Η θωράκιση των ιστορικών -αλλά και ετοιμόρροπων -κτηρίων, πιο επίκαιρη από ποτέ

Κατερίνα Μυλωνά
Κατερίνα Μυλωνά

Η Περιφέρεια Κρήτης και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας συμμετέχουν σε πρόγραμμα για τη σεισμική βελτίωση των αστικών κέντρων

Της Κατερίνας Μυλωνά

 


«Προσοχή κίνδυνος», είναι μια εικόνα που συναντά κανείς συχνά, δυστυχώς, σε πολλές περιοχές της Κρήτης.
Κτήρια που άλλοτε έσφυζαν από ζωή σήμερα είναι ερείπια και, πέρα από την θλίψη που προκαλεί η όψη τους, σε πολλές περιπτώσεις είναι ετοιμόρροπα. Η θωράκισή τους, λοιπόν, αποτελεί προτεραιότητα, όχι μόνο τώρα, που οι σεισμικές δονήσεις αποτελούν καθημερινότητα, αλλά διαχρονικά.
Ένα νέο έργο με τίτλο «Νέες προσεγγίσεις για τη σεισμική βελτίωση και ανάπλαση ιστορικών, αστικών κέντρων στην περιοχή Αδριατικής και Ιονίου», εκπονείται στα πλαίσια του προγράμματος Interreg – ADRION. Με την ονομασία ADRISEISMIC, υλοποιείται πρόγραμμα  συνολικής διάρκειας 30 μηνών, που ξεκίνησε  το Μάρτιο του 2020, και έχει ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Αύγουστο του 2022. 
Συμμετέχουν 6 χώρες της Αδριατικής - Ιονίου (Ιταλία, Ελλάδα, Σερβία, Σλοβενία, Κροατία, Αλβανία) με 8 διαφορετικούς εταίρους: Πανεπιστήμια, φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ερευνητικά και εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Για την Ελλάδα, οι συμμετέχοντες εταίροι είναι η Περιφέρεια Κρήτης και το Πανεπιστήμιο Κρήτης μέσω του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας. 


Το πρόγραμμα αφορά την αντισεισμική προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των ιστορικών μνημείων και κτιρίων που αποτελούν σύμβολα της τοπικής, πολιτιστικής ταυτότητας, αλλά και πυρήνες κοινωνικο-οικονομικού ιστού των περιοχών αυτών. 
Η αναγκαιότητα προέκυψε από το γεγονός ότι η περιοχή της Αδριατικοϊονίου ζώνης είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε φυσικές καταστροφές, ενώ χαρακτηρίζεται από τον υψηλότερο σεισμικό κίνδυνο στην Ευρώπη!  

Οι συνήθεις προκλήσεις που εντοπίζονται στις χώρες αυτές, σχετίζονται κυρίως με την έλλειψη ενιαίας πολιτικής αντιμετώπισης έναντι του σεισμικού κινδύνου. 
Είναι πλέον επιβεβλημένη η ανάγκη εναρμονισμού και κοινής προσέγγισης, στον τομέα της αντισεισμικής πρόληψης, τόσο στο νομοθετικό πλαίσιο όσο και στις τεχνικές παρέμβασης, αλλά και στην εκπαίδευση.  Με βάση αυτό, τα παραδοτέα του προγράμματος θα είναι ολοκληρωμένα σχέδια διαχείρισης, προστασίας και αποκατάστασης έναντι σεισμικής δράσης, προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής, κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαίτερα για την έντονη σεισμικότητα που παρουσιάζει το νησί της Κρήτης. Τα σχέδια θα εναρμονίζονται με την Ευρωπαϊκή και Εθνική νομοθεσία.


Βασικοί στόχοι του Adriseismic είναι: η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και συστηματοποίηση των πρακτικών μείωσης της σεισμικής τρωτότητας, ο εναρμονισμός των ενεργειών σχεδιασμού και διαχείρισης της «μετά-σεισμικής» φάσης και τέλος η διάχυση των αποτελεσμάτων σε τοπικό επίπεδο για κάθε χώρα. 


Αυξάνοντας την ικανότητα των εμπλεκομένων, εφαρμόζοντας την περιβαλλοντική νομοθεσία για τη βιώσιμη ανάπτυξη, και ενισχύοντας τις δεξιότητες που αφορούν στη μείωση της σεισμικής τρωτότητας, οι δράσεις του Adriseismic έχουν διαρθρωθεί σε 3 τεχνικά πακέτα εργασίας: 
Στο πρώτο πακέτο αναλύεται και συγκρίνεται το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο κάθε χώρας - εταίρου. Οι έρευνες και αποτελέσματα του πρώτου αυτού σταδίου, έδωσαν μια αρχική ανατροφοδότηση για τα υφιστάμενα εθνικά και τοπικά χωροταξικά εργαλεία και προσεγγίσεις, τους αντισεισμικούς κανονισμούς, για τα πρότυπα σεισμικής τρωτότητας, καθώς επίσης και τα σχετικά οικονομικά και χρηματοδοτικά κίνητρα σε κάθε χώρα - εταίρο του έργου.
Επελέγησαν συγκεκριμένα θέματα, σχετιζόμενα με σεισμικούς, πολεδομικούς, κτιριοδομικούς  κανονισμούς αλλά και θέματα ασφάλισης περιουσίας κατά σεισμού. Σε όλα τα νομοθετικά πλαίσια, εθνικά και διεθνή, υπάρχει ένα κοινό κριτήριο επιτελεστικότητας για 3 καταστάσεις: Αποφυγή κατάρρευσης, Απαίτηση περιορισμού βλαβών, Προστασία ανθρώπινης ζωής. 
«Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι έως τώρα, με τις πληροφορίες που έχουμε λάβει από όλους τους εταίρους, καθώς το πρόγραμμα εξαρτάται από τα διαφορετικά μεγέθη των εμπλεκόμενων χωρών και ιδιαίτερα από τη διαφορετική σεισμικότητά τους, με αντιμετώπιση που ποικίλει σημαντικά, όπως εξάλλου αναμενόταν», αναφέρει στο Cretalive η κ. Ερμιόνη Γιαλύτη, Γεωλόγος, ειδική σύμβουλος του Περιφερειάρχη Κρήτης.


Με βάση τα συγκεντρωτικά δεδομένα, συντάχθηκε ένας συγκριτικός πίνακας κανονισμών, εντοπίζοντας κενά αλλά και καλές πρακτικές, ώστε να δημιουργηθούν ενιαία πρότυπα αναφοράς μεταξύ των εταίρων. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται να υπάρχει πληθώρα νομοθετημάτων και  μεθόδων παρέμβασης στην Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ λιγότεροι έως καθόλου κανονισμοί στις υπόλοιπες χώρες – εταίρους 
 
Μονόδρομος η προστασία
Όλες οι χώρες διαθέτουν αντισεισμικούς κανονισμούς εν ισχύ σε εθνικό επίπεδο, ενώ η Ιταλία είναι η μόνη που εφαρμόζει κάποιους και σε περιφερειακό επίπεδο. Όλοι οι κτιριοδομικοί κανονισμοί, έχουν υιοθετηθεί από την επίσημη εθνική νομοθεσία και των 6 χωρών, μετά το 2000. 
Όλες οι χώρες διαθέτουν ρυθμίσεις Πολιτικής Προστασίας, κι έτσι διαφαίνεται μια ξεκάθαρη ευκαιρία να συγκροτηθούν και να εναρμονιστούν αυτοί οι κανονισμοί, με τελικό στόχο την οριοθέτηση της διαχείρισης του σεισμικού κινδύνου.   
Οι περισσότεροι από αυτούς τους κανονισμούς, άπτονται του Ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου, ενώ καμία από τις χώρες – εταίρους δεν διαθέτει υποχρεωτική ασφάλιση κτιρίων έναντι σεισμού. 

«Το κυριότερο πρόβλημα που εντοπίζεται, είναι ότι στα ιστορικά κτίρια δεν υπάρχουν οι σχεδιαστικές και κατασκευαστικές τους πληροφορίες. Τα περισσότερα είναι αβαθείς θεμελιώσεις, τοιχοποιίες χωρίς συνδετικό υλικό και χωρίς πρόβλεψη μεταφοράς των φορτίων στην έδραση. Επιπλέον, όλα σχεδόν έχουν διέλθει πολλών σεισμικών επεισοδίων, υπερβαίνοντας τα οριακά φορτία λειτουργίας τους και παραμένουν όρθια σήμερα, με αυτό που ονομάζουμε υπολειμματικά φορτία», εξηγεί η κ. Γιαλύτη.
Υπάρχουν επίσης ειδικότερες μικροζωνικές μελέτες για τις περιοχές της Ελλάδας με υψηλότερη σεισμικότητα, των οποίων όμως η εφαρμογή είναι προαιρετική.  Δεν είναι υποχρεωτικές από τη Νομοθεσία, αλλά εξαρτάται από τις τοπικές αρχές να τις εφαρμόσουν. 

Το δεύτερο πακέτο εργασίας αφορά την ανάπτυξη μεθόδων και τεχνικών για την αξιολόγηση της σεισμικής τρωτότητας και προτάσεις για τις μετέπειτα παρεμβάσεις θωράκισης.  Έγινε συνθετική καταγραφή των τεχνικών και πρακτικών της κάθε χώρας, με σκοπό να ελεγχθούν καινοτόμες  μέθοδοι ταχείας εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας συνοδευόμενες από ενόργανη διάγνωση, ώστε να βελτιωθεί η γνώση.
Η Ιταλία, η Αλβανία και η Ελλάδα θα υλοποιήσουν 3 πιλοτικές δράσεις.  Συγκεκριμένα από την Ελληνική ομάδα, θα εφαρμοστούν πειραματικά τα μέτρα παρέμβασης σαν μελέτη περίπτωσης, στο ιστορικό κτίριο της Περιφέρειας Κρήτης στη θέση “Σοχώρα” Ρεθύμνου. Μέσω μίας κοινής μεθοδολογίας και συλλογής στοιχείων, επιστημονικών τεχνικών και οπτικής έρευνας, θα εξαχθεί μία φόρμα εκτίμησης σεισμικής τρωτότητας του συγκεκριμένου κτιρίου.  


Απώτερος σκοπός είναι να επιδειχθεί η εφαρμοσιμότητα αποτελεσματικών, γρήγορων και χαμηλού κόστους μεθόδων θωράκισης και προστασίας της υφιστάμενης κληρονομιάς. Τελικώς, θα εκπονηθούν ολοκληρωμένα περιφερειακά σχέδια δράσης, ώστε να ενσωματωθούν τα ευρήματα του έργου στις υφιστάμενες πολιτικές.
Το τρίτο πακέτο εργασίας περιλαμβάνει καινοτόμα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ενίσχυση δεξιοτήτων και εμπειρίας όλων εκείνων που ασχολούνται με τη σεισμική θωράκιση, ειδικά όσον αφορά στα πολιτισμικά μνημεία. Απευθύνεται κυρίως σε τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές, ενδιαφερόμενους κλαδικούς φορείς (ΜΚΟ, κτλ.), ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και σχολεία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και το ευρύ κοινό. 

Το κύριο αποτέλεσμα του προγράμματος, θα είναι η παραγωγή και εγκαθίδρυση ενός διακρατικού δικτύου συνεργασίας ώστε από κοινού να αντιμετωπιστεί η περιβαλλοντική τρωτότητα λόγω σεισμικού κινδύνου, με αποτελέσματα που θα κοινοποιούνται και πέραν των κρατών – εταίρων του έργου.  
Στην Κρήτη ειδικότερα, υπάρχουν πολυάριθμα κτίρια μείζονος ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας και υψηλής αισθητικής, τα οποία συνθέτουν την καθημερινότητά μας, αλλά δεν αντιμετωπίζονται με τον δέοντα σεβασμό. Αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά θα αναγνωρίσει πολλά παλαιά οικοδομήματα, διαφόρων ιστορικών περιόδων,  χαρακτηρισμένα επίσημα ή μη ως «διατηρητέα». Πέραν της ζωντανής ιστορίας που φέρουν, αλλάζοντας χρήσεις και μορφή με το χρόνο, οι εκάστοτε ιδιοκτήτες τους δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την στατική τους επάρκεια, παρά μόνο για την αίγλη και το κάλλος τους. 


Τα κτίρια αυτά αντιπροσωπεύουν την τάση του παρελθόντος και δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για τις συνήθειες διαβίωσης, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και το κοινωνικό γίγνεσθαι της κάθε εποχής. Αποτυπώνουν επίσης στη δομή τους, τις κατασκευαστικές μεθόδους που ακολουθούνταν με βάση το κλίμα, τα δομικά υλικά, τις δραστηριότητες των κατοίκων και γενικά κρατούν ζωντανή την ιστορία στο πέρασμα του χρόνου. 


Είτε τα οικοδομήματα αυτά χρησιμοποιούνται ακόμα σε αμφισβητούμενης ασφάλειας συνθήκες, είτε είναι εγκαταλελειμμένα, φαίνεται να ανακύπτει συνήθως ένα πρόβλημα που αποτελεί κοινό παρονομαστή:  η φθορά τους, που από ένα σημείο και μετά γίνεται γρήγορη και εκθετική, δεν μπορεί να αρθεί εάν δε λυθούν τα νομικά ζητήματα μεταξύ των ιδιοκτητών (ή κληρονόμων) και του νομικού καθεστώτος της κάθε χώρας ή Περιφέρειας. 
Έτσι, προκύπτει συχνά το φαινόμενο, σε ένα ετοιμόρροπο κτίριο να μη μπορεί να παρέμβει ούτε ο ιδιοκτήτης (επειδή δεν θέλει), ούτε και άλλη διοικητική αρχή (επειδή δεν μπορεί). Τα δικαιώματα για τον τρόπο και την έκταση της παρέμβασης, φαίνεται να χάνονται κάπου στο ενδιάμεσο κενό της νομοθεσίας. Αυτό είναι μια κοινή διαπίστωση όλων όσων συμμετείχαν και στις συναντήσεις εργασίας που έχουν έως τώρα πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις συναντήσεις με τις χώρες – εταίρους της Αδριατικο-Ιονίου. 

Σκοπός του συγκεκριμένου προγράμματος είναι να εντοπιστούν οι ελλείψεις για αυτού του είδους την πολιτιστική κληρονομιά στη νομοθεσία και να διευθετηθεί θεσμικά ο τρόπος αντιμετώπισης των κτιρίων αυτών, για να σωθούν. 


Είναι σχεδόν παράλογο σε μία εποχή με τόσες σύγχρονες και μη-παρεμβατικές λύσεις, να αφήνουμε να χάνεται ένας τέτοιος θησαυρός, μαζί και η ιδιαίτερη ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα ενός τόπου. Υπάρχουν μέθοδοι και τεχνικές, που θα μπορούσαν να σώσουν ένα κτίριο και να διαφυλάξουν τη στατικότητά του, χωρίς να αλλοιώσουν τον ιστορικό του χαρακτήρα. Προσπάθειά μας είναι να ενσωματωθούν οι καλές πρακτικές στην Ελληνική Νομοθεσία, στην οποία έως τώρα δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τα χαρακτηρισμένα διατηρητέα και την τύχη που τελικά θα έχουν στην πάροδο του χρόνου», εξηγεί.


Η Περιφέρεια Κρήτης συνεχίζει να επενδύει σε δράσεις που στοχεύουν στη βιωσιμότητα και την προστασία του δομημένου ιστού των πόλεων, της πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού, αλλά και των ίδιων των πολιτών.
 

Διαβάστε περισσότερες ειδήσεις από την Κρήτη.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ