Ορέων Πάθη!

Γιώργος Μηλιαράς
Γιώργος Μηλιαράς

Το άγιο Πνεύμα δα μας σε φωτίσει, μόνο κάμε το σταυρό σου να φτάξομε στο χωριό. Του χρόνου δε κουνούμε απού τη μάντρα που να καίγεται ο κόσμος...


του Γιώργου Μηλιαρά


- Ω αναθεμάτονε κάψα και να ξεκαπακώσει θέλει η κεφαλή μου..., εμουρμούρισε ο Αρχοντογιώργης στο πόρο τση μάντρας απού καθότανε, στο έμπα του Λιμνάκαρου, πιο πώδε από το Άγιο Πνεύμα. Ο ασκιανός του πρίνου που σήκωνε θεόρατο ανάστημα από το διπλανό κοπράνι και ασκένιαζε το καθούρι ντου, δεν ήτανε φαίνεται αρκετός να δροσερέψει τη κάψα ντου κι ήβαλε τσοι φωνές:

- Μπρε συ Μαργή, μα δε καψώνεσαι εσύ;

-Για γροίκα , απάντησε μπαϊλτισμένη η γρά ντου, που ήτονε λουπασμένη στη μέσα μπάντα στο τυροκέλι, με ανεσηκωμένη τη μπολίδα στη κεφαλή τζη κι ήβρεχε το λαιμό τζη με νερό από το λαϊνι για να δροσίζεται μιαολιά στο σταύρωμα τση μέρας.

-Α δεν αερηνίσει κακομοίρα μου απόψε, να φύγει ετούτη η αφούσα, δε μας σε θωρώ καλά αύριο, ούτε εμάς ούτε τα πρόβατα, είπε κι εξάνοιξε στη ρίζα του πρίνου που ήτανε σταλισμένες καμιά τριανταρά προβατίνες κι ελέχουντο σα το σκύλο οντε γιαέρνει απ'το κυνήγι του λαγού.

-Ευτυχώς που επήρανε τα κοπέλια μας κάτω να πάνε στο Μετόχι στο Γιαλό, να ποτίσουνε τσ'ελιές και να κάνουνε και μια βουτακιά στη θάλασσα, να μη σκάσουνε κι αυτοί επαέ, είπε η γρα με ξαφνική τρυφεράδα στη μιλιά τζη.

-Μαργή ν'ανοίξεις παραϋστερα το ράδιο ν' ακούσομε το καιρό κι ανέ πει πως δα νάναι κι αύριο ετσά, να κάνομε το κολάϊ μας. Να ξωμείνουμε απόψε επαδέ  νάχομε την έγνοια των οζώ κι αύριο που δα νάναι επαέ τα κοπέλια, να πάρομε κάτω κι εμείς με το ματρακά μας, να κατεβούμε στο γιαλό, να δούμε τσ'ελιές, να βάλομε και τα πόδια μας μιαολιά στη θάλασσα να δροσερέψομε.

-Καλή ναι η κουβέντα σου απηλοήθηκε η Μαργή και εμεταξέσυρε προς τη πόρτα για να τονε θωρεί κι ήρχιξε αγριεμένη τη μουρμούρα :

-Να πάμε μα νάσαι σα τον άνθρωπο και να κάτσομε και παράπαντα στο μεγάλο αλμυρίκι, να μη θωρούνε οι ανθρώποι τσοι ζάρες μας να μας σε παίζουνε. Και γιάε, μη μου κάνεις τα περισυνά που ξαναπήαμε και πήρες προς τα πέρα και ξάνοιγες κατσά κατσά τσοι γυμνόκωλες που λιάζανε τα βυζά ντος από πίσω από το Μαύρο Χαράκι; Χμμ κανόνισε να μας σε κάνει ο κόσμος σείρι... Θυμάσαι ηντάπαθες που γιάυρες κατακόκκινος στο αρμυρίκι και πήγαινες λοξά λοξά να μη δω το φούσκωμα απούκαμε ο "Νότος" στα σκέλια σου; Κι ύστερα ήθελες να μου συντράμεις κιόλας να σηκωθώ από τον άμμο και μ´άρπαξες π´ανάθεμά σε, απού τη μουσταρά και τα χρειάστηκα, σάματις ήμουνε αίγα; Δε θέλω ετσά ξεγιβεντίσματα. Και εξανοίγανε και οι τσουρίστες από πιό πώδε... Ααα όλα κι όλα ... Άσε

τη λαχτάρα που πήρα που θάρουνε πως δα σούρθει κόλπος...

-Είδες του λόγου σου; Επείραξέ σε πάλι η αντρειγιά μου...

θάμασμα να σου δώσει ετσά βαρβαρικό ... Έλα έλα, βγάλε το πορόκλαδο να ξεσταλίσουνε τα οζά, να πα να βρούνε πράμα να βοσκηθούνε και το πρωί μετά που θα απορμέξουμε δα κάμομε κουμάντο...

 

Εξημέρωσε ο θεός την άλλη μέρα, παραμονή τ´Αγίου Πνεύματος και σηκώθηκε ο Αρχοντογιώργης να αρμέξει, με τσοι γυιούς του που ήρθανε στο μεταξύ και πήρανε τη κατάσταση των οζώ στα χέρια ντος... Εκαλωσόρισε η γρα  τα καμάρια τζη και ρώτηξε για τα χειμαδιά ντος και το μετόχι στο γιαλό. Απηλοήθηκε ο πιό μεγάλος , ο Κωνσταντής:

-Κάψα μάννα, κάψα κι ατά κάτω που σκα ο ήλιος τη πέτρα. Αμολήσαμε το νερό στς´ ελιές και μπήκαμε στη θάλασσα μέχρι το βράδυ που φύγαμε...

-Εκειά κάτω θέλει να με πάει σήμερο ο κύρης σου, να περάσει λέει η ώρα μας  και να γιαύρομε το βράδυ να κάμομε αύριο το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.

-Να πάτε μάννα, καλά δα περάσετε. Εμείς δα σφάξουμε επαδέ ένα πρόβατο με το Νικολή, να το βράσουμε αύριο ανέ φανεί κιανείς γνωστός στο πανηγύρι, να του φωνιάξομε να πιούμε ένα κρασί στη μάντρα.

-Μπρε συ Γιώργη, συμφωνούνε και τα κοπέλια να κάμομε την εκδρομή μας σήμερο στο Γιαλό...

-Ε ανεμάζωξε πράμα να κρατούμε να φάμε εκειά κάτω, ήντα θαρρείς πως δα σε πάω και στο εστιατόριο ; Κρίση έχομε .

Επήρε κάτω  το ζευγαράκι μας κουτσά στραβά με το ματρακά ντος και επρολάβανε και τον ασκιανό  στο μεγάλο αρμυρίκι άπιαστο από τουρίστες. Έστρωσε η γριά μια κουρελού  στον άμμο κι επήε οπίσω απο το αυτοκίνητο να βάλει την εντυμασά τση θάλασσας. Μέχρι να γιαύρει ο Αρχοντογιώργης εφόριενε μόνο το μπατζακάτο σώβρακο  και ξάνοιγε προς το μαύρο Χαράκι ...

Ήντα ξανοίγεις Γιώργη, δε θωρείς τα χάλια σου;

Τα δικά σου να ξανοίγεις, της απάντησε νευριασμένα. Εσώπασε η Μαργή κι πήγε κι ήκατσε στην άκρα τση θάλασσας... Από κοπέλι της άρεσε να θωρεί το απέραντο μπλε χρώμα τσης και να περιεργάζεται τα σιντερένια καράβια που πλέγανε πάνω τζη χωρίς να βουλιάζουνε. Ποτέ δε το κατάλαβε αυτό και ήταν μεγάλη η απορία τζη, πως σήκωνε τέτοια καράβια η θάλασσα κι αυτή μόλις έπιανε άπατα νερά επήγαινε στο πάτο...περίεργα πράματα , μα και ποιό να ρωτήξει να μάθει,  που φοβόταν τη καζούρα... Ξεχάστηκε και κάποια στιγμή θυμήθηκε που βρίσκεται. Ανεμαζώχτηκε και γύρισε στο αρμυρίκι μα ο Αρχοντογιώργης ήτανε άφαντος. Κατάλαβε και ξάνοιξε προς το Μαύρο Χαράκι. Είδε ντονε σκαλωμένο στη δεξά μπάντα, ακίνητο λες και σήκωναν τα Άγια στην εκκλησία...

-Εδά δα σε ποσορέψω εγώ εμουρμούρισε και πέρνει πέρα τρεχάτη. Μα δυο τρία ζάλα πριν τονε πιάσει στα πράσα, γίνεται το κακό: Πατεί  τη πέτρα την αυγουλάτη και πάρτηνε ανάσκελα στον άμμο και τσοι πέτρες... Βάνει φωνή μεγάλη από τρομάρα κι από πόνο κι ήπιασε σύγκρυο τον Αρχοντογιώργη... Μα και απογοήτευση ... Αρχίζουνε κι δυό πρώτα τα παράπονα στο θεό .. Η Μαργή γιατί μαζώξανε ένα κάρο στρογγυλές πέτρες απάνω στο γιαλό-ήντα κοντό τσοι θέλουνε τόσεσάς- κι ο Αρχοντογιώργης που τον ήκοψε η κραυγή τση γράς την ώρα που κατέβαζε η ορθοκάπουλη ξανθιά και το βρακάκι τζη, να τα δείξει όλα του ήλιου... Δεν εγινότανε να τσακιστεί ένα λεπτό αργότερα...; Άσε που στο ζόρε ντου να κατεβεί απ´ το Χαράκι εγενήκανε τα χέρια ντου σαν να τα φάγανε οι σκύλοι.

Ώφου συμφορά μας εσιγομουρμουρίσανε κι οι δυό και κάμανε το σταυρό ντος...

-Ντουγρού στο νοσοκομείο Μαργή, δε θωρώ καλά το πόδα σου...

-Κι εγώ τα χέρια σου Γιώργη, που τα κατάγδαρες. Πάμε..                      

Μα που και πως να πάνε, που πήγαινε τ´αμάξι ίσα τση μύτης του και ήτανε κι όλο γκρεμούς δεξόζερβα... Μα ήπεψε ο θεός το άγιο Πνεύμα και ήπιασε το τιμόνι κι επήανε στο νοσοκομείο και βάλανε τα κόκαλα στη θέση ντος και τα τσιρότα στσοι λαβωματιές... 

-Σκέψου Μαργή ήντα δα πούμε τω κοπελιώ , εδά που δα πάμε στο χωριό, γιατί ανε πούμε την αλήθεια δε μα σε ξεπλένει ούτε το φράγμα Αποσελέμη.

- Το άγιο Πνεύμα δα μας σε φωτίσει, μόνο κάμε το σταυρό σου να φτάξομε στο χωριό. Του χρόνου δε κουνούμε απού τη μάντρα που να καίγεται ο κόσμος...

 

ΓΜ

21.6.2016

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ