In memoriam Μανώλης Φουντουλάκης

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Το ολοσέλιδο αφιέρωμα της βρετανικής εφημερίδας Guardian του Λονδίνου πριν από 6 χρόνια για τον άνθρωπο σύμβολο κατά του αποκλεισμού των χανσενικών

Του  ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

 

Αυτές τις μέρες κλείνουν επτά χρόνια από το θάνατο ενός ανθρώπου που η ζωή του ήταν μια σταυροφορία στην αγάπη, στον αλτρουισμό και στην προσφορά στον πάσχοντα συνάνθρωπο. Ήταν συνάμα ένας παθιασμένος και διαρκής αγώνας για να ρίξει την ορατή και αόρατη προκατάληψη του στιγματισμού από τη χανσενική νόσο.  Μια από τις πιο μεγάλες και ιστορικές εφημερίδες της Αγγλίας, o GUARDIAN στο φύλλο της 21ης Μαϊου 2011, και στην ενότητα «Ταξίδια» είχε ολοσέλιδο αφιέρωμα στο Μανώλη Φουντουλάκη. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, η βρετανίδα συγγραφέας Victoria Hislop έδωσε συνέντευξη στην ιστορική εφημερίδα του Λονδίνου, σκιαγραφώντας με έναν λεπτότατο και συγκινητικό τρόπο αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο και πρωταγωνιστή της ζωής, που παρέμεινε ένα κορυφαίο σύμβολο στον αγώνα για τον  αποκλεισμό των χανσενικών. Η Hislop  αφηγείται πως μέσα από το εμπνευσμένο από την ύστατη αποικία λεπρών της Σπιναλόγκας στην Ευρώπη, βιβλίο της το ΝΗΣΙ, είχε την τύχη να γνωρίσει έναν από τους τελευταίους αποθεραπευθέντες χανσενικούς, που την δίδαξε πολλές, μεγάλες, διαχρονικές και αναντικατάστατες αξίες για τη ζωή. Ήταν το αφιέρωμα εκείνο, του βρετανικού Gaurdian, ένα σεμνό μνημόσυνο για έναν μοναδικό άνθρωπο που δίδαξε με τη ζωή του.

Το κείμενο σε μετάφραση από τον Κωστή Μαυρικάκη και Πάρι Ασανάκη, που μπορείτε να δείτε στο σύνδεσμο της βρετανικής εφημερίδας  έχει ως εξής 

«Γνώρισα τον Μανώλη Φουντουλάκη στις 20 Ιανουαρίου 2007, σε ένα ξενοδοχείο στην Κρήτη. Ήταν ακριβώς έξι το βράδυ. Η συνέπεια στα ραντεβού του ήταν μια από τις πολλές διαφορές ανάμεσα στον Μανώλη και στους άλλους Έλληνες που είχα συναντήσει μέχρι τότε. Ο λόγος της συνάντησής μας ήταν το μυθιστόρημα που είχα γράψει για τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησάκι στα ανοικτά της Κρήτης, η οποία ήταν λεπροκομείο από το 1903 μέχρι το 1957. Είχε ζητηθεί από τον Μανώλη να γράψει τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης. Ήταν ένας πρώην χανσενικός που ζούσε ακόμη στο χωριό απέναντι από τη Σπιναλόγκα.

Όταν έγραφα το ‘ΝΗΣΙ’, η πλήρης άγνοια των ελληνικών δεν μου επέτρεψε, όπως ήταν φυσικό, να κάνω οποιαδήποτε έρευνα για τους ανθρώπους που έζησαν στην Σπιναλόγκα. Τα πάντα για το νησί το ίδιο, τους ασθενείς και τους γιατρούς, ήταν προϊόν της φαντασίας μου, που άρχισα να καταγράφω με την επιστροφή μου στην Αγγλία. Πράγματι, ο Μανώλης ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος πρώην χανσενικός που είχα γνωρίσει. Είχα ανέκαθεν την πεποίθηση ότι όσοι υπέφεραν από αυτήν την ασθένεια, θα ήταν τόσο έξυπνοι, γοητευτικοί και σοφοί, όσο και κάθε άλλος άνθρωπος. Γιατί να μην ήταν άλλωστε; Χάρη στο Μανώλη, είδα πόσο κοντά στην αλήθεια με είχε οδηγήσει το ένστικτό μου.

Όταν ο Μανώλης πρόβαλε πίσω από τις σκιές του φουαγιέ του ξενοδοχείου για να μου σφίξει το χέρι, σοκαρίστηκα. Όχι από την όψη του καθώς, παρά τα ορατά σημάδια που είχε αφήσει στο πρόσωπό του η ασθένεια, ο Μανώλης εξακολουθούσε να είναι ένας όμορφος άντρας. Αλλά γιατί είχα την αίσθησή ότι είχε πάρει σάρκα και οστά ένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός μου... Είχα άγχος μήπως ο Μανώλης με κατακρίνει για την εντύπωση που είχα δώσει σχετικά με τη ζωή των ανθρώπων που είχαν προσβληθεί από τη λέπρα. Αντίθετα εκείνος με ευχαρίστησε που συνέβαλα στην εξάλειψη του στίγματος, το οποίο κατέτρεχε τη ζωή του για πάρα πολλά χρόνια. Ωστόσο, σε εκείνη την πρώτη συνάντηση, έπρεπε να μας μεταφράζουν κάθε κουβέντα που ανταλλάσσαμε. Τότε ήταν που αποφάσισα ότι θα έπρεπε να βρω χρόνο να μάθω ελληνικά, προκειμένου να μπορώ να συνομιλώ με το Μανώλη. Άρχισα τα μαθήματά μου λίγο αργότερα στο Λονδίνο και κατάφερα σταδιακά να ικανοποιήσω τη φιλοδοξία μου.

Ο Μανώλης ζούσε απέναντι από τη Σπιναλόγκα, στο Πάνω Χωριό της Ελούντας. Οι

δρόμοι εκεί είναι πολύ στενοί για τα αυτοκίνητα και ο πληθυσμός κατά ένα μεγάλο μέρος αποτελείται από όμορφες αλλά ηλικιωμένες μαυροφορεμένες χήρες. Το καλοκαίρι, καθόμασταν στο πεζούλι του έξω στο δρόμο, κάτω από την κρεβατίνα του, απολαμβάνοντας το θεσπέσιο [λικέρ από] ρακή [και βύσσινο] που ο ίδιος παρασκεύαζε, ενώ το χειμώνα καθόμασταν μέσα στο σπίτι του, με την πλάτη μου να λειώνει κυριολεκτικά από τη ζέστη του τζακιού που δεν σταματούσε να ανάβει.

Κάθε φορά που ήθελα να επισκεφτώ τον Μανώλη, είχα ένα λεξικό στην τσάντα μου για να μπορούμε να μιλάμε. Η υπομονή του ήταν απαράμιλλη. Ένα βράδυ που ανηφόρισα τα σοκάκια για να τον συναντήσω, γνωρίζοντας ότι θα είναι εκεί, ξέχασα και το λεξικό και τα γυαλιά μου. Έτσι, ο Μανώλης μοιράστηκε μαζί μου τα ματογυάλια του με τους χοντρούς φακούς και το Ελληνικό-Αγγλικό λεξικό που είχε στην κουζίνα του, και «μιλούσαμε» έτσι επί ώρες. Ήταν ένα επίπονο έργο, όσο και σημαντικό, αφού κάθε φράση θα έπρεπε να αξίζει τον κόπο για να φτιαχτεί.

Ο Μανώλης ήξερε ότι μου άρεσε να κάθομαι σε μια συγκεκριμένη καρέκλα με την πλάτη μου στη φωτιά όπου, μετά από μερικές ώρες, αισθανόμουν μια γλυκιά ζάλη από το άρωμα του καπνού του τζακιού, με το στομάχι γεμάτο κρητικά χόρτα (που ήξερε ότι ήταν το πάθος μου), μπαρμπούνια -και καφέ, που έφτιαχνα η ίδια με τις λεπτομερείς οδηγίες του.

Ο Μανώλης μου δίδαξε τόσα πολλά. Το πιο σπουδαίο του μάθημα ήταν ότι, παρ’ όλα αυτά που είχε ζήσει και υποφέρει, ποτέ δεν μεμψιμοιρούσε. Σε αντίθεση με πάρα πολλούς ανθρώπους, ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του, ποτέ δεν παραπονέθηκε για τίποτα.

Ο Μανώλης ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Είχε τεράστια αφηγηματική ικανότητα, και όταν κάτι τον συγκλόνιζε, μπορούσε να μιλήσει με τέτοιο συγκινητικό τρόπο που θα τον ζήλευαν ακόμη και οι πιο ταλαντούχοι πολιτικοί. Έγινε ο κορυφαίος σύμβουλος στη διασκευή του μυθιστορήματός μου σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση. Το σπίτι του ήταν το σημείο αναφοράς για όλους τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της παραγωγής που ήθελαν να μάθουν από πρώτο χέρι πώς ήταν να υποφέρεις από αυτήν την αρχαία ασθένεια. Η σειρά ήταν αφιερωμένη σε αυτόν.

Είχε επίσης εξαιρετική μνήμη. Ένα απόγευμα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της ζωής του την άνοιξη του 2010, τον επισκέφτηκα στο νοσοκομείο με έναν Έλληνα ηθοποιό, τον Θόδωρο Κατσαφάδο, που έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική σειρά. Μέσα από το φίλτρο της μάσκας οξυγόνου του, ο Μανώλης άρχισε να απαγγέλλει στίχους από τον Ερωτόκριτο, ένα ερωτικό επικό ποίημα που έγραψε τον 17ο αιώνα στην κρητική διάλεκτο, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, που είναι για την Ελλάδα ό,τι ο Σαίξπηρ για την Αγγλία. Σε κάποιο σημείο ο Θόδωρος τον συνόδευσε απαγγέλλοντας τους στίχους μαζί του αλλά ακόμη και αυτός, που δίνει παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου επί δεκαετίες, έμεινε έκπληκτος από την ευφράδεια και το μνημονικό του, που μας άφησε και τους δύο έκθαμβους. 

Η προχωρημένη ηλικία σε τίποτε δεν εμπόδιζε τον Μανώλη. Μέχρι και λίγες μόλις εβδομάδες πριν από το θάνατό του, ήταν τόσο θαρραλέος όσο κάποιος με τα μισά του χρόνια. Μερικές φορές, όταν ήμουν μαζί του, ένιωθα ότι το μπαστούνι που κρατούσε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ‘αξεσουάρ’ για το νούμερό του στη σκηνή και ότι ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να κάνει μια χορευτική φιγούρα σαν εκείνες του Φρεντ Αστέρ.

Όταν ο Μανώλης πέρασε απέναντι στη Σπιναλόγκα για να παίξει το ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά, όπου οι ασθενείς είχαν όλοι πλέον θεραπευτεί και εγκατέλειπαν το νησί, άφησε πίσω το μπαστούνι του και βάδιζε κρατώντας το χέρι μου. Ένιωσα τότε ότι ο Μανώλης στήριζε εμένα και όχι εγώ εκείνον. Ήταν αποφασισμένος να αποδώσει όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν την αίσθηση του θεραπευμένου και τίποτε δεν θα μπορούσε να δείξει ότι η λέπρα νικήθηκε με πιο εύγλωττο τρόπο από τη θέα του εγκαταλειμμένου μπαστουνιού του.

Η ενεργητικότητά του δέσποζε παντού –από την παθιασμένη αφοσίωσή του στην οικογένειά του, μέχρι τη βαθιά πίστη του στο Θεό, τον τρόπο με τον οποίο εξέφραζε τις ιδέες του. Σε αντίθεση με πάρα πολλούς ανθρώπους που έχουν ισχυρά πιστεύω, άκουγε τους άλλους με την ίδια προσοχή όπως όταν μιλούσε ο ίδιος.

Όποτε οι άνθρωποι μιλούν για τον Μανώλη, αναφέρονται πάντα στην ‘ψυχή’ του. Σκέφτομαι για αυτήν ό,τι και για τα χέρια του: υπερφυσική, γενναιόδωρη, από έναν άλλο κόσμο. Ίσως τόσο η ψυχή όσο και τα χέρια του είχαν πάρει το σχήμα, είχαν σμιλευτεί από την εμπειρία της αρρώστιας. Η θετική επίδραση που ασκούσε στους γύρω του ήταν κάτι πέρα από τα συνηθισμένα.

Η απουσία της αίσθησης του χρόνου στο χωριό όπου ζούσε και η ηρεμία με την οποία μιλούσε πάντοτε, μου έδινε την εντύπωση ότι ο Μανώλης είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του. Ένιωθα ότι θα ζούσε για πάντα: δεν φαινόταν να υπάρχει λόγος να μην το κάνει, μετά από όλα αυτά τα σωματικά και συναισθηματικά πλήγματα από τα οποία είχε καταφέρει να επιβιώσει.

Λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι ήταν έτοιμος να φύγει. Με τη βαθύτατη εκείνη πίστη του, ξέρω ότι ήταν έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι και ότι μάλιστα ανυπομονούσε για αυτό. Στις 28 Μαΐου του 2010 πέθανε ειρηνικά σε ηλικία ογδόντα επτά χρόνων. Για εκείνον ήταν η κατάλληλη στιγμή: Η συνέπεια στα ραντεβού του ήταν άψογη μέχρι το τέλος».

Μετάφραση: Κωστής Μαυρικάκης & Πάρις Ασανάκης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ