». 

      Στίχοι του Γάλλου Φρειδερίκου Μιστράλ, μεταφρασμένοι από τον Κωστή Παλαμά. Το 1959, παλιά,  θέλανε οι Καλλιθεάτες να γιορτάσουν τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Παλαμά (1859-1959). Και επειδή ήταν νωπός ακόμα ο αγώνας της ΕΟΚΑ, είχαν την φαεινή ιδέα να βάλουν στην Πλατεία Κύπρου - όπως την ονόμασαν - τον Μιστράλ, αντί τον Παλαμά που τον είχε μεταφράσει. Μετά, ο λόγος ξεχάστηκε - και είδαν μόνο ένα κεφάλι που ενοχλούσε, με την θέα του, τους ιθύνοντες. Ο ποιητής απομακρύνθηκε από την Πλατεία, περιπλανήθηκε, και κατέληξε, από κάποια εποχή και μετά, μπροστά στο εκκλησάκι, λοιδορούμενος μες στην ανωνυμία του. Πάλι καλά που βρέθηκε ένας και κάτω από τα σβησμένα γράμματα της στήλης έγραψε τη λέξη «Ποιητής». Αυτό είναι μια μαρτυρία που παραθέτω εδώ για τη χαμηλή μας παιδεία, δηλαδή την αντίληψη. 

      Όσο για τον άγνωστο «ποιητή», ο Φρειδερίκος Μιστράλ ( Frédéric Mistral) ήτανε Γάλλος ποιητής και λεξικογράφος. Εκτός από τους παραπάνω φιλελληνικούς του στίχους, άλλοι τρόποι που συνδέθηκε ο Μιστράλ με την Ελλάδα ήταν ότι, το 1904, τη χρονιά που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς στη Μακεδονία, «έτυχε» ο Μιστράλ να πάρει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για τη συμβολή του στην παγκόσμια Φιλολογία, καθώς επίσης και με τη μέρα του θανάτου του: 25 Μαρτίου! 

      Τόση ήταν η φήμη του τότε, που - προς τιμή του - πήρε το ψευδώνυμό της «Γκαμπριέλα Μιστράλ» η Χιλιανή συγγραφέας Λουσίλα Αλκαγιάγα, η δασκάλα του Πάμπλο Νερούντα,  που οι δυό τους έχουνε πάρει τα δύο βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας για τη Χιλή. Αυτά τα λίγα για την Ημέρα της Ποίησης. 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ