Τι να κάνουν οι άνθρωποι εκεί πάνω στα χωριά μας;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Το νησί μας εξακολουθεί να χορεύει πεντοζάλη, όπως είπε ένας κρητικός στην πιο όμορφη περιγραφή του φαινομένου που άκουσα.

Της Μαρίας Λιονάκη
 

Νύχτωσε κι απόψε στον κόσμο μας. Τη διαδοχή μέρας και νύχτας δεν άλλαξε ποτέ κανείς. Κι έπιασε κρύο, άλλαξε ο καιρός.  Φθινόπωρο είναι αυτό, προάγγελος χειμώνα. Φθινόπωρο που, όσο  κι αν το λένε καλόβολο και διαλλακτικό, έχει κι αυτό κακά στοιχεία στο χαρακτήρα του. Τι να κάνουν οι άνθρωποι εκεί πάνω απόψε;  Που είναι, όσο να πεις, το υψόμετρο μεγαλύτερο. Δεν είναι πόλη εκεί, να κάνει ήπιο καιρό και κρύα ξενέρωτα. Γιατί δε μιλάς;  Από τη Δευτέρα έχεις σιωπήσει. Στυλωμένο έχεις κάπου το βλέμμα και κοιτάς.  Τι κοιτάς, τι σκέφτεσαι; Μόνο οι μετασεισμοί σε κουνάνε λίγο από τη θέση σου, σε πάνε, σε φέρνουν και σε ξανατοποθετούν στην ίδια θέση. «Ας τον αφήσουμε τον αλαφροΐσκιωτο στον ίδιο τόπο» είμαι σίγουρη πως σκέφτονται.

Θα τις κουνάει ο φθινοπωρινός αέρας τις σκηνές, τα υφάσματα θα κάνουν συριστικούς  ήχους μέσα στο σκοτάδι,  έτσι όπως τσαλακώνονται τα πανιά. Άσπρα  πανιά, σαν καραβιού σε καταιγίδα. Άσε που θα μοιάζουν με φαντάσματα,  έτσι που πάνε κι έρχονται. Να κοιμούνται άραγε ήδη τα παιδιά; Τέτοια ώρα θα έπρεπε να τελειώνουν τα διαβάσματα, τα μαθηματικά πολύ τα παίδεψαν.  Αμάν ο ευλογημένος ο καθηγητής, ασκήσεις που βάζει.  Κι είναι και νεοδιόριστος, φαντάσου να περάσουν λίγα χρόνια. Η μάνα φωνάζει για το φαγητό. Φασολάκια έψησε και σήμερα.  Όλης της περιοχής τα φασολάκια από την κατσαρόλα τους πέρασαν φέτος. Μου φαίνεται πως βρίσκεσαι σε σύγχυση. Παρελθόν, παρόν τα μπερδεύεις. 

Τι να κάνουν οι άνθρωποι εκεί πάνω στα χωριά μας; Αρκαλοχώρι,Αρχοντικό,  Μελέσσες, Θραψανό, Σαμπάς…Είναι πολλά τα χωριά, εκατοντάδες οι άνθρωποι.  Η υγρασία που τον έχει τον τρόπο της θα ξεγλιστράει από τις ραφές των υφασμάτων και θα κάνει κατάληψη. Θα κρυώνουν τα σώματα. Τους πήγαν κουβέρτες,  κάποιες παλιές από το στρατό. Τριμμένες σίγουρα, να ήταν τουλάχιστον καθαρές; Σε ρώτησα, αν ήταν καθαρές. «Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια;» Μη μιλάς, με εκνευρίζεις. Νοικοκύρηδες ήταν οι άνθρωποι, όχι ζητιάνοι. Με τα σπίτια τους καθαρά, καλοστολισμένα, με σεμεδάκια και στο ψυγείο ακόμη, μαξιλαράκια κεντητά, κουρτίνες πλεγμένες βελονάκι. Τα έπιπλα τους  κλασικά, μιας άλλης εποχής, μα καλογυαλισμένα. Λάδι θα χρησιμοποιούσαν σίγουρα. Ξέρουν αυτοί τα μυστικά της νοικοκυροσύνης. Και γλυκά είχαν στη φοντανιέρα, τυλιχτά για τον επισκέπτη. Τι τους πέρασες, ανθρώπους της πόλης, που έχουν τις πόρτες κλειστές, σα μυγιάγγιχτοι; Όχι  η ψηλομύτα η γυναίκα σου, που αν δεν βγάλεις τα παπούτσια σου δεν μπαίνεις στο ανάκτορο. Αυτοί στο χαλασμό πάνω, σου κάνουνε καφέ. Κι ανοίγουν  τις πόρτες να κοπιάσεις να δεις, τώρα που γκρεμίστηκαν οι τοίχοι.   Μέσα στο κλάμα τους ξεσκονίζουν  το σοβά από την καρέκλα και σου λένε  κάτσε. « Καλά είμαι εγώ, μην ανησυχείς. Φοβηθήκαμε, δε λέω, μα θα τα ξαναφτιάξουμε. Τα μπετά γίνονται, εμείς να είμαστε καλά. Έχω δυο γιους, κοίτα λεβεντόπαιδα. Τις πήρα τις φωτογραφίες μαζί μου βγαίνοντας. Κι ας φώναζε ο Μανώλης,  τι κάνεις εκεί κυρά, τρέξε να σωθούμε! Και τα παιδιά και τα εγγόνια μαζί μου,  τα έχω εδώ στη σκηνή.  Είναι το κουράγιο μου, η δύναμή μου, η παρηγοριά μου, η περηφάνια μου.»

Τι να κάνουν εκεί πάνω οι άνθρωποι;  Κάποιες  σκηνές δεν έχουν καν κρεβάτια. Είδα εγώ σκηνές στην τηλεόραση. Κατάχαμα κοιμούνται οι άνθρωποι, πάνω στα χώματα, πάνω σε  νάιλον απλωμένα όπως όπως. Το χώμα τώρα θα είναι βρεγμένο, νοτισμένο. Το Φθινόπωρο μας φταίει τώρα; Δεν ξέραμε να του τηλεγραφήσουμε από τον Αύγουστο να μην έρθει; Κι έρχεται χειμώνας. Τι θα απογίνουν; Καλά κι αυτοί οι ευλογημένοι οι σεισμολόγοι δεν είχαν τίποτα ψυλλιαστεί; Εμείς, λίγο θολό να το δούμε το φεγγάρι, ξέρουμε πως αύριο έχει νερό. Να δεις πως  το είχαν καταλάβει  τα ζωντανά, ανήσυχα ήταν ώρα πριν. Όλο πήγαινε κι ερχόταν ο Κανέλος. Έχουν διαίσθηση αυτά. Αν είχαν και μιλιά…

Τα πήραν άραγε οι ηλικιωμένοι τα φάρμακά τους πριν κοιμηθούν; Τρόπος του λέγειν,  να κοιμηθούν. Όταν κάνει κρύο, όταν είναι αβέβαιο το αύριο, όταν  κλαίνε παιδιά, φωνάζουν οι ανήσυχοι χωριανοί που έχασαν το έχει τους, που γκρεμίστηκαν τα καταστήματά τους, πάνω που πήγαιναν να συνεφέρουν από το λουκέτο τόσων μηνών,  άντε να κοιμηθούν. Κι είναι αδύναμοι οι ηλικιωμένοι, με ευαίσθητη υγεία, ψυχολογία.  Χάμω θα κοιμηθούν;  Κι είναι δύσκολα τα βήματά τους, αργές οι κινήσεις τους, λίγες οι αντοχές, πολύ το παράπονο. Πώς θα αναδιοργανωθούν, πώς θα φτιάξουν τα σπίτια πάλι; Από τις συντάξεις τις λειψές; 

Λένε πως κόσμος  πολύς βοηθάει. Πως είναι πολλοί οι εθελοντές, που έτρεξαν από την πρώτη μέρα, όπως κάνουν σε κάθε κρίση.  Λένε πως  διευκολύνσεις από το κράτος ψηφίζονται. Τσουνάμι βοήθειας έχει ήδη δοθεί. Μα αρκεί; Κρεβάτια νοσοκομειακά πήγαν σε κάποιες σκηνές,   γεύματα πηγαίνουν, πετσέτες τους πήγαν σήμερα. Σάμπως όμως έχουν νερό; Λένε πως θα έρθουν κοντέινερ να γίνουν τάξεις. Σάμπως έχουν τώρα μυαλό για διαβάσματα τα παιδιά; Έτρεμαν τα πουλάκια μου κάτω από τα θρανία. Απάγκιαζαν το ένα δίπλα στο άλλο. Γέμισαν οι σάκες σοβάδες κι ο πίνακας έπεσε. Τα μισά σχολεία είναι ακατάλληλα. Σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, καταστήματα γκρεμισμένα. Ζωές γκρεμισμένες. Κι από πάνω ο Θεός να προσπαθεί να βρει τη δικαιολογία του. Που σκοτώθηκε στο ναό του ο πιστός με το τάμα. 

Η νύχτα έρχεται ντυμένη το μαύρο φόρεμα. Ασορτί με τη διάθεση μας στην Κρήτη,  από την αρχή της εβδομάδας.  Το νησί μας εξακολουθεί να χορεύει πεντοζάλη, όπως είπε ένας κρητικός στην πιο όμορφη περιγραφή του φαινομένου που άκουσα. Λιτή η γλώσσα του κρητικού, απλή, μα καίρια. Μιλάει κατευθείαν στην ψυχή. Μα περισσότερο από τη γλώσσα μιλάνε τα μάτια. Τα παραπονεμένα, δακρυσμένα μάτια, που κάκιωσαν για λίγο στη φύση, που έχει δώσει ήδη  στα αμπέλια τον καρπό, που κυοφορούσε τη σοδειά της ελιάς. Κι όμως μέσα στο μαύρο, υπάρχει πάντα λίγο άσπρο, μέσα στο σκοτάδι λίγο φως.  Μέσα στην καταιγίδα που δοκιμάζει το νησί μας υπάρχει ελπίδα.  Αρκεί να μη χαθεί το κουράγιο, να μη σταματήσει η βοήθεια. Του κράτους, του πολίτη, του εθελοντή. Θα έρθουν καλύτερες μέρες…


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ