Η Μαντάμ Ορτάνς στον Άγιο Νικόλαο

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Κάθε λογοτέχνης έπλασε μια δική του «Μαντάμ», άλλος ξεπεσμένη ξενοδόχα, άλλος αντάρτισσα στα πολύ κατοπινά χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

      Όλα άρχισαν τότε που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος που έμελλε να γίνει παγκόσμιος. Η Ελλάδα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς του Χίτλερ  Όλα τα χρόνια της Κατοχής ο Κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης δεν τα ζει στην Κρήτη, αλλά σ’ ένα άλλο νησί, στην Αίγινα, για να μπορεί - όποτε βγαίνει από τη δημιουργική απομόνωσή του - να επισκέπτεται πιο εύκολα την κοντινή Αθήνα. Η Αίγινα μοιράζεται την θλιβερή πρωτιά θανάτων από την κατοχική πείνα με το νησί του Άη Στράτη. Πολλές θα είναι οι φορές που ο λιτοδίαιτος Νίκος Καζαντζάκης θα βιώσει τη στέρηση της τροφής τρεφόμενος ακόμα πιο λιτά, σαν ασκητής στην έρημο, ξεδιπλώνοντας την πνευματική του αντοχή. Τότε ήταν που ένας παλιός του γνώριμος ζωντάνεψε την πένα του στο σκελετωμένο του χέρι: Ο Γιώργης Ζορμπάς, που στο μυθιστόρημα παίρνει το όνομα Αλέξης. Έτσι, στις σκοτεινές μέρες της διατροφικής του στέρησης, ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει το πιο κεφάτο του έργο, που πολύ αργότερα, μέσω κινηματογράφου και πολλών μεταφράσεων, θα έφτανε σε όλες τις γωνιές της Γης.

      Μέσα σ’ αυτό το έργο του επαναφέρει στη ζωή μια γριά Γαλλίδα, που είχε πεθάνει στην Ιεράπετρα λίγο πριν την αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.  Ήταν η ακουστή μέχρι τότε Μαντάμ Ορτάνς, μια παλιά ιερόδουλη, ερωμένη, διπλωμάτης, αλλά και κατάσκοπος στον προηγούμενο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι βέβαια όπως η περίφημη χορεύτρια Μάτα Χάρι που την εκτέλεσαν για την δράση της. Η Ορτάνς θα γινόταν κι εκείνη μυθική και πασίγνωστη. Αλλά σαν ιλαροτραγική φιγούρα, μέσα στην ιστορία του Ζορμπά του Καζαντζάκη. Η Μαντάμ Ορτάνς εμφανίζεται και σε άλλες σελίδες της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκτός από τις σελίδες του Καζαντζάκη που διαδόθηκαν κινηματογραφημένες. Στον κινηματογράφο την υποδύθηκε η Ρωσίδα ηθοποιός Λίλα Κέντροβα, που κέρδισε με την αξέχαστη υποκριτική της το Όσκαρ Β΄Γυναικείου Ρόλου.. Επίσης, στα «Πάρεργα» του Γεωργίου Πάγκαλου αναφέρονται αφηγήσεις της Ορτάνς. Στο έργο του Πρεβελάκη «Χρονικό μιας Πολιτείας» βρίσκουμε την Μαντάμ Ορτάνς ως Φατμέ. Το διήγημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Ορτάνς» κυκλοφόρησε κάμποσα χρόνια μετά τον «Ζορμπά» του πρώην συζύγου της. Ίσως να ήταν μια γυναικεία απάντηση στην εικόνα της ξεπεσμένης σαντέζας του Νίκου, μια μεταμόρφωση της γυναίκας με το πλούσιο παρελθόν. Βιογραφία της έγραψε ο Ιωάννης Μανωλικάκης (1913-1988). Εκεί μέσα ο σχολιασμός ήταν ο εξής:

      «Η καθαρά ανθρώπινη πλευρά της Γκυττάρ, της Μαντάμ Ορτάνς, βάρυνε ίσως πιο πολύ, από την ιστορικότητα, την ψυχολογική πλευρά και τη γραφικότητα, στη λογοτεχνική της «αξιοποίηση». Στους τέσσερεις που ιστόρησαν λογοτεχνικά τη ζωή της, είναι ευδιάκριτη η φυσική συμμετοχή τους σε ό,τι αφηγούνται. Αυτή η συμμετοχή είναι πιο κραυγαλέα, με μελοδραματικούς τόνους, στο διήγημα «Ορτάνς» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πιο στοχαστική στο  «Χρονικό μιας Πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη, πιο υπαρξιακή στο ποίημα «Ορτάνς» του Άρη Δικταίου, ενώ ο Καζαντζάκης, στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», μια κρύβει, μια φανερώνει, πίσω από το παιγνίδι και από τον σαρκασμό του, τη συμπάθειά του για το αντιφατικό και το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Η λογοτεχνική Ορτάνς μπορεί να μην είναι πιστή εικόνα εκείνης που υπήρξε στην πραγματικότητα. Έτσι όμως μεταμορφωμένη, απέκτησε μια πολλαπλότητα, κέρδισε σε βάθος, και συνεχίζει τώρα μια δεύτερη ζωή στις σελίδες της λογοτεχνίας». 

      Η Αντελίν Γκυττάρ, γνωστότερη σαν Μαντάμ Ορτάνς (1863 - 1938) έγινε ακουστή στην Ελλάδα κατά το γύρισμα του δεκάτου ενάτου προς τον εικοστό αιώνα, όταν εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της τις έζησε στην Ιεράπετρα και τιμήθηκε από τις αρχές, με το να δοθεί το όνομά της σε δρόμο της πόλης. 

     Η μεγάλη εξέγερση του 1896 στην Κρήτη κατά των Τούρκων, που προκάλεσε τη στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε ως αποτέλεσμα την αυτονομία της μεγαλονήσου και άνοιξε το δρόμο για την πολυπόθητη ένωση, το 1913, με την Ελλάδα. Με την άφιξη, λοιπόν, των 10.000 περίπου στρατιωτών της πολυεθνικής δύναμης, για τις ανάγκες τους στρατεύματος αφίχθησαν και κάμποσα «κορίτσια». Απ’ ό,τι λέγεται, γύρω στα πεντακόσια. Ανάμεσά τους και η Αντελίν Γκυττάρ. Ορτάνς στα Γαλλικά σημαίνει ορτανσία και «νονός» της ήταν ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, πολύ πριν έρθει η Ορτάνς να βρει αυτόν τον παλιό της γνώριμο, πρόεδρο τώρα του συμβουλίου των ναυάρχων, στην Κρήτη. Μαντάμ Ορτάνς, λοιπόν, μυθιστορηματική ηρωίδα του Καζαντζάκη. Εκείνος που την «ανακάλυψε», όμως, σαν λογοτεχνική ηρωίδα, δεν είναι ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας, αλλά ο στενός του φίλος ο Παντελής Πρεβελάκης. Ακολούθησαν κι άλλοι, ποιητές και συγγραφείς. Φαίνεται πως η μάλλον φιλάρεσκη Γαλλίδα άσκησε μια ξεχωριστή γοητεία. Όχι μόνο στους εραστές της, αλλά και στους λογοτέχνες. Κάθε λογοτέχνης έπλασε μια δική του «Μαντάμ», άλλος ξεπεσμένη ξενοδόχα, άλλος αντάρτισσα στα πολύ κατοπινά χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Κι όμως, άλλο είναι ένα λογοτεχνικό πορτρέτο και άλλο είναι το πραγματικό πρόσωπο.

      Έπειτα από την επανάσταση στο Θέρισο, το 1905, η Μαντάμ Ορτάνς φεύγει και περιπλανάται στην ανατολική Κρήτη και ειδικότερα στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στον Άγιο Νικόλαο. Τελικά, στις αρχές του 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Ιεράπετρα, όπου ανοίγει χαρτοπαικτική λέσχη και εστιατόριο στη Μεσοκαστελλιά. Εν συνεχεία, λειτούργησε ένα ξενοδοχείο ύπνου, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το «Hotel Creta». Το ξενοδοχείο εκείνο ονομαζόταν “Η Γαλλία”. Αργότερα η Ορτάνς έγινε υποπρόξενος της Γαλλίας και πολλοί την υποπτεύονταν για κατάσκοπο. Και είχανε δίκιο.

Ο Ιωάννης Μανωλικάκης γράφει σχετικά: «Τακτικός πελάτης του νέου ξενοδοχείου «Γαλλία» είναι ένας Εγγλέζος αρχαιολόγος. Ντώκινς λεγόταν. Αρχαιολόγοι και βοτανολόγοι είναι τα επαγγέλματα πού ανέκαθεν προτιμούσαν οι ξένοι πράκτορες στην Κρήτη. Μέγας, λοιπόν, και μόνιμος πράκτορας των Εγγλέζων και της Αντάντ ο Ντώκινς. Η Ορτάνς ήξερε τα κατά τον Ντώκινς. Εκείνος πάλι ήξερε την παλιά της δράση, και γρήγορα τα συμφώνησαν. Εννοείται πάντα στη γραμμή της Αντάντ. Δεν ήταν κουτή η Ορτάνς να ξεστρατίση στα στερνά». Έπειτα από τον πόλεμο ανέπτυξε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καταξιώθηκε στην Ιεράπετρα, όπου πέθανε το 1938.

      Από τα Χανιά λοιπόν, όπου εγκαταστάθηκε αρχικά, μετά πήγε το 1905 στη Σητεία. Οι Σητειακοί διασκέδαζαν με τα ελληνογαλλικά της. Άκουγαν, για παράδειγμα, την παραγγελία «δύο γκαζέλες, τρεις ποτήρες, ένα βίτσινο» και άλλα τέτοια αλαμπουρνέζικα. Το μαγαζί όμως δεν έβγαινε εκεί και αποφάσισε, το 1908, και ήρθε στον Άγιο Νικόλαο. Η Ορτάνς άνοιξε καφωδείο στην προκυμαία της πόλης στην βορειοανατολική άκρη της. Οι δουλειές εδώ πήγανε πολύ καλά, σε σημείο που να χρειαστεί παράταση του ωραρίου λειτουργίας. Πράγματι, χωρίς τις συνήθεις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, που κάνουν τους επιχειρηματίες να διστάζουν να επενδύσουν στη χώρα μας, ο τότε νομάρχης Λασιθίου υπέγραψε πάραυτα απόφαση, που με αυτήν επιτρεπόταν στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού «Νικόλαον Χανιωτάκην, καφεπώλην, κάτοικον Αγίου Νικολάου, να έχη ανοικτόν το εντός της κωμοπόλεως Αγίου Νικολάου και κατά την ακτήν κείμενον καφενείον του μέχρι της 3ης μετά το μεσονύκτιον ώρας». Δουλειές με φούντες η Ορτανσία στον Άγιο. Ένας νεαρός γιατρός, ο Γεώργιος Πάγκαλος, κατέγραφε διάφορα που του έλεγε η Ορτάνς, για να τα περάσει αργότερα στο βιβλίο του «Πάρεργα».

      Όμως η τάξις και η ηθική, που εκπροσωπούνταν στην πόλη από τον σταθμάρχη (αστυνομικό διοικητή της πόλης) επαγρυπνούσαν. «Η ανωτέρω απόφαση του νομάρχη εξεδόθη παρανόμως» απεφάνθη ο σταθμάρχης «διότι στο καφωδείον σύχναζαν γύναια αναιδέστατα, εψιμιθιωμένα και ασέμνως ενδεδυμένα (τα οποία) δια προκλητικών του σώματος κινήσεων παρασύρουν τον απλόν κόσμον εις τον βόρβορον της εξαχρείωσης». Η ιστορία έφθασε να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της Ύπατης Αρμοστείας και της πρεσβείας της Ιταλίας. Ο σταθμάρχης τα έριχνε στον νομάρχη, σημειώνοντας σε σχετικό έγγραφο προς τους ανωτέρους του: «Εις τα ανωτέρω άτοπα συντελεί κατά μέγα μέρος η διαγωγή του ενταύθα κ. Νομάρχου, όστις ως διαδίδεται ευρίσκεται εις αθεμίτους σχέσεις μετ’ αυτών, δι’ ο και ενθαρρύνει αυτάς εις το να παραμείνουν ενταύθα και εξασκώσι κρυφά το επάγγελμα της πόρνης».

      Προκλητικές του σώματος κινήσεις, αθέμιτες σχέσεις, το θέμα έλαβε διαστάσεις κωμικοτραγικές και συντάχθηκαν έγγραφα απείρου κάλλους. Ενδεικτικά: «Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω υμίν, εις συνέχειαν της υπ’αριθμ. 3459 ε. ε. αναφοράς μου, ότι αι ενταύθα διαμένουσαι Ιταλίδες αοιδοί, μετά του Νικολάου Χανιωτάκι και της συζύγου αυτού Ορτάνς Αδελίνα, Γαλλίδος, εξακολουθούν να διατηρώσι δήθεν καφενείον, όπερ ουδέν άλλο είναι ή χαμαιτυπείον. Κατόπιν δε των εν αυτώ διαπραττομένων οργίων, έπαυσε λειτουργούν το ενταύθα χαμαιτυπείον, των γυναικών απελθουσών. Εις σχετικάς δε παρατηρήσεις υπό της Χωροφυλακής εδήλωσαν ότι, ως ξέναι υπήκοοι, ουδένα σεβασμόν ή ευπείθειαν εις τους εγχωρίους Νόμους οφείλουσι. Τούτου ένεκα και επειδή τοιαύται παρεκτροπαί εις κέντρα, οία και το του Αγίου Νικολάου, γίνονται αισθηταί, ποιούσι δε την χειρίστην εντύπωσιν εις τους εντίμους κατοίκους, καθ’ ό προσβάλουσαι την δημοσίαν ηθικήν, δια ταύτα παρακαλώ υμάς, όπως ευαρεστούμενοι, ενεργήσετε τα δέοντα, όπου δει και ούτω διαταχθή το κλείσιμον του εν λόγω καφενείου, ει δυνατόν δε και η απέλασις των εν λόγω γυναικών».

      Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την κάμψη της πελατείας σε σημείο που να φθάσει το «μαγαζί» να βάλει λουκέτο. Η Ορτανσία μετά του συζύγου της Ν. Χανιωτάκη πήραν το δρόμο της Ιεράπετρας με καΐκι, όπως λένε τα σχετικά ντοκουμέντα, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. «Στην Ιεράπετρα νοίκιασαν ένα μαγαζί στη Μεσοκαστελιά, απέναντι από μια αρχινισμένη εκκλησιά…»σημειώνει ο Μαμάκης («Ανατολή» 10,11,12 & 13 Μαρτίου 2009). Η «Μαντάμ» του Αγίου Νικολάου ή αργότερα της Ιεράπετρας, μπορεί να διατηρούσε κάτι από τα θέλγητρα του παρελθόντος, να είχε και εκεί εραστές, αλλά στη συλλογική μνήμη έμεινε αλλιώς. Για τους Γεραπετρίτες φαίνεται πως ήταν μια ξένη γυναίκα που άραξε στον τόπο τους, που τους αγάπησε και την αγάπησαν. Ήταν η μικροεμπόρισσα, η εστιατόρισσα, η ξενοδόχα. Ουσιαστικά η πρώην ερωμένη των Ναυάρχων σηματοδοτεί, με την επιχειρηματική της δράση, τη μετάβαση. Το πέρασμα από μιαν εποχή σε μιαν άλλη.

      Η Μαντάμ Ορτάνς όμως δεν έφυγε, όπως τότε, από τον Άγιο Νικόλαο. «Υπάρχει» και μέσα από μια ταινία ενός Αγιονικολιώτη. Του Νίκου Κούνδουρου. Στην ταινία του «Μπορντέλο», που την είχε γυρίσει το 1985. Αναφερόταν στην Κρήτη κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, στις Μεγάλες Δυνάμεις και στην περίφημη Μαντάμ Ορτάνς. Δείτε τί είχε πει ο ίδιος: «Την ονόμασα «Μπορντέλο». Αποποιήθηκα δηλαδή την καλλιέπεια. Ηταν ένα μπορντέλο ιδεολογικό. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, είχαν μαζευτεί στα Χανιά για να ορίσουν τη μοίρα του νησιού. Η Μαντάμ Ορτάνς, η πόρνη, ήταν ένα άλλοθι. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν οι τέσσερις στόλοι. Και πιο δραματουργικά επικέντρωσα το παζάρι, το οποίο παιζόταν για τη μοίρα της Κρήτης, στο σπίτι όπου η Μαντάμ Ορτάνς και οι κοπέλες της δεχόντουσαν όλους τους αξιωματικούς».

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ