Tου Πέτρου Μηλιαράκη*
Προσφάτως λαμβάνουν χώρα διαδικασίες -στα κατ’ ουσίαν αστικά κόμματα- με την ανάδειξη της ηγεσίας τους μέσω ενός «ευρύτερου εκλογικού σώματος», το οποίο σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι «προσδιορισμένης ποιότητας» ως προς το σκοπό που επιδιώκει προσερχόμενο στην συγκεκριμένη κάλπη για την ανάδειξη του οποιουδήποτε αρχηγού ενός πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή ενός κομματικού σχηματισμού. Ενταύθα άξια προβληματισμών είναι τα εξής:
• ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΩΣ ΕΝΝΟΜΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ
Στην ελληνική συνταγματική τάξη ο μεταπολιτευτικός συντακτικός νομοθέτης για πρώτη φορά τυποποίησε στο συγκεκριμένο περίγραμμα του συνταγματικού κράτους δικαίου που αφορά στην οργάνωση και στις λειτουργίες της Πολιτείας και ειδικότερα στην «σύνταξη της Πολιτείας» την έννοια του πολιτικού κόμματος.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το κόμμα οφείλει στην οργάνωση του και στην δράση του να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπ’ όψιν, επίσης, ότι στον αυτό συνταγματικό κανόνα ιδρύεται και η δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή όσων ατόμων δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν, προκειμένου ως ενεργοί πολίτες να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων. Νομιμοποιήθηκαν δηλαδή οι κομματικές νεολαίες. (Για τις ειδικότερες ρυθμίσεις παραπομπή γίνεται στο άρθρο 29 του Συντάγματος).
Υπ’ όψιν περαιτέρω ότι οι συνταγματικές πρόνοιες που αφορούν στα κόμματα, λειτουργούν συνδυαζόμενες και με το σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης, δηλαδή με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος που ιδρύει το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή. Η διάταξη αυτή δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.
• Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΗ ΣΕ ΠΟΛΙΤΗ
Στην επιστήμη του δημοσίου δικαίου, η παραγωγή της πολιτικής στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο και η πολιτική ως ιδεολογικό εποικοδόμημα δεν είναι πράγματα ανεξάρτητα, και δεν αφορούν πράγματα αποκομμένα από την οικονομική και κοινωνική βάση του πολιτεύματος.
Άλλωστε, το νεότερο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα διαμορφώθηκε ιστορικώς ως αντικείμενο κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Στην αρχαιότητα η πολιτική τάξη πραγμάτων ήταν αποχωρισμένη από την οικονομική βάση και συνιστούσε απλώς δημόσιο, πολιτειακό αυτοσκοπό. Στην νεότερη όμως εποχή, στην αρχική τους φάση, τα πολιτικά συστήματα παρέμειναν τιμοκρατικά. Στο σύστημα αυτό τα πολιτικά αξιώματα «κατανέμονταν» αναλόγως της περιουσιακής δυνατότητας «των πολιτών» (tax qualification systems). Αυτό το σύστημα επικράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι, συνδέθηκε το δικαίωμα της πολιτικής ψήφου με την προσωπική περιουσία.
Ωστόσο, με βάση την ιστορική διαδρομή της πολιτικής ψήφου, και τον ιστορικό μετασχηματισμό του ιδιώτη σε πολίτη, η δημοκρατική νομιμοποίηση στα σύγχρονα πολιτεύματα κατά το «τυπικό κριτήριο» αφορά πλέον το πολίτευμα όπου κυρίαρχος είναι ο Λαός, ως η μόνη πηγή εξουσίας. Στη σύγχρονη Δημοκρατία το τεκμήριο της αρμοδιότητας υφίσταται υπέρ του Λαού. Το τεκμήριο αυτής της αρμοδιότητας ασφαλώς ισχύει στη διαδικασία ανάδειξης του Κοινοβουλίου και δι’ αυτού, της κυβέρνησης και του Αρχηγού του Κράτους. Όμως στη δογματική της «από τα κάτω» ανάδειξης πολιτικών ηγεσιών σε κομματικούς φορείς, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, καθόσον δεν εμπίπτει τυπικά στις συνταγματικές πρόνοιες, ενώ σε επίπεδο «πολιτικής πρακτικής» και «πολιτικής σκοπιμότητας» αδιστάκτως δεν είναι απολύτως άδολο!..
• Η «ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ ΑΝΑΔΕΙΞΗ» ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΗΓΕΣΙΩΝ
Ας εστιάσουμε στη διαδικασία της ανάδειξης ηγεσιών στα κόμματα μέσω της καθολικής συμμετοχής από τη βάση-«από τα κάτω». Ενταύθα εγείρονται σημαντικά ζητήματα, ως εξής:
Εάν δεν απευθύνεται η διαδικασία αυτή στα ήδη από ικανού χρόνου προϋπάρχοντα μέλη, αλλά αντιθέτως απευθύνεται ευρύτερα στην κοινωνία, τότε προδήλως προκύπτει μείζον ζήτημα.
Το ζήτημα αυτό εστιάζεται στο ότι ο οιοσδήποτε πολίτης που δεν έχει την οποιαδήποτε σχέση ιδεολογική ή πολιτική με το φορέα μπορεί να συμμετέχει και να διαμορφώνει αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να είναι αντίθετο προς τους ιδεολογικούς και καταστατικούς σκοπούς του συγκεκριμένου φορέα.
Το πρόβλημα δε αυτό οξύνεται όταν υπάρχει μαζική συμμετοχή -δηλαδή ο οποιοσδήποτε μπορεί να συμμετέχει, ασχέτως εάν η δική του άποψη είναι εντελώς αντίθετη με τον επιδιωκόμενο πολιτικό και καταστατικό σκοπό του συγκεκριμένου φορέα. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν η «νεοσύστατη πρακτική» να εκλέγονται οι ηγεσίες των δημοκρατικών-συστημικών κομμάτων μέσω μιας καθολικής συμμετοχής των πολιτών εγείρει σημαντικά ζητήματα νομιμοποίησης της ηγεσίας!
Υπ’ όψιν δε ότι τίθεται και περαιτέρω ζήτημα ως εξής: ο πολίτης ως φίλος ή οπαδός ενός φορέα και εάν ακόμη έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, να πρόσκειται δηλαδή ευνοϊκά προς το φορέα αυτόν, παρ’ όλα αυτά ως υποτιθέμενος ενεργός πολίτης δε συνδέεται ευθέως με τις διαδικασίες του φορέα, στον οποίο όμως θέλει και επιδιώκει να έχει λόγο για την ανάδειξη της ηγεσίας του.
Συνεπώς το επίμαχο ζήτημα διακρίνεται στον συνειδητοποιημένου πολίτη που συμμετέχει πράγματι στις διαδικασίες ενός κόμματος και στον απλό οπαδό. Ο απλός οπαδός κατά τη γνώμη του γράφοντος δε νομιμοποιείται να αναδεικνύει την ηγεσία του κόμματος που υποστηρίζει!..
Απλώς νομιμοποιείται στο πλαίσιο της δημοκρατικής αρχής στο να εκλέγει τους αντιπροσώπους του κόμματος που ψηφίζει μέσω της άμεσης, ανόθευτης και καθολικής ψηφοφορίας, όπως την εγγυώνται το Σύνταγμα και ο εκτελεστικός εκλογικός Νόμος!
*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).