Της Μαρίας Λιονάκη
Έχει ξανασυμβεί. Δε λες εσύ πως δεν έχει ξανασυμβεί. Συμφωνείς. Είσαι εξάλλου σε μια ηλικία που καλύτερα να έχεις την ησυχία σου, να συμφωνείς, παρά να έχεις δίκιο. Σίγουρα το έχεις ξαναζήσει. Κι είναι άλλοθι αυτό; Ο,τι έχουμε ξαναζήσει και το αντέξαμε πρέπει να μας συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση; Σε εξακολουθητικό μέλλοντα που λέγαμε και τις προάλλες στην τάξη; Έχεις δει παρεμπιπτόντως_-δεν είναι το θέμα μας αυτό, αλλά μιας και τα λέμε- μαθητή πώς αντιμετωπίζει σήμερα τον εξακολουθητικό μέλλοντα; Και τον στιγμιαίο και τον παρακείμενο; Συλλήβδην τους χρόνους; (Για να μην πω τη γραμματική και το συντακτικό). Με βδελυγμία. Βλέφαρο δε σηκώνει από το θρανίο, να τα καταδεχτεί λίγο. Δεν έχει χρόνο. Κι αν έχει, στον παρακείμενο θα τον αφιερώσει ή στο συντελεσμένο μέλλοντα; Είσαι καλά; Σε κανένα τους, λεπτό. Να τον δει κι ο συμμαθητής του να στιγματιστεί για πάντα; Μην το συζητάς. Συντελεσμένο. Πάμε όμως στο θέμα μας.
Ένα συνεχόμενο καλοκαίρι, δεν είναι καλοκαίρι. Θεματική πρόταση ήταν αυτό. Είναι χειμώνας! Κι ούτε με παρηγορεί που μου είπε ο γυμναστής μου ότι μπορώ να πάω ακόμα για μπάνιο. Προσπαθεί κι αυτός για το καλύτερο. Για το μεροκάματο. Έχει την α’ εθνική στο γυμναστήριο που πάει νωρίς νωρίς, λίγο μετά το γαλατά που λέγαμε παλιά, εννιά με δέκα, αξημέρωτα κι έχει κι εμάς τις αποδέλοιπες, που πάμε δέκα με έντεκα. Έχοντας πάρει τα φάρμακά μας. Που πάμε βρε παιδί μου λίγο γέρνοντας, λίγο σα να μας είναι βάρος η ζωή, λίγο να πούμε μια κουβέντα να ξεσκάσουμε. Λίγο με τη σκέψη, την έκλεισα την κουζίνα ή θα λαμπαδιάσουμε και θα φωνάζει ο Μήτσος που θα γυρίσει σπίτι μεσημέρι και δε θα βρει γιουβέτσι; Σάλτσα με τέτοιο καιρό. Κοκκινιστό την εποχή που κυνηγάμε προϊόντα χωρίς γλουτένη. Με μηδέν λιπαρά. Τι να πεις και για το Μήτσο τώρα, που αν την αναπτύξεις τη θεματική του πρόταση θα γράφεις παραγράφους τρία χρόνια μετά. Με όλων των ειδών την ανάπτυξη. Με παραδείγματα, σύγκριση- αντίθεση, αυτή κυρίως, με ορισμό, αιτιολόγηση, κι εδώ θα γράψεις κλπ. Άκου όμως κι ο γυμναστής να πάμε για μπάνιο…Με ρωτάς εμένα, αν είχα τέτοια σχέδια Νοέμβρη μήνα;
Να φυσάει, να φυσάει δίχως αύριο αέρας, με σκόνη, ιπτάμενα σιχαμερά σωματίδια, ξεφτίδια λουλουδιών. Και να μη μπορώ κιόλας να ρίξω λίγο νεράκι, πολύ νεράκι σαν τον άνθρωπο να καθαριστεί το μπαλκόνι, να ξεπλυθεί η κρούστα τόσων μηνών. Ξεπλένεται ένα μπαλκόνι τόσων τετραγωνικών με το ποτιστήρι; ‘Η αντέχω να ρίχνω νερό και να νιώθω, σα να διέπραξα φόνο; Τύψεις και ενοχές; Είπαμε, είμαι σε μια ηλικία που δεν το αντέχω πολύ να πηγαίνω κόντρα. Κόντρα παιδί που λέει κι ένα λαϊκό άσμα δε θυμάμαι ποια το τραγουδάει. Δεν είμαι κόντρα παιδί σε τέτοια ηλικία.
Γίνεται να μη μου πηγαίνει, να μη μας πηγαίνει κόντρα ο καιρός; Τι κατάσταση είναι αυτή. Είχαμε τα σκουπίδια, θέμα μείζον όλο το καλοκαίρι. Οι πρόγονοι μας έφτιαξαν τα μινωικα επιτεύγματα, παλάτι στην Κνωσό, καμαραϊκά αγγεία, το δίσκο της Φαιστού, κοσμήματα, τη μέλισσα των Μαλίων και τόσα άλλα κι εμείς δεν μπορούμε στο παρόν να λύσουμε το θέμα των σκουπιδιών. Η δημοτική αρχή μας φταίει. Θα φταίει κι αυτή. Αλλά κι εμείς βρε παιδάκι μου δεν προσέχουμε. Πετάμε. Από εμάς να φύγει το βαρύ αντικείμενο κι όποιος θέλει ας το μαζέψει. Θα το πετάξουμε από το τζάμι το σκουπίδι κι όπου θέλει ας πάει. Έχετε δει πως τραμπαλίζονται στον αέρα, πως κάνουν κούνια όλα αυτά τα σκουπίδια, χαρτιά, περιτυλίγματα από κρουασάν (την εποχή της γλουτένης), ντενεκεδάκια, σακούλες, πατημένα από αυτοκίνητα σκουπίδια, ισοπεδωμένα σαν τη ζωή μας σήμερα; ‘Η βαλτωμένα στην άκρη των δρόμων σαν τη Νίτσα που περιμένει το Μήτσο να φάει το κοκκινιστό; Πότε από δω, πότε από εκεί τα πάει ο νοτιάς. Από την αυλή της Ευτέρπης στην αυλή του κυρ Χαράλαμπου. Παρεμπιπτόντως θα μπορούσαν να τα βρουν αυτοί οι δύο. Στη σύνταξη αμφότεροι, τα παιδιά σπούδασαν κι έχουν φύγει μακριά, παντρεύτηκε ο γιος της Ευτέρπης κι η νύφη ούτε να τη δει δε θέλει. Θα μπορούσαν να τα βρουν. Γι αυτούς. Όχι για τον κόσμο, αυτός, ούτως ή άλλως λέει. Για να βιοπορίζονται πιο άνετα. Να παλεύουν την καθημερινότητα, τον αέρα της ζωής με πιο αντίσταση. Γιατί σε παρασέρνει ο ρημαδιασμένος αέρας της ζωής. Σα χαρτάκι, πατημένο κονσερβοκούτι, πότε από δω, πότε από εκεί. Ακρίβεια, δυσκολίες, να φας, να ντυθείς, να πληρώσεις φάρμακα. Μα κυρίως μοναξιά. Μοναξιά βρε παιδάκι μου, άτιμη λέξη. Πατημένη. Που ισοπεδώνει σχέδια κι άντε να θυμηθείς μετά τι ονειρεύτηκες μικρός. Τι θα ήθελες Νοέμβρη μήνα…
Εγώ σε πληροφορώ ονειρευόμουν άλλα Νοέμβρη μήνα. Πρώτον να έχω στολίσει Χριστουγεννιάτικα το σπίτι. Όχι συγκρατημένα, τόσο-όσο, μιλάμε για υπερπαραγωγή. Στον υπερθετικό βαθμό ( και τα επίθετα δε συμπαθούν οι μαθητές μου) Έχω μεγάλη συλλογή, αποκτήματα αγοραστικής εμπειρίας χρόνων. (Όχι αιώνων) Μπάλες κόκκινες, χρυσαφιές, πιο ανοιχτές μπεζ, με χρυσόσκονη πασπαλισμένες, ξωτικά, γιρλάντες, άγιους Βασίληδες, φωτάκια πολλές σειρές. Να έχω στολίσει λοιπόν. Αφού έχω στρώσει πρώτα χαλιά. Χαλιά, από άκρη σε άκρη, παχιά, στον υπερθετικό κι εδώ βαθμό, να μυρίζει το σπίτι θαλπωρή, κουρτίνες πιο χοντρές, ριχτάρια σενίλ να πέφτουν μπόλικα, ομορφοσυνδυασμένα όλα. Κι αφράτα μαξιλαράκια αρκετά. Σε διάφορα μεγέθη, σε ζεστές αποχρώσεις. Να πίνεις τον καφέ σου, να διαβάζεις Γαλανού, να πίνεις το τσάι σου να βλέπεις Μαντά στην τηλεόραση και να το απολαμβάνεις. Να βρέχει δυνατά έξω, να έχει καταιγίδα , νεροποντή, να είναι σε εξέλιξη το έντονο φαινόμενο το καιρικό, να προειδοποιεί το ραδιόφωνο , να χουχουλιάζεις, να ξαπλώνεις πιο βαθιά στον καναπέ και να λες, τι καλά που είμαι τώρα εγώ… Χειμώνας! Να βγαίνουν σεργιάνι στο ημίφως όνειρα, ανεκπλήρωτα, επιθυμίες και να μοιάζουν όλα δυνατά, μαγικά, παραμυθένια. Να σε κατακλύζουν αναμνήσεις και εσύ να πλησιάζεις το τζάμι και να μετράς σταγόνα κι όμορφη στιγμή, αστραπή κι επιθυμία, κεραυνό κι ερωτική απογοήτευση. Να αναβοσβήνουν τα λαμπάκια στο δέντρο το στολισμένο και να είναι κάθε αναβόσβημα ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει, κάτι θα σωθεί, κάτι θα ξαναγίνει νέο, καινούριο, πως τα στολίδια πια δε θα είναι μόνο στα δέντρα, μα και στις ψυχές μας.
