Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να μην χαλάσει το αυτοκίνητο

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Κάπου ανατέλλει η ελπίδα!

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να μην χαλάσει το αυτοκίνητο.  Καθώς χειμώνας είναι και έχουν και τα αυτοκίνητα τις ιώσεις τους, ασθενούν, χαλάνε, τα υδραυλικά τους, τα ηλεκτρικά τους παθαίνουν ζημιές,  μένουν από λάστιχο, από λάδια, νερά, μπαταρία,  οι δρόμοι είναι ολισθηροί λόγω βροχής, αντικείμενα πέφτουν στο σφοδρό αέρα από τις ταράτσες  κι εσύ που άλλα ποθείς, άλλα ονειρεύτηκες, για άλλα μεγάλα και σπουδαία ήσουν φτιαγμένος βρίσκεσαι καταμεσής του δρόμου, του πολυσύχναστου κεντρικού, σε ώρα αιχμής, με πρόσωπο κέρινο σαν τα  κέρινα ομοιώματα στο ηπειρώτικο μουσείο, με στάση παγωμένη, σαν απολίθωμα νεολιθικό, να βγάζεις λευκή σημαιούλα ειρήνης, να κουνάς νοερά μαντήλι καλαματιανό,  να είσαι έτοιμη  να χορέψεις το χορό του Ζαλόγγου,  να κάνεις στο πίσω αυτοκίνητο σινιάλο.

Στο πίσω αυτοκίνητο  που είναι μεγάλου κυβισμού, πολυτελέστατο, καθαρό και τακτοποιημένο, με ένοικο προφανώς συγκροτημένο, ευυπόληπτο, ώριμο άνθρωπο  κι όχι σαν εσένα, την τρελή κι αλλοπαρμένη  που αγνοούσες  επί ώρα τα δύο αναμμένα λαμπάκια στο ταμπλό , θεωρώντας ότι το αυτοκίνητο έχει ημερολογιακό προσανατολισμό και στολίστηκε έτσι για τις γιορτές. Που είχες σημάδια ήδη από πιο πριν να το παρκάρεις κάπου το ρημάδι και να πάρεις ταξί, αλλά εκεί εσύ Σουλιώτισσα στο τιμόνι. Αγέρωχη, άφοβη, θα με πάει έλεγες.  Ένα ένα νεκρώνονταν τα ζωτικά του όργανα. Πρώτα χαμήλωσαν λίγο τα φώτα, αλλά μπορεί και να ήταν ιδέα σου, από τον καιρό.   Μετά δεν άναβε  το φλας στη στροφή, μετά δεν ακούγονταν η κόρνα, αν και την πατούσες. Τρία στενά κι έφτασα, έλεγες. Μόνο μη σβήσει στο φανάρι. Αυτό, ούτε να το φανταστώ. Ούτε στον εχθρό μου. Μα όλα τα φανάρια θα με βρουν σήμερα; Κι όμως  θα με πάει! Θέλει και δε θέλει, μπορεί και δεν μπορεί.  Εμένα θα περάσει. Θα το αφήσω μετά κάτω από το σπίτι μου  και θα πω στον μάστορα από το διπλανό συνεργείο, το Στέλιο που είναι και καλό παιδί  να το φτιάξει αύριο. Έτσι θα γίνουν τα πράγματα. Λίγο ακόμη και φτάσαμε. Κουράγιο αμαξάκι μου. Έλα όμως που οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, ο άγριος Ποσειδώνας σχεδίαζε αλλιώς και σε άφησε η μαούνα σου μεσοπέλαγα. Έλα όμως που οι μηχανές δεν έχουν μπέσα κι ούτε εσύ είσαι παντοδύναμη.  Καλά να πάθεις όμως. 

« Κύριε, κύριε (σπίρτα καλέ κύριε, ο πατριός μου θα με δείρει, αν δεν τα πουλήσω), συγνώμη κύριε…» ψελλίζεις αμήχανη με το θαλασσί πουλόβερ με τους μπλε και γκρι ρόμβους και το ασορτί κασκόλ χαριτωμένα τυλιγμένο γύρω από το λαιμό (πετυχημένο το styling, μα τι να το κάνεις)  «Έμεινα από μπαταρία κύριε!» ξεστομίζεις με όσο θάρρος σου απέμεινε, καθώς ξέρεις από βιασύνη, πιεστικές υποχρεώσεις, στρες.  Καλύτερα να έριχνες βόμβα! 

Καθώς  η Σμπώκου "από ανέκαθεν" που θα έλεγε κι ένας γλωσσολόγος ήταν δρόμος στενός. Ιδίως με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Από τότε όμως που ανέβηκε αξίωμα στην ιεραρχία των δρόμων κι έγινε  πεταλοειδής παράγινε το κακό. Όταν δε, κάνει κρύο και είναι τα μαγαζιά ανοιχτά και ώρα αιχμής, έτσι και χαλάσει το αυτοκίνητό σου καταμεσής του δρόμου… ούτε ψύλλος στον κόρφο σου. Εσένα και των άλλων που θα τύχουν στο δρόμο  σου. 

 « Από μπαταρία μείνατε; Να σας σπρώξω στην άκρη;» μου λέει ο αναπάντεχα ευγενέστατος και υπομονετικός οδηγός (καλά τον είπα ευυπόληπτο),  ενώ λίγο μετά απευθύνεται στον εντός του αυτοκινήτου πιτσιρικά προφανώς… « Μισό λεπτό παιδί μου, μισό λεπτό!»

Πώς είναι μερικές φορές στη ζωή που νιώθεις πως όλα σου πάνε στραβά; Έτσι ήμουν λίγη ώρα πριν. Με δύο παιδιά ενήλικα μεν, κρυωμένα  δε και τα δύο με πυρετό,   μακριά  μου και τα δυο και με ένα πρόβλημα στη δουλειά  που έφερε ένταση, που  φάνταζε τρομερό και δεν με είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ να κοιμηθώ.  Με την ψυχολογία στα τάρταρα για τη ζωή, τις δυσκολίες, τη μοίρα μας και το κακό το ριζικό μας , για  το μέλλον του πλανήτη, την κλιματική αλλαγή.   Τη διαφθορά, την αποξένωση, τα μίση,  τα πάθη, τις ζήλειες και τους εγωισμούς, τις σχέσεις των ανθρώπων. Μα χρειαστήκαν λίγες στιγμές για να ανατραπεί όλο αυτό.  

  Μια ολόκληρη κινητοποίηση σχηματίστηκε Τετάρτη  απόγευμα στη Σμπώκου, λίγο πριν την πλατεία Νίκαιας.  Που με συμβούλευε να μείνω ψύχραιμη να μην αγχώνομαι γιατί συμβαίνουν αυτά. Να ανοίξω το παράθυρο να συνεννοούμαστε, να βάλω νεκρό, να στρίβω το τιμόνι δεξιά και μετά αριστερά. Ήρεμες κινήσεις, χωρίς άγχος, όλα καλά θα πάνε, δεν είναι εξάλλου κάτι φοβερό.  Τέσσερις περαστικοί, όσοι έτυχαν να περνάνε. Άλλος βγαίνοντας από το φαρμακείο (ο πατέρας με τον πιτσιρικά αναγκάστηκε να αποχωρήσει),  άλλος από το πάρκο, άλλος  κύριος φορτωμένος μια τσάντα με ψώνια, άλλος που έβγαινε από το σπίτι του.  Ούτε ένας δεν προσπέρασε αδιάφορα τη μόνη γυναίκα που χρειαζόταν βοήθεια. Κι όλοι μαζί συνεργάζονταν σα να γνωρίζονταν. Ναι ήταν όλοι άνθρωποι! Ναι κάποιος ζητούσε βοήθεια! Ήταν  όλοι μια παρέα, μια ομάδα.  Που κινούσε τους τροχούς ενός αυτοκινήτου, δρόμο πολύ  ως να βρει χώρο κενό να σταθμεύσει στο πλάι. Που κινούσε  τα νήματα της ζωής στο χώρο της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Εκεί που ανατέλλει η ελπίδα. Παιδιά ευχαριστώ!

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ