Ο μπαρίστα

Μαρία Λιονάκη

Αχ τι μέτρια που είναι ώρες ώρες η ζωή…

Της Μαρίας Λιονάκη

Πάντα του αρέσει να ξυπνάει ένα τέταρτο νωρίτερα. Απ’ το χρόνο που χρειάζεται για να ετοιμαστεί για τη δουλειά του, το καφέ της γειτονιάς του. Αλυσίδας  καφέ.  Με τα πετεινάρια, έξι και τέταρτο  ξυπνάει ακριβώς. Χωρίς ξυπνητήρι, λες κι έχει καταπιεί ρολόι ελβετικό. Δήθεν λέει πως ξυπνάει για να ποτίσει νωρίς το βασιλικό και τη λεβάντα του. Βασιλικός σαν αυτός του χωριού που περνούσε τα καλοκαίρια μικρός, γιατί η μαμά του δούλευε στα ξενοδοχεία και ξεκαλοκαίριαζε με τον παππού και τη γιαγιά. Λεβάντα σαν αυτή που έβαζε η μαμά του σε υφασμάτινα πουγκιά  στις ντουλάπες  για να μοσχοβολάνε τα εσωρουχάκια του. Δυο γλαστρούλες ίσα ίσα έχει, πόση ώρα, πόσο νερό να θέλουν κι αυτές. Τις ποτίζει ανελλιπώς, χαϊδεύει τα φύλλα, τους μιλάει. Για τα παιδικά του χρόνια στήνει κουβέντα,  τα δέντρα που σκαρφάλωνε να πιάσει τζιτζίκια, τα ερειπωμένα σπίτια που έκανε κατάληψη βγάζοντας άναρθρες κραυγές να τρομάζουν  οι περαστικοί τα βράδια,  το κουτσό με τα άλλα παιδιά του χωριού, που δεν έχανε ποτέ την  ισορροπία του κι από εκεί θα έμαθε να ισορροπεί στη ζωή του γενικώς. Δέχεται και ερωτήσεις  από τα φυτά του και απαντάει  με στόμφο,  σαν πολιτικός  σε τηλεοπτική συνέντευξη. Όλα το πρωί μοιάζουν γαλήνια,  απλά και ευοίωνα  στη ταράτσα της πολυκατοικίας που νοικιάζει ένα δωμάτιο,  σα σοφίτα, που έχει το βασίλειο  του ο Στέφανος. Με μια ομπρέλα θαλάσσης για τέντα, μα και με την πιο όμορφη θέα. Όταν δεν έχει σύννεφα  μέχρι και τον Κούλε βλέπει με λίγη φαντασία.  Μα τι θα ήταν η ζωή χωρίς λίγη φαντασία.  Καπουτσίνο χωρίς κανέλα. Ο ήλιος είναι ο πρώτος του πελάτης, καθώς  ανατέλλει και βάφει με χρυσοκίτρινα, πορτοκαλιά, ρόδινα   χρώματα τον ουρανό. Με τα ίδια που τον βάφει κι όταν δύει  δημιουργώντας μια νοητή αγκαλιά, όπου χωράνε πράξεις και συναισθήματα των ανθρώπων.  Έργα και ημέραι, ιδέες και όνειρα.  Μαζί με μια  δορυφορική κεραία κατοικεί που έχει εμβέλεια στα πέρατα της γης και μια ψησταριά που γνώρισε μεγαλεία αλλοτινές εποχές, μα τώρα παρακμάζει, πάει να σκουριάσει. Σχεδόν ταυτόχρονα ξυπνάει με τη  γιαγιά του δευτέρου που ψάχνει την ψιψίνα της,  τη Μπαρντό να την καλημερίσει με το πρώτο χάδι και με τη Μαρίνα του τρίτου, την πάλαι ποτέ ηλιογέννητη, μα τώρα μονίμως αγχωμένη,  που απλώνει μωρουδιακά,  σηκωμένη απ’ τα άγρια χαράματα να προλάβει.  Νιόπαντρη η Μαρίνα,  προς μεγάλη απογοήτευση δική  του, καθώς ήταν κι ένας λόγος που αναζήτησε στην πολυκατοικία το σπίτι αυτό.  Στο ίδιο σχολείο πήγαιναν,  μια τάξη μεγαλύτερος αυτός. Χρόνια ερωτευμένος, μα και…

Αθεράπευτα ρομαντικός, τότε και τώρα,  καθώς σε ένα τέταρτο σεργιάνισε τόσο σε παρόν και παρελθόν το μυαλό του. Αυτός ήταν κι ένας λόγος που στην αρχή μάλωνε με το αφεντικό του. Δεν ήταν συγκεντρωμένος και ετοίμαζε στους πελάτες άλλα ντ’ άλλων.  Fredo έλεγαν αυτοί, ζεστό καφέ έκανε αυτός. Σιγά το λάθος.  Μα τώρα έχει εξελιχθεί στον καλύτερο μπαρίστα. Αν γινόταν ποτέ διαγωνισμός… Καλό μέτρημα στις δόσεις του καφέ,  σωστός χρόνος ροής, τριμμένος πάγος στο fredo.  Κανένα λάθος. Όλοι απολύθηκαν ενόψει κρίσης και περικοπών, μα έμεινε αυτός. Ταχύτητα, εξυπηρέτηση, καθαριότητα και…  χαμόγελο! όλο και πιο δύσκολο αυτό. Καθώς έχει μειωθεί ο μισθός και δεν παίρνει τώρα πια κανένα ρεπό. Θυμάται το μάγειρα του ξενοδοχείου που λιποθύμησε, ίδιες συνθήκες εργασίας αντιμετώπιζε κι αυτός. Παντού τα ίδια. Τι χρονιά κι αυτή στον τουρισμό…  Οι διακοπές, έστω και για ένα σαββατοκύριακο, ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό. Πάλι καλά που έζησε όλα αυτά,  όταν ήταν μικρός.  Γιατί στο παρόν, ταμίας και μπαρίστα, δυο σε ένα. ‘Η μάλλον, τρία, τέσσερα,  πολύ περισσότερα…Αυτός βλέπει ελλείψεις και ανεφοδιάζει τα ψυγεία, πρώτη δουλειά το πρωί. Μόλις έχει αποχαιρετήσει με ένα λυπημένο γεια,  λεβάντα και βασιλικό. Αυτός  ψήνει τις τυρόπιτες και τις κρατάει ζεστές. Αυτός ετοιμάζει τα σάντουιτς. Με ψωμί λευκό, αλλά κυρίως ολικής. Γαλοπούλα, σος,  ντομάτα και μαρούλι. Αν θέλει κάτι έξτρα ο πελάτης, θα το πληρώσει χωριστά.   Πρωί  πρωί  τα ετοιμάζει κι αυτά, πριν πλακώσει  ο κόσμος.   Γιατί μετά αρχίζει η κίνηση, η ένταση, με αποκορύφωμα τα σαββατοκύριακα που γίνεται πανικός. Όλα κι όλα, άλλο καφές, άλλο κορωνοϊός. Κάτω τα χέρια από τα ιερά και τα όσια του Έλληνα. Λίγο είχε μειωθεί η ζήτηση την περίοδο της καραντίνας, μα πάλι ο καφές προς τη δόξα τραβά. Ο ιταλικός, espresso και καπουτσίνο. Το ξένο ανέκαθεν, καλώς ή κακώς  πιο ελκυστικό.  Αχ Μαρίνα… Πολυμηχάνημα γίνεται για να τα προλάβει όλα. Κι όταν ζητήσει ο πελάτης και κανένα χυμό, καμιά γρανίτα, κάτι διαφορετικό… Εκεί να δεις πίεση, όχι χαμόγελο, ούτε τα βλέφαρα δεν προλαβαίνει να τρεμοπαίξει.  Ράλι κάνει πίσω από τον πάγκο, το δικό του κρατίδιο, σαν το μάγο, το ζογκλέρ τα πετάει όλα, κουτάλια, σέικερ με αφρισμένο σαν αυτόν αφρόγαλο, πλαστικά ποτήρια, πορτοκάλια.

Κι έχει να αντιμετωπίσει και τον πελάτη, τον αγχωμένο, το βιαστικό. Που έχει διπλοπαρκάρει, έχει αφήσει καταμεσής στο δρόμο το αυτοκίνητο και του κορνάρουν, που δε θέλει να καθυστερήσει το μπάνιο του, που αν είναι ποτέ δυνατόν τόση καθυστέρηση, που πατάει με νεύρα ρυθμικά το πόδι στο πάτωμα, σαν το πεντάλ του πιάνου ο πιανίστας, που  μπερδεύεται ως να αποφασίσει, που δεν ξέρει τι θέλει, μεσογειακή τυρόπιτα ή γκουρού και τον βάζει και τις αλλάζει,  μεγάλο δίλημμα κι αυτό. Που δεν κρατάει τις αποστάσεις, που επιμένει να θέλει τον καφέ, ενώ δεν επιτρέπεται στο δικό του ποτήρι θερμός. Που τρώγεται με τα ρούχα του, που λύνει τα οικογενειακά του μπροστά  από τον πάγκο του.

«Πάλι, πολλά παγάκια έχει ο καφές; Με λίγα δεν σου έχω πει τόσες φορές;» λέει ο σύζυγος με στεντόρεια φωνή,  ενώ ανοίγει το πλαστικό καπάκι κι αδειάζει με νεύρα τα παγάκια στο καλάθι. Που κατρακυλούν κακήν κακώς.  Στη σύζυγο απευθύνεται δίπλα του με το μαλλί ανταύγειες και τη βερμούδα χωρίς.  Που σίγουρα δεν είναι νιόπαντροι. Που παίρνουν ταχτικά τον καφέ τους από το καφέ αυτό. Λίγο πριν ξεχυθούν στην παραλία για το τακτικό μπάνιο. Με το air condition και το ραδιόφωνο στη διαπασών. –«Μη, μηη  αφαιρείς παγάκια, θα φύγει όλος ο καφές!» συνεχίζει αυτή με τσιριχτή φωνή, λες κι είναι μείζον θέμα αυτό. Λίγο πριν φύγουν και προχωρήσει ο μπαρίστα ανέκφραστος στον επόμενο πελάτη. «Ετοιμος κι ο εσπρέσσο μέτριος!» λέει ψύχραιμος σ’ αυτόν.  Ισορροπώντας  στη στιγμή, στη μουριά, με τη σκέψη,  της αυλής  της γιαγιάς του στο χωριό.  Αχ τι μέτρια που είναι ώρες ώρες η ζωή…

 

Ακολουθήστε το Cretalive στοGoogle News και στοFacebook

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ