Ισοψηφία, η ποινή του θανάτου και το τεκμήριο της αθωότητας κατ' Αριστοτέλη

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

Αδικώτερος είναι εκείνος, ο οποίος διαπράττει αδικήματα, για τα οποία είναι λιγώτερο πιθανό να κατηγορείται άδικα.

 

Του Γεώργιου Κουμάκη 

  

 Στὴν παροῦσα εἰσήγηση ἐξετάζονται τρεῖς βασικὲς ἔννοιες  τῆς δικαιοσύνης: 1) γιατί ἀθῳώνεται ὁ κατηγορούμενος ἐπισοψηφίας, 2) γιατί δὲν πρέπει νὰ ὑφίσταται ἡ θανατικὴ ποινή, καὶ 3) γιατί πρέπει νὰ ἰσχύει τὸ τεκμήριο τῆς ἀθῳότητας. Τὰ θέματα αὐτὰ ἐξετάζονται στὸ ἔργο Προβλήματα, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει γραφεῖ ὁλόκληρο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ ἔχει συμπληρωθεῖ ἀπὸ μαθητές του. Τὸ περιεχόμενο ὅμως τοῦ βιβλίου ἀπηχεῖ τὶς ἰδέες τοῦ φιλοσόφου.

 

George Ch. Koumakis

 

ISOPSEPHIA, THE DEATH PENALTY AND PROOF OF INNOCENCE

ACCORDING TO ARISTOTLE

(Pr., 29 13, 951 a 20-952 a 16)

 

Abstract

 

The present paper examines three basic concepts of justice: 1) why the accused is acquitted in case of isopsephia (a tied vote), 2) why the death penalty should not exist, and 3) why the proof of innocence should apply. These issues are examined in the Problems, which is not written entirely by Aristotle but has been added to by his students. However, the contents of the book reflect the philosopher’s ideas.

   

Γιατί επί ισοψηφίας αθωώνεται ο κατηγορούμενος;

Στα Προβλήματα, ένα έργο γραμμένο όχι από την γραφίδα του ίδιου του φιλοσόφου, αλλά από μεταγενέστερούς του, στο οποίο όμως εμπεριέχεται αυθεντικό ομώνυμο έργο του φιλοσόφου, εκτίθενται πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση ορισμένων τυπικών διαδικασιών και εθίμων γύρω από τη δικαιοσύνη. Το βασικό ζήτημα που εξετάζεται στο ΚΘ¢κεφάλαιο του ανωτέρω έργου υπό τον τίτλο "Ὅσα περὶ δικαιοσύνην καὶ ἀδικίαν" είναι μεταξύ άλλων το ερώτημα γιατί επί ισοψηφίας δικαστών αθωώνεται ο κατηγορούμενος. Στενά συνδεμένο με το θέμα αυτό είναι και άλλες δικανικές αξίες, όπως το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο εξακολουθεί να έχει βαρύνουσα σημασία στον σύγχρονο κόσμο, καθώς και η απαγόρευση της ποινής του θανάτου. Στο ανωτέρω έργο επιχειρείται λοιπόν κατά διάφορους τρόπους να ερμηνευτεί το εθιμοτυπικό των δικαστηρίων γιατί επί ισοψηφίας αθωώνεται ο κατηγορούμενος. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η αθώωση του κατηγορούμενου χαρακτηρίζεται νίκη. Τα επιχειρήματα, που προβάλλονται προς υποστήριξη της θέσης ότι επί της ισοψηφίας των δικαστών ο κατηγορούμενος αθωώνεται, είναι τα εξής:

1) Ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση ως προς την δυνατότητα υπεράσπισής του, διότι δεν είναι εύκολο να μαντεύσει τι χρειάζεται, ώστε να τα βρει και να προσκομίσει ενώπιον του δικαστηρίου. Δεν είναι επίσης εύκολο να φέρει ούτε τους κατάλληλους μάρτυρες ούτε τα απαιτούμενα στοιχεία προς υπεράσπισή του. Αντίθετα, ο κατήγορος διαθέτει μεγαλύτερη ευχέρεια προς θεμελίωση της πρότασής του. Οι ρόλοι του εναγόμενου και του ενάγοντος είναι εντελώς αντίθετοι, αφού προσπαθεί να αποδείξει ο μεν πρώτος την αθωότητά του, ο δε δεύτερος την ενοχή του πρώτου. Ο αγώνας αυτός είναι άνισος, επειδή ο καταγγέλλων βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.

2) Επειδή οι κατηγορούμενοι τελούν υπό την επήρεια του φόβου, λησμονούν πολλά από εκείνα, τα οποία έπρεπε να πουν  ή να πράξουν. Έτσι, επειδή συνήθως βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, είναι εύκολο να υποθέσει κάποιος ότι μπορούν να λησμονήσουν κάποια χρήσιμα τεκμήρια, τα οποία θα μπορούσαν, δηλαδή θα ήταν θεμιτό και επιβαλλόμενο, να φέρουν την νίκη, όταν οι ψήφοι είναι ίσες. Λόγω λοιπόν της δυσχερούς αυτής θέσης, στην οποία βρίσκεται ο εναγόμενος, ο νομοθέτης θεσμοθέτησε να αθωώνεται σε περίπτωση ισοψηφίας, ώστε να επέρχεται εξίσωση των αντιδίκων, με το να προσθέσει μονάδες στον κατηγορούμενο, ώστε να αναπληρώσει τις απολεσθείσες ευκαιρίες.

3) Ο καθένας θα προτιμούσε από πλάνη να δώσει απαλλακτική ψήφο μάλλον στον αδικούντα, με το αιτιολογικό ότι δεν αδικεί, παρά να τον καταψηφίσει, επειδή τάχα αδικεί. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που θα πλανηθούμε θα προτιμούσαμε να αθωώσουμε τον αδικούντα, αν και οι κατηγορίες που τον βαρύνουν ευσταθούν, παρά να τον καταδικάσομε, αν και δεν ευσταθούν. Πίστευε δηλαδή ότι είναι προτιμότερο να αθωώσωμε έναν ένοχο παρά να καταδικάσομε έναν αθώο. Ο λόγος, για τον οποίο οι άνθρωποι έχουν αυτές τις προτιμήσεις, είναι ότι είναι ωφέλιμο να προτιμά κάποιος τα μικρότερα σφάλματα ή αμαρτήματα. Εδώ ισχύει η παροιμία: τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον, δηλαδή βέλτιστο είναι το μη χειρότερο.

4) Αδικώτερος είναι εκείνος, ο οποίος διαπράττει αδικήματα, για τα οποία είναι λιγώτερο πιθανό να κατηγορείται άδικα. Το να αδικεί κάποιος γίνεται όχι μόνον ἐκ προνοίας, δηλαδή εκ προμελέτης, αλλά και από πολλές άλλες αιτίες, όπως από οργή, φόβο και επιθυμία. Το να κατηγορεί όμως κάποιος άλλους άδικα συμβαίνει ως επί το πλείστον σκόπιμα. Έτσι, όταν υπάρχει ισοψηφία, έχομε από τη μια μεριά τον κατήγορο, ο οποίος εγκαλεί τον άλλον άδικα, και από την άλλη τον κατηγορούμενο, ο οποίος διέπραξε άλλου είδους αδίκημα. Σε περίπτωση ισοψηφίας των δικαστών, ο κατήγορος κρίνεται φαύλος και μικροπρεπής. Επομένως προς εξίσωση των δύο αντιδίκων ο νομοθέτης δίδει τη νίκη στον κατηγορούμενο.

5) Ειδική περίπτωση της αδικίας είναι η προμελετημένη και σκόπιμη, η οποία είναι μεγαλύτερη αδικία από την μη σκόπιμη. Ο συκοφάντης αδικεί πάντα εκ προμελέτης, ενώ εκείνος που κάνει άλλου είδους αδίκημα, πάντοτε όμως όχι εσκεμμένα, ενεργεί και από άλλες αιτίες, όπως π.χ. από ανάγκη, από άγνοια ή ακόμη και από τύχη. Όταν στο δικαστήριο σημειωθεί ισοψηφία, αυτό σημαίνει ότι ο ενάγων έχει κριθεί από τους μισούς δικαστές ότι αδικεί εκ προμελέτης. Ο δε κατηγορούμενος έχει κριθεί από τους άλλους μισούς ότι αδικεί όχι εκ προμελέτης. Επειδή όμως για τους προαναφερθέντες λόγους ο κατήγορος αδικεί περισσότερο από τον κατηγορούμενο, εύλογα ο νομοθέτης έκρινε ότι πρέπει να νικά αυτός που αδικεί λιγότερο, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος.

6) Στην περίπτωση της συκοφαντίας ο συκοφάντης είναι αδικώτερος, διότι εντάσσεται στην γενικότερη αρχή ότι αδικώτερος είναι εκείνος, ο οποίος δεν νομίζει ότι θα διαφύγει της προσοχής εκείνου τον οποίον αδικεί και όμως τον αδικεί, από εκείνον, ο οποίος έχει την εντύπωση ότι δεν θα αποκαλυφθεί για το αδίκημα που διέπραξε. Κατά συνέπεια αδικώτεροι κρίνονται οι κατήγοροι, δηλαδή οι συκοφάντες, από τους κατηγορούμενους.

Από την επιχειρηματολογία του Αριστοτέλη βαρύνουσα σημασία έχουν δύο πράγματα: 1) η κατάργηση της ποινής του θανάτου, και 2) το ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι επί ισοψηφίας των δικαστών πρέπει να αθωώνεται ο κατηγορούμενος. Η αθώωσή του σε κάθε περίπτωση είναι αποτέλεσμα μακρών διαλογισμών και σειράς επιχειρημάτων με επίκεντρο τον άνθρωπο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Επί ισοψηφίας καταφαίνεται ότι αδικεί ο ενάγων και χάνει την δίκη. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι δίχως άλλο πρέπει να νικήσει ο κατηγορούμενος, ώστε να αθωωθεί. Το φυσικό και το αναμενόμενο θα ήταν ούτε να αθωωθεί ούτε να καταδικασθεί, διότι οι αντίρροπες δυνάμεις είναι ίσες. Για να ληφθεί καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση θα έπρεπε στη συνέχεια να ακολουθήσει κλήρωση. Αυτό όμως ορθά δεν συμβαίνει στα δικαστήρια, επειδή τίθεται ως βάση η ανθρωπιστική ιδέα που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπινου γένους και κάθε μεμονωμένου ατόμου χωριστά. Πρωταρχικό ρόλο εδώ παίζει η επιείκεια, η συγκατάβαση και η συγνώμη. Το ἐπιεικὲς είναι δίκαιο καλύτερο από ορισμένο δίκαιο και επανόρθωμα του νομίμου δικαίου, το οποίο είναι ασαφές λόγω της γενικότητάς του (Ἠθ.Νικ.,Ε10,1137a31-1138a3). Η επιείκεια είναι δικαιοσύνη.

 

Β¢ Κατάργηση της ποινής του θανάτου

Στα αξιόλογα και βαριά αδικήματα οι αντίστοιχες τιμωρίες είναι μεγάλες, η δε έσχατη ποινή είναι ο θάνατος. Αν κάποιος καταδικασθεί σε θάνατο άδικα και χωρίς ενδελεχή γνώση των δεδομένων, δεν υπάρχει πλέον καιρός προς επανόρθωση του σφάλματος. Αν ωστόσο τον απαλλάξουν από τη θανατική ποινή έστω και χωρίς να πρέπει, τότε, αν μεν αυτός μεταμεληθεί και γίνει προσεκτικός, ώστε ποτέ πια στον υπόλοιπο βίο του να μην αδικήσει, τότε οι δικαστές που τον αθώωσαν δεν διέπραξαν μεγάλο λάθος. Αν όμως εκ των υστέρων κάμει πάλι αδίκημα, τότε σύμφωνα με τον νομοθέτη θα πρέπει να τιμωρηθεί και για τα δύο αδικήματα. Η ποινή θα είναι δηλαδή αυστηρότερη σε καθ' υποτροπή παραπτώματα.

Είναι προς τιμή του Αριστοτέλη, ο οποίος διέγνωσε ότι η ποινή του θανάτου αντίκειται προς τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και επομένως θα έπρεπε να καταργηθεί. Το επιχείρημά του μπορεί να φαίνεται απλό, είναι ωστόσο βαθυστόχαστο και απολύτως πειστικό, αφού στο βάθος υποκρύπτεται η αρχή της βελτίωσης του ανθρωπίνου γένους. Από την μη ύπαρξη της θανατικής ποινής ωφελείται κάθε μεμονωμένο άτομο και συγκεκριμένα ο δικαστής, που δεν καταδικάζει τον άλλον σε θάνατο, διότι δεν υπάρχει πια δυνατότητα μετά από την εκτέλεση της θανατικής ποινής να επανορθώσει το λάθος του σε περίπτωση που πλανηθεί, επειδή θα ήταν πλέον αργά, αφού δεν μπορεί να επαναφέρει τον νεκρό στη ζωή, οπότε θα είχε τύψεις συνειδήσεως και θα τον βασάνιζαν οι Ερινύες. Με την αποφυγή της θανατικής ποινής δεν ωφελείται μόνον ο υποψήφιος μελλοθάνατος αλλά και ο δικαστής που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση. Στη σκέψη του Αριστοτέλη μεγαλύτερη σημασία έχει να έχομε ήσυχη και καθαρή τη συνείδησή μας παρά η μη εκτέλεση και συνακόλουθα η επιβίωση του άλλου. Δεν μπορούμε όμως να έχομε γαλήνια και ατάραχη τη συνείδησή μας, όταν με δική μας απόφαση εκτελούνται άλλοι.

Η ιδέα αυτή έχει ως βάση και αφετηρία τη ρήση του Σωκράτη, την οποία υιοθέτησαν τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης. Πρόκειται για την φράση που αναφέρεται στον Γοργία του Πλάτωνα (469 c 1 – 2), ότι δηλαδή ο ίδιος δεν θα ήθελε ούτε να αδικήσει ούτε να αδικηθεί. Αν όμως ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει ένα από τα δύο, θα προτιμούσε να αδικηθεί παρά να αδικήσει (Βουλοίμην μὲν ἂν ἔγωγε οὐδέτερα· εἰ δ' ἀναγκαῖον ἔστι ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι, ἐλοίμην ἂν μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἢ ἀδικεῖν). Η ιδέα αυτή παραλαμβάνεται από τον Αριστοτέλη, την οποία όπως τροποποιεί κατά τι. Λέγει συγκεκριμένα ότι και τα δύο, το ἀδικεῖν και το ἀδικεῖσθαι, δηλαδή το να αδικεί κανείς και το να αδικείται, είναι κακά (φαῦλα), διότι το μεν πρώτο είναι περισσότερο το δε δεύτερο λιγότερο από το μέσον. Χειρότερο όμως θεωρεί ότι είναι το να αδικεί κάποιος παρά το να αδικείται. Τούτο δε διότι το να αδικεί κανείς είναι ψεκτόν και γίνεται με κακία, είτε τέλεια και χωρίς προϋποθέσεις είναι αυτή είτε προσεγγιστική, ενώ το να αδικείται κάποιος συντελείται χωρίς κακία και αδικία. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι το να αδικείται κανείς ως γεγονός αυτό καθαυτό είναι λιγότερο κακό, κατά συμβεβηκός όμως, δηλαδή κατά τύχη, τίποτε δεν εμποδίζει να είναι μεγαλύτερο κακό (Ἠθ. Νικ., Ε 11, 1138 a 28 – b 1). Πρέπει βέβαια να σημειωθεί εδώ ότι η δικαιοπραγία είναι το μέσον του να αδικεί κανείς και του να αδικείται, και ότι το μεν πρώτο είναι πλέον το δε δεύτερο ἔλαττον του μέσου. Η μεν δικαιοσύνη είναι μεσότης, η δε αδικία ανήκει στα άκρα (Ἠθ. Νικ., Ε 5, 1133 b 29 – 1134 a 1).

 

Γ¢ Το τεκμήριο της αθωώτητας

Κατά τον Αριστοτέλη ο κατηγορούμενος δεν θεωρείται ένοχος πριν από την δίκη. Η καταγγελία δηλαδή συνιστά απλώς μια αφορμή προκειμένου να εκδικασθεί και να κριθεί η υπόθεση. Αυτό σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος, μέχρις ότου εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το δικαστήριο. Αν δηλαδή κάποιος κατηγορηθεί ότι απέκτησε παράνομα κάτι ή γενικότερα έκαμε παράνομη ενέργεια, δεν πρέπει να εκληφθεί ότι πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, αν πρώτα δεν αποφανθεί το δικαστήριο επί του προκειμένου. Αυτό σημαίνει ότι σύμφωνα με τον νομοθέτη δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι όντως διέπραξε το αδίκημα, μέχρις ότου λάβει περισσότερες από τις μισές καταδικαστικές ψήφους. Ο κατηγορούμενος δηλαδή μέχρι την καταδίκη του είναι κύριος και αθώος (Προβ., ΚΘ¢ 951 b 15 – 17: ἀλλὰ τὸν φεύγοντα κύριον εἶναι, ἕως ἂν ὑπεροχήν τινα ἔχῃ ὁ ἀδικῶν … ἰσασθεισῶν τῶν ψήφων κατὰ χώραν εἴασεν ὁ νομοθέτης ἔχειν). Για να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, είναι ανάγκη να διαθέτομε την ακρίβεια των γεγονότων, δηλαδή αποδείξεις για την ενοχή του. Στην αντίθετη περίπτωση, που δεν μπορέσουμε να εξετάσομεν ενδελεχώς το θέμα, ώστε να προσκομίσομε απτές αποδείξεις, τότε ο εναγόμενος απαλλάσσεται από τη συγκεκριμένη κατηγορία (Προβ., ΚΘ¢ 13, 951 b 35 – 952 a 1: ὅταν … μηθὲν ἀκριβὲς ἔχωμεν καὶ ἐὰν μηθὲν μᾶλλον δυνώμεθα έξετάσαι, ἀφίεμεν ταύτης τῆς αἰτίας). Η ιδέα αυτή του Αριστοτέλη , ο οποίος άλλωστε – όπως φαίνεται – δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταγράφει, να επικροτεί και να τεκμηριώνει την υφιστάμενη κατάσταση των δικαστηρίων της εποχής του, συνεχίζει να επιβιώνει στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη, ως κατάλοιπο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στις άλλες χώρες ωστόσο, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ, δεν επικράτησε το τεκμήριο της αθωότητας. Στο δικαιικό σύστημα των χωρών εκείνων, στις οποίες δεν ισχύει το ανωτέρω τεκμήριο, δεν χρειάζεται και δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορούμενου, αφού ήδη θεωρείται ένοχος. Αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να αθωωθεί κατηγορούμενος στα καθεστώτα αυτά, είναι να μπορεί να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ για να καταδικασθεί είναι στη μεν πρώτη περίπτωση, εκεί δηλαδή όπου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, να αποδειχθεί με αδιάσειστα επιχειρήματα η ενοχή του, στην δε δεύτερη, δηλαδή εκεί όπου δεν ισχύει το ανωτέρω τεκμήριο, ο καταγγελόμενος να μην μπορεί να αποδείξει την αθωότητά του. Είναι πασιφανές ότι μεταξύ των δύο περιπτώσεων, πολύ δυσκολότερη είναι η πρώτη παρά η δεύτερη προκειμένου να καταδικασθεί κάποιος, και κατά συνέπεια οι καταδίκες είναι αναλογικά περισσότερες εκεί που δεν ισχύει παρά εκεί που ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Είναι δηλαδή δύσκολο να αποδειχθεί η αθωότητα του κατηγορούμενου, με αποτέλεσμα να καταδικάζεται εύκολα. Όταν δε μπορέσει να αποδείξει την αθωότητά του – πράγμα που είναι πολύ δύσκολο –, τότε καταδικάζεται ευκολότερα. Το να αποδείξει ο ενάγων την ενοχή του εναγομένου είναι δύσκολο πράγμα, επομένως είναι και δύσκολο να καταδικαστεί ο εναγόμενος. Εκεί που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, πρέπει ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητά του για να αθωωθεί, αφού θεωρείται εκ των προτέρων ένοχος. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο, άρα δύσκολο είναι και να αθωωθεί. Στις χώρες τώρα που ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι να καταδικαστεί. Για να καταδικασθεί όμως, πρέπει να αποδειχθεί η ενοχή του, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Άρα ευκολότερο είναι να αθωωθεί παρά να καταδικασθεί. Αντίθετα εκεί, όπου δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, είναι δύσκολο να αθωωθεί κάποιος. Άρα είναι ευκολότερο να καταδικασθεί παρά να αθωωθεί. Εκεί που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας ο κατηγορούμενος θεωρείται εκ των προτέρων ένοχος και γιʼ αυτό παρίσταται ανάγκη να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ εκεί που ισχύει, ο κατηγορούμενος θεωρείται εκ των προτέρων αθώος και γιʼ αυτό πρέπει να αποδειχθεί η ενοχή του για να καταδικασθεί. Άρα αναλογικά υπάρχουν για τις ίδιες υποθέσεις περισσότερες καταδίκες εκεί που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας παρά εκεί που ισχύει, οπότε το δικαστικό σύστημα είναι εκεί αυστηρότερο ενώ όταν είναι δύσκολο να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορούμενου, δύσκολα καταδικάζεται και συνακόλουθα ο πολίτης είναι ισχυρός έναντι του κράτους. Απεναντίας, όταν είναι δύσκολο να αποδειχθεί η αθωότητά του, δύσκολα αθωώνεται και επομένως ο πολίτης είναι ανίσχυρος έναντι του κράτους, το οποίο είναι ισχυρό. Ο κατηγορούμενος καταδικάζεται, ευκολότερα εκεί που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας παρά εκεί που ισχύει. Τούτο δε διότι για να αθωωθεί ο κατηγορούμενος χρειάζεται στη μεν πρώτη περίπτωση να αποδειχθεί η αθωότητά του στη δε δεύτερη να μην αποδειχθεί η ενοχή του. Το πρώτο είναι δυσκολότερο από το δεύτερο, πράγμα που συνεπάγεται ότι δυσκολότερα αθωώνεται και επομένως ευκολότερα καταδικάζεται εκεί που δεν ισχύει παρά εκεί που ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Από τις ανωτέρω αναλύσεις συνάγεται ότι στη χώρα που δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας η εξουσία είναι συγκεντρωτική, το κράτος ισχυρό, ο πολίτης αδύναμος και η δημοκρατία ασθενέστερη. Εκεί όμως που ισχύει έχομε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Ας σημειωθεί τέλος ότι η διάκριση των εξουσιών σε μια ευνομούμενη πολιτεία είναι εφεύρημα και κατάκτηση του Αριστοτέλη και όχι του Μοντεσκιέ, όπως αυτή διατυπώνεται στο Πνεύμα των νόμων.[1]

 

[1]      Ἠθ. Νικ., Ζ 8 1141 b 31 – 33· Πολ., Δ 14, 1297 b 41, 1298 a 3: ἔστι δὲ τῶν τριῶν τούτων ἓν μὲν τί τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν, δεύτερον δὲ τὸ περὶ τὰς ἀρχάς … τρίτον δέ τί τὸ δικάζον.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ