Σκάσε και κολύμπα, μαμά!

Γεωργία Καρβουνάκη
Γεωργία Καρβουνάκη

...όταν το λέει πεντάχρονος απευθυνόμενος στη μαμά του, απαιτείται δυναμική παρέμβαση κατά παντός υπευθύνου και, κυρίως, κατά της μαμάς της ίδιας, διότι το πεντάχρονο έχει το ακαταλόγιστο.

  της Γεωργίας Καρβουνάκη

«Σκάσε και κολύμπα, μαμά»!, αναφωνεί ο πεντάχρονος της διπλανής ξαπλώστρας κι εγώ «μένω παγωτό» -όπως άκουσα κάποτε να λέει κυρία, στην ομιλία της για την παρουσίαση ιστορικού μυθιστορήματος, για να δηλώσει… τι ακριβώς δεν ξέρω. Πάντως, εγώ μόνο παγωτό ήθελα να μείνω εκείνη την καυτή ώρα του Ιουλίου, στην ξαπλώστρα του ιδρώτα.

Το «σκάσε και κολύμπα, μαμά»  ως έκφραση θεωρείται αξιόποινο, τόσο λόγω του πρώτου συνθετικού «σκάσε» -το «κολύμπα» κρίνεται αθώο παμψηφεί αλλά υπό όρους-  όσο και λόγω του ύφους με το οποίο εκφέρεται -κι εδώ μπαίνουν οι όροι και για το αθώο «κολύμπα». Διότι, όταν το λέει πεντάχρονος απευθυνόμενος στη μαμά του, απαιτείται δυναμική παρέμβαση κατά παντός υπευθύνου και, κυρίως, κατά της μαμάς της ίδιας, διότι το πεντάχρονο έχει το ακαταλόγιστο.

Η εξήγηση για το πώς εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο/φρασεολόγιο των παιδιών, βέβαια, βρίσκεται -κυρίως- στο κουτί που μιλάει ακατάσχετα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι κι επειδή κάτι πρέπει να λέει κι αυτό 24/7/365, λέει όσα πρέπει αλλά και όσα δεν πρέπει. Το κατάλαβα όταν, λόγω της πρόσφατης τραγωδίας με τις πυρκαγιές, άνοιξα τηλεόραση για να παρακολουθήσω ζωντανά τις εξελίξεις κι έπεσα πάνω στη διαφήμιση τηλεπαιχνιδιού, με τίτλο «Σκάσε και κολύμπα», το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως εκπαιδευτική τηλεόραση η οποία θα βοηθήσει να διαδοθεί ΚΑΙ αυτή η έκφραση, όπως και πολλές άλλες ανάλογες, με τη μέθοδο της συνεχούς επανάληψης.   

Το είχα καταλάβει ότι με την επιμονή μου να κρατώ κλειστή τη συσκευή χρόνια τώρα, χάνω τα καλύτερα! Πρώτον, πώς να βγάλω στάτους της προκοπής, χωρίς να έχω ιδέα περί των τηλεπροσωπικοτήτων, για να τις κρίνω για το ύφος, την εγκυρότητα ή τη σκηνική τους παρουσία;

Δεύτερον, σε θέματα λάιφ στάιλ έχω χάσει κομβικής σημασίας επεισόδια, αφού μερικές φορές διαβάζω ειδήσεις περί των ανωτέρω προσωπικοτήτων και νομίζω πρόκειται για ανθρώπους από το Σουρινάμ, που τα ονόματά τους απλώς μεταφράστηκαν στα ελληνικά.

Τρίτον, έχω χάσει επεισόδια και στο στάιλ το ίδιο, επιμένοντας να ντύνομαι/χτενίζομαι/βάφομαι σύμφωνα με το βρισκούμενο της στιγμής και όχι σύμφωνα με τα πρότυπα που επιβάλλει η τηλεοπτική επικαιρότης. Να φανταστείς, τα νύχια μου ακόμη κοντά και τετράγωνα τα έχω κι όσο για τα φρύδια μου, άστο καλύτερα, ντρέπομαι!

Τέταρτον, η πολιτική επικαιρότητα φτάνει ως εμένα ανεπεξέργαστη, έτσι όπως την εισπράττω αμάσητη στην καθημερινότητά μου, με αποτέλεσμα να βγάζω εντελώς δικά μου συμπεράσματα, να μην ευθυγραμμίζομαι με την πλειοψηφία, πράγμα που με καθιστά σαφώς εκτός του γενικού κλίματος.

Η τύχη το θέλησε προ καιρού να ανοίξω τηλεόραση για δυο συνεχόμενα απογεύματα που η μανούλα είχε έρθει από το χωριό για γιατρούς και, αντιστρέφοντας ρόλους, επειδή έπρεπε να δουλέψω εγώ, έβαλα τη μαμά μπροστά στην τηλεόραση για να απασχοληθεί. Η ίδια τύχη θέλησε να παρακολουθήσω, αποσπασματικά έστω, ένα τηλεπαιχνίδι, κυριολεκτικά για όλη την οικογένεια. Γονείς και παιδιά -τα παιδιά σε ηλικία που μπορούν να εργαστούν νόμιμα, δηλαδή περίπου 30 χρόνων- στον αγώνα για το μεροκάματο, κάτι σαν οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία θριαμβεύει το ομαδικό πνεύμα, συνεπικουρούμενο από στρατηγική, γνώσεις και δεσμούς αίματος, αγάπης και συμμετοχικότητας.

Το γεγονός ότι απαιτούνταν κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις, τις οποίες σπανίως διαθέτει ο μέσος Έλληνας, π.χ. πόσο ύψος έχει το όρος Όλυμπος, όχι αυτό που ξέρουμε οι αδαείς αλλά αυτό που βρίσκεται στον πλανήτη Άρη (!), αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τον ρόλο του παράγοντα τύχη, τον οποίο υπάρχουν -λίγοι, ευτυχώς- άνθρωποι που παραβλέπουν κι αντί αυτού στηρίζονται στη δουλειά και την κριτική τους ικανότητα.

Παράλληλα έπαιξε και το ένστικτο, όχι αυτό που προκύπτει από λογικούς συνειρμούς αλλά το μεταφυσικό, αυτό που κρύβεται μέσα μας και βγαίνει σαν τον κλέφτη όποτε του καπνίσει για να μας οδηγήσει στις πιο άκυρες αποφάσεις της ζωής μας αλλά κάποιοι το εμπιστεύονται σαν στοιχείο απαραίτητο για την επιτυχή έκβαση των υποθέσεών τους. Σε αυτό βασίστηκαν οι παίκτες και… απλά δεν κέρδισαν τίποτα, πέρα από το δικό τους τέταρτο δημοσιότητας.

Η θρησκευτικότητα, επίσης, ήταν έντονη, με επικλήσεις θεού και αγίων, του γενικότερου εορτολογίου ή πιο προσωπικών προστατών. Απαραίτητο φάνηκε να είναι και το σταυροκόπημα πριν πατήσουν το «μπάζερ» (?), αν το λένε έτσι κι ίσως να το λένε επειδή έχει σχέση με την προσδοκώμενη μπάζα.  

Το πνεύμα συνεργασίας κυριάρχησε αλλά οι προτροπές και οι εμψυχωτικές ιαχές των παιδιών προς τους γονείς και αντίστροφα διακόπτονταν από πολλά «μπιιιιιπ» της παραγωγής, πράγμα που μου δημιούργησε υποψίες και με άφησε με απορίες του τύπου: τι άλλο φώναζαν τα παιδιά στους γονείς τους εκτός από το «πάτα το, ρε μάνα!»; Βέβαια, το ύφος όλων ήταν εύγλωττο: μάτια που πετούσαν φλόγες και μαχαίρια προς κάθε κατεύθυνση, με κύριο στόχο τη μανούλα και τον μπαμπά, γιατί -μην το γελάτε- δεν είναι λίγο πράγμα να είσαι τριαντάρης και να χάνεις από βλακεία των γέρων σου 600 λαχταριστά ευρώ που πρέπει γι’ αυτά να δουλέψεις 10ωρο καθημερινά για δυο μήνες και να στερηθείς δυο μηνών οκτάωρα στην καφετέρια. Άδικο θα έχεις μετά να μείνεις στο πατρικό για πάντα και να σε συντηρούν εκείνοι;

Μαμά, μπαμπά, δρέπετε τους καρπούς των κόπων σας αλλά το κακό είναι ότι το εισπράττει ολόκληρη η κοινωνία, με διάφορους τρόπους.

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ