Τα αποκαϊδια της καρδιάς μας

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Κοιτάζεις άφωνος και δακρυσμένος. Τόσοι νεκροί, τόσοι αγνοούμενοι, τόσα ζώα, σπίτια, αυτοκίνητα, τόσο πράσινο, τόσα δέντρα, τέτοια ανυπολόγιστη στη φύση, οικολογική καταστροφή


της Μαρίας Λιονάκη

Μπορεί η ζωή να ανατραπεί από τη μία στιγμή στην άλλη; Μπορεί ο άνεμος, η φλόγα να είναι τόσο άκαρδη που να ανοίξει τα γκάζια στην εθνική, να τρέχει ιλιγγιωδώς, ξέφρενα, να  σπάσει  το κοντέρ  κι όποιον πάρει ο χάρος; Να βάλει βόμβα, τρομοκράτης αδίστακτος  και να ανατινάξει  τόσο κόσμο, τόση γη; Μπορεί η φωτίτσα που σου κρατούσε γλυκιά  συντροφιά τα κρύα βράδια του χειμώνα στο τζάκι, που της έλεγες τα μυστικά σου, τα άγχη, τους φόβους σου  να είναι τόσο άκαρδη κι αναίσθητη που να σε προδώσει, να  κάνει συνασπισμό με άλλες φωτίτσες, να γιγαντωθεί   και  να προσπαθήσει να σου κάνει κακό;  Να σου κηρύξει πόλεμο, να γίνει  ο πιο άσπονδος εχθρός σου; Εσένα και τόσων άλλων;

 Μπορεί να είσαι ένας άνθρωπος σωστός, ηθικός, με ιδανικά και στόχους, με αρχές και  αξίες,  νομοταγής στους φόρους και στα πιστεύω, με  το πρόγραμμά σου,  το χθες, το σήμερα, το αύριο σου, με τη ζωή που  έστρωσες όπως ήθελες να κοιμηθείς, με όσα ανέστησες  με δουλειά,  κόπο, ξενύχτια, θυσίες, χωρίς να αφήσεις τίποτα στην τύχη και σε μια στιγμή να χαθείς; Ή  να τα χάσεις όλα; Χωρίς καθόλου να φταις; Να κινδυνεύσεις,  να χάσεις ζωή, συγγενείς, φίλους, περιουσία, το δεντράκι που με το πράσινο του  τάιζε και τη δική σου  ζωή; Μπορεί  να γκρεμιστεί όλος ο κόσμος σου σε μια στιγμή, αυτός που  πήρε τόσα χρόνια, τόσο ιδρώτα, κόπο και πόνο να χτιστεί;

Μπορεί να υπάρχουν κάποιοι, που σίγουρα δεν είναι   άνθρωποι,  τόσο αδίστακτοι, ασυνείδητοι,  αλλοτριωμένοι ψυχικά που να έκαναν όλο αυτό το κακό; Και γιατί; Για ποια συμφέροντα;

Δεν το χωράει ανθρώπου νους όλο αυτό,   αυτές τις εικόνες. Που αντικρίζεις στην τηλεόραση και μένεις κολλημένος εκεί.  Ακίνητος κι άφωνος μπροστά  στο δράμα που διαδραματίζεται, μπροστά στο πάθος των ανθρώπων, τη σημαία της ζωής. Ανήμπορος να βοηθήσεις, απρόθυμος να συνεχίσεις τη ζωή σου  σα να μη συμβαίνει τίποτα .   Αναλογίζεσαι πως έγιναν τα πράγματα. Την κρισιμότητα των στιγμών. Τον αιφνιδιασμό, την απόγνωση, τον πανικό  των ανθρώπων μπροστά στη λαίλαπα της φωτιάς. Όταν το κατάλαβαν. Όταν δεν  το κατάλαβαν.  Δεν πρόλαβαν. Της φωτιάς  που έτρεχε ορμητικά σαν καυτά στόματα στοιχειών,  σαν πεινασμένο αιμοβόρο θεριό, σαν πύρινος καταρράκτης,   σαν ανταπόκριση από την κόλαση,  σαν τύχη άτυχη, μοίρα  άμοιρη,  μαύρη, σα δαίμονας, χάρος, θάνατος  πάνω από την πόλη. Το Μάτι, τη Ραφήνα, το Βουτζά. 

 Αρχικά η σκέψη  των ανθρώπων  να σώσουν τα υπάρχοντα τους, τις περιουσίες τους και στο αμέσως επόμενο λεπτό η συνειδητοποίηση  του μάταιου, του  αδύνατου, η παραίτηση απ’ αυτό, ο φόβος, η σύγχυση, ο πανικός, η κάποια ψυχραιμία   και   η γιγάντια, αγωνιώδης, τρομερά δύσκολη    προσπάθεια να σώσουν τη ζωή. Τη δική τους, των δικών τους,  των παιδιών τους. Του  πατέρα, της μάνας  που είναι ανήμπορη.  Που δεν θέλει, δεν  μπορεί να μετακινηθεί, να  τρέξει. Του παιδιού που το  αρπάζει γρήγορα η μάνα με βλέμμα αλλόφρον και το  σφίγγει  στην αγκαλιά της. Το νιώθει να φοβάται, να τρέμει, να κλαίει   όμως πίσω δεν κοιτά. Την κυνηγάει ο χάρος να της  το πάρει. Ποιος είναι αυτός που το διεκδικεί;  Αυτό πρέπει να σωθεί. Όχι αυτή, αυτό. Ενώνεται μαζί με άλλους. Ένας λέει ότι ξέρει  το  δρόμο.  Έχει ξαναπάει κάποτε προς τα εκεί. Ένα καλοκαίρι,  που έκανε διακοπές,  πήγε για μπάνιο, μια άλλη όμορφη εποχή. Να τον ακολουθήσουν λέει. Ξέρει το μονοπάτι που οδηγεί στη θάλασσα. Σίγουρα. Μόνο να κάνουν γρήγορα, να προλάβουν. Η φωτιά  δεν αστειεύεται, δεν περιμένει, λάθη δε δικαιολογεί.

Κοιτάζεις άφωνος και δακρυσμένος. Τόσοι  νεκροί, τόσοι αγνοούμενοι, τόσα ζώα, σπίτια, αυτοκίνητα,  τόσο πράσινο, τόσα δέντρα, τέτοια ανυπολόγιστη στη φύση,  οικολογική καταστροφή. Που τώρα μέσα στον πόνο για τις ανθρώπινες ζωές δεν μπορεί να εκτιμηθεί.  Τόσες και τόσες εικόνες.  Τόσες και τόσες ιστορίες. Αμήχανος κάθε άνθρωπος σε τέτοια τραγωδία να εκφραστεί. Οι λέξεις σιωπούν, δακρύζουν, κλαίνε. Ήταν για  ποίηση, για έρωτα, για πιο όμορφα νοήματα πλασμένες.  Τι να πρωτοσκεφτείς, τι απ’ όσα είδες , άκουσες  να θυμηθείς. Αυτές τις μαύρες ώρες,  στα ατελείωτα ρεπορτάζ της τηλεόρασης,  με τους ίδιους τους δημοσιογράφους αμήχανους να περιγράψουν τόσο κακό, στην απευθείας σύνδεση με τον κάτω κόσμο, τον Αδη.  Η σκέψη  της τύχης  των είκοσι έξι ανθρώπων  που δε βρήκαν το σωστό δρόμο για να βγουν στη θάλασσα, που έφτασαν στα βράχια,  στο αδιέξοδο, που πέθαναν μαρτυρικά, αγκαλιασμένοι  πονάει πολύ. Ήταν η  εκατόμβη αυτής της τραγωδίας.

 Όσοι έφταναν στη θάλασσα, αλλά κι εκεί η άμμος έκαιγε ή δεν τα κατάφεραν να κολυμπήσουν  και πνίγηκαν.  Όσοι αγνοούνται. Όσοι τους αναζητούν. Όλοι αυτοί που έζησαν, αλλά που δεν έχουν πια σπίτι να μείνουν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους, να ανασυγκροτηθούν, να ξεχάσουν.  Που έχασαν τα υπάρχοντά τους, τα θυμητάρια τους, τα πράγματα με τα οποία ήταν δεμένοι, τους κόπους μιας ζωής. Την πίστη στο αυτεξούσιο της ζωής.  Όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τα  εγκαύματα στο σώμα, στη μνήμη, στην ψυχή. Με ένα μεγάλο γιατί.  Που δεν έχουν  εφεδρικό σχέδιο ζωής,  που πρέπει να βρουν  τη δύναμη  να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή, μέσα σε μια τόσο δύσκολη οικονομικά εποχή. Ενώ ίσως θρηνούν ένα δικό, ένα φίλο, ένα γείτονα. Ενώ  ίσως ψάχνουν  ακόμη αγνοούμενους,   δικούς τους ανθρώπους.   Που πρέπει να βρουν  το κουράγιο να ελπίσουν, να ονειρευτούν, να πιστέψουν ξανά  στην ομορφιά της ζωής.

  Κοιτάζεις άφωνος και δακρυσμένος.  Μπροστά στο άδικο, το ξαφνικό, το τραγικό της ζωής.  Σα να έχεις χάσει κι εσύ λίγη απ’ την πίστη σου στη ζωή, απ’ τη δική σου προσωπική ελπίδα. Λυπάσαι απίστευτα, θα αργήσεις να γελάσεις αληθινά, να χαρείς. Νιώθεις θυμό ανείπωτο  για ό,τι προκάλεσε αυτή τη βιβλική καταστροφή κι αναζητάς αν θα μπορούσε κάτι καλύτερα η πολιτεία να διαχειριστεί.   Ντρέπεσαι για όσα εσύ έχεις ,εσύ απολαμβάνεις  κι οι συνάνθρωποι σου έχασαν, δεν έχουν, ντρέπεσαι που εσύ μετά από λίγο με πράγματα τετριμμένα θα ασχοληθείς. Ηλιαχτίδα μέσα σε αυτή τη συννεφιά η συμπαράσταση, το συναίσθημα,  η συμπόνια όλου του κόσμου, η  οργανωμένη βοήθεια σε αίμα και αγαθά. Ηλιαχτίδα όλοι αυτοί οι πυροσβέστες που υπερέβαλλαν εαυτό τόσες ώρες, μέρες  και οι εθελοντές που έτρεξαν να βοηθήσουν. Ηλιαχτίδα αυτή που προβάλλει στον ουρανό όπως ξυπνάμε και ξυπνά κάθε πρωί. Που  σου λέει πως όσο ζεις  έχεις χρέος  για ένα καλύτερο κόσμο, για τη χαρά της ζωής , για να μη γίνει κάτι αντίστοιχο  να αγωνιστείς…

« Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό.» Κ. Γ Καρυωτάκης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ