Στο δρόμο προς την Ανάσταση

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

...το βλέμμα των ανθρώπων στρέφεται σε αυτούς που δοκιμάζονται, υποφέρουν, ζουν μόνοι


της Μαρίας Λιονάκη


«Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα» Γ. Σεφέρης

Ανοιξιάτικο τοπίο γεμάτο μαργαρίτες, παπαρούνες κι ανεμώνες, μα σκονισμένο, θολό. Μουντά τα έντονα χρώματα των φυτών, της βλάστησης στη μελαγχολία των ημερών, τη σκόνη του καιρού. Του χρόνου η καμπάνα αργά, ρυθμικά και θλιμμένα χτυπά στους ήχους της Μεγάλης Εβδομάδας. Ήχοι που δίνουν το παράγγελμα στους άλλους ήχους να σωπάσουν. Να σιγήσουν, για να εγκατασταθεί μια σεβάσμια σιωπή, μια βαθιά ενδοσκόπηση, μετάνοια, περισυλλογή. ‘Ήχοι που παραγγέλνουν στα σύννεφα, πιστούς του ουρανού, αργά να βαδίζουν στο τέμπλο του ουρανού. Κατανυκτικά, με ευσέβεια, με μεγαλοπρέπεια. Εκεί που Χερουβίμ ψάλλουν, εκεί που άγγελοι του Θεού κατοικούν. Δικοί μας άνθρωποι που έφυγαν νωρίς. Στην Εκκλησιά του κόσμου το φως είναι χαμηλωμένο και σεμνό. Διαχέεται όχι από βαρύτιμα φωτιστικά, μα από ταπεινά κεράκια. Από βαρύτιμα ταπεινά κεράκια. Ο ήλιος σεβάσμια αποσύρθηκε να δώσει τη θέση του στον ήλιο μιας θρησκείας. Που ανέτειλε, χρόνια, αιώνες πριν, σε μια ταπεινή σπηλιά. Για να μη δύσει ποτέ.

Για να γίνει σύμβολο της πιο μεγάλης, της πιο σπουδαίας κι αληθινής θρησκείας. Για να γίνει σπηλιά κάθε φοβισμένης, αβέβαιης ζωής, κάθε πληγωμένης, παγωμένης ύπαρξης. Φωλιά για κάθε τραυματισμένο πουλί, λιμάνι για κάθε καραβοτσακισμένο καράβι. Απάγκιο κάθε φορά που κύματα προβλημάτων, αέρηδες δυσκολιών, κεραυνοί από αρρώστιες αντιμάχονται την ανθρώπινη ύπαρξη. Που είναι τόσο αδύναμη, χωρίς θεϊκή βοήθεια, ευλογία και θαλπωρή… Χωρίς συγχώρεση.

Από απλούς, άσημους ανθρώπους γεννημένος ο Χριστός μας, ήρθε σταλμένος απ’ τον Πατέρα Θεό στον κόσμο ετούτο με ένα μεγάλο προορισμό, να μας σώσει. Ήρθε στη ζούγκλα των ανθρώπων, στην άγρια κι άγονη γη για να ρίξει τους πιο καλούς σπόρους. Να φυτρώσει η αγάπη, η καλοσύνη, η σεμνότητα, η ευγένεια, η φιλευσπλαχνία, η συμπόνια, η αλληλεγγύη. Αρωματικά φυτά της πιο μυρωδάτης, ηλιόλουστης ζωής. Που μοσχοβολούν όπως η ρίγανη, το χαμομήλι, το θυμάρι, το φασκόμηλο, η μέντα, μα που είναι δυσεύρετα. Για να τα βρεις, να τα συναντήσεις, για να γίνεις ο ίδιος κηπουρός και φυτευτής τους θ’ ανέβεις ώρα πολλή, ανηφορικό δρόμο, συχνά μοναχικό. Σε απάτητο ψηλό βουνό, παρέα με αετούς, αγριοπερίστερα κι άλλα άγρια πουλιά θα σκαρφαλώσεις. Δε φύονται, φυτεύονται σε πεδιάδες τέτοια σπάνια φυτά. Δεν είναι εύκολη η καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής, η ενάρετη ζωή.

Ο Χριστός μας ήρθε στη γη για να δοκιμαστεί ο ίδιος από το μίσος, την κακία, τη μισαλλοδοξία των ανθρώπων, να υπομείνει στωικά τα μαρτύρια του, για να διδάξει στάση ζωής. Υπομονή και καρτερικότητα. Έχει πολλή μίσος και κακία αυτή η ζωή, αυτός ο κόσμος. Ήρθε να σταυρωθεί, για να αναστήσει το ανθρώπινο γένος. Έχει πολλούς σταυρούς αυτή η ζωή. Η σταυρωμένη ζωή. Που μαρτυράει από τη βία, την τρομοκρατία, τους πολέμους, τον πόλεμο των δρόμων, τις διάφορες ασέλγειες, την κάθε είδους εγκληματικότητα και διαστροφή. Η μη αναστημένη ακόμα ζωή. Που βιώνει σε μεγάλο βαθμό την αδιαφορία, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, τη σκληρότητα, τη ζηλοφθονία, τη μοχθηρία, τον ανταγωνισμό, την εκμετάλλευση. Εκεί που ο αγώνας του ανθρώπου είναι διαρκής, με μόνες ηλιαχτίδες το θάρρος, τη δύναμη και την ελπίδα…

Ελπίδα που σε μια άλλη εποχή συνδέονταν με έναν άλλο μακραίωνο πόλεμο, τον πόλεμο του νησιού μας, της Κρήτης να απαλλαγεί απ’ το βάρβαρο, αλλόπιστο δυνάστη που πάλευε να καταπιεί έθνος και θρησκεία. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στον «Καπετάν Μιχάλη»:

«Κι όταν έρχουνταν η Μεγάλη Εβδομάδα, η καρδιά μας αγρίευε. Μέσα στην παιδιάτικη φαντασία μας ταυτίζονταν τα Πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κρήτης και τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, πίσω από τους ώμους του Χριστού, βλέπαμε ν’ ανασταίνεται κι η Κρήτη, και τη Μεγάλη Παρασκευή δεν ήταν για μας η Μαρία η Μαγδαληνή που σωριάζουνταν στα πόδια του Σταυρωμένου και σκούπιζε με τα μαλλιά της τ’ άγια αίματα, ήταν η Κρήτη, καταματωμένη, που θρηνούσε και τον παρακαλούσε ν’ αναστηθεί κι αυτή μαζί του.»

Του χρόνου η καμπάνα αργά, ρυθμικά και θλιμμένα χτυπά στο παρόν, στους ήχους της Μεγάλης Εβδομάδας. Που φέρνει τον έναν άνθρωπο κοντά στον άλλο. Προσκυνητές της ίδιας θρησκείας, στο ίδιο ριζικό ζωσμένοι. Κοινή εξάλλου η τύχη των ανθρώπων και το μέλλον αβέβαιο… Σκορπίζοντας ηρεμία, γλυκές ψαλμωδίες τις νύχτες στις φωταγωγημένες κεντρικές εκκλησίες των πόλεων, μα και στα πιο απόμερα ερημοκλήσια, τα κρεμασμένα σε βράχους, δίπλα στη θάλασσα ή σε μοναστήρια πνιγμένα στα ανθισμένα λουλούδια με τις μεθυστικές μοσχοβολιές. Βασιλικοί, ρόδα, κρίνοι, βιολέτες, γαρύφαλλα, λεμονανθοί.

Συντροφεύοντας την ημέρα τις ετοιμασίες των πιστών για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ημέρα της Ανάστασης, το Πάσχα των Χριστιανών. Νοικοκυρές που συγυρίζουν τα σπίτια, που ασβεστώνουν τοίχους και πεζούλια στα χωριά. Που ετοιμάζουν κουλούρες, κουλουράκια, καλιτσούνια, που μοσχοβολούν καθώς ψήνονται. Ενώ χαρούμενα παιδάκια μπλέκονται στα πόδια τους, αλωνίζουν στις ανθισμένες αυλές. Που βάφουν τη Μεγάλη Πέμπτη τα κόκκινα αβγά. Με μοτίβα φυτικά. Που ψωνίζουν όλα τα καλούδια για το γιορτινό τραπέζι. Τα αγαπημένα των παιδιών σοκολατένια αβγά, τα δώρα για τα βαφτιστήρια, τις λαμπάδες για την Ανάσταση, το αρνί που θα σουβλιστεί κατά το έθιμο. Που κόβουν τα καλύτερα άνθη απ’ τους κήπους για τον στολισμό του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή. Που συναγωνίζεται στο στόλισμα από εκκλησιά σε εκκλησιά. Που πλήθος κόσμου ακολουθεί στην περιφορά. Εκεί που ο πόνος της Παναγιάς, το σπαραχτικό: « Ω γλυκύ μου έαρ…» γίνεται πόνος κάθε ανθρώπου. Λίγο πριν καεί σε μεγάλη φωτιά στο παραδοσιακό έθιμο το σκιάχτρο, ομοίωμα του Ιούδα που πρόδωσε το Χριστό το Μεγάλο Σάββατο.

Ενώ το βλέμμα των ανθρώπων στρέφεται σε αυτούς που δοκιμάζονται, υποφέρουν, ζουν μόνοι. Εκεί που ο άνθρωπος δε σταματά να ελπίζει και που η αγάπη, η αλληλοβοήθεια, το χάδι, η καλή κουβέντα, η αγκαλιά μπορεί να αναστήσει αυτή τη σταυρωμένη ζωή. Καλό Πάσχα!

Κώστα Βάρναλη: «Η μάνα του Χριστού»

Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!(…)

Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου, Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! (…)

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα, σα ρωτήσανε: «Ποιός ο Χριστός;» τί ’πες «Νά με»! Αχ! Δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ