Μια συγκαταβατική, αργή βροχούλα...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Εικόνες από τον κόσμο μας θέλει να συλλέξει στο καλάθι της, να φωτογραφήσει με τη δική της μηχανή. Εικόνες μιας άλλης ζωής που ξέχασε εδώ και καιρό ή που αγνοεί.


της Μαρίας Λιονάκη


Μια συγκαταβατική, αργή βροχούλα πέφτει από χθες, Τρίτη και 13. Δεν τη λες κλάμα γοερό, τη λες παράπονο και αναστεναγμό. Πέφτει μαλακά, χωρίς δυνατό ήχο, σιωπηλά. Είναι ευαίσθητη, ευάλωτη, συναισθηματική.  Εύθραυστη  σα γυαλί.  Δε θέλει  να κάνει θόρυβο,  να τρομάξει κανένα.  Δε θέλει να τραβήξει τα βλέμματα, να κάνει εμφάνιση, είσοδο θεαματική. Πατά στις μύτες των ποδιών της, μην ακουστεί.  Δε φορά τα καλά της,   είναι σεμνή, αξιοπρεπής.

Μοιάζει με  τις σκέψεις τις δικές μας, τις χωρίς ορθογραφία και συντακτικό. Αυτές  των δικών μας δυσανάγνωστων χαρακτήρων.  Που έρχονται ακάλεστες, που τριγυρίζουν στο μυαλό μας λυτές,   σκόρπιες, επίμονες,  με δικό τους ρυθμό,   χορεύοντας το δικό τους χορό. Αυτές που δεν  πρόκειται  να γίνουν ποτέ λέξεις, ούτε στα μάτια μας να  τις δεις.  Τις κρυφές, τις προσωπικές. Που δε βρίσκουν σύνορα ανοιχτά,  δεν περνούν τον έλεγχο κανενός τελωνείου, που δεν εκτίθενται  σε καμιά βιτρίνα,  προβολή.   Που δε βρίσκουν  δρόμο διαβατό να τον περπατήσουν ,  αλλά μένουν κρυμμένες μέσα μας βαθιά, δεμένες με τις αλυσίδες της περηφάνιας μας,  δέσμιες μιας δικής μας ιδιότυπης, παράξενης, αποφασιστικής   λογοκρισίας.

Μια ευγενική βροχούλα πέφτει εδώ και κάμποση ώρα στον κόσμο μας. Δε θέλει   να παρέμβει, να χαλάσει την εικόνα του, να αλλάξει θέση στα αντικείμενα,  στα έπιπλα του κόσμου, να μεταβάλλει το χάρτη της γης. Δε θέλει  να σπρώξει, να μεταθέσει, να ενοχλήσει, να βαρύνει. Σέβεται  τα δέντρα, τα φυτά, τα πετούμενα, κάθε έμβιο ον.  Πέφτει αργά, σα να στέκει και λίγο στην άκρη, να  παρατηρεί…  

Εικόνες από τον κόσμο μας θέλει να συλλέξει στο καλάθι της, να φωτογραφήσει  με τη δική της μηχανή. Εικόνες μιας άλλης ζωής που  ξέχασε εδώ και καιρό ή που αγνοεί. Βλέπει αρχικά  με τα μάτια της  τον κόσμο που πάει κι έρχεται … Πού πάνε όλοι αυτοί;  Ελαφρά καμπουριασμένοι, με σώμα σε μικρή ντροπή, συστολή.  Μαζεμένοι κάτω από πολύχρωμες ομπρέλες,  κρυμμένοι,  ασφαλισμένοι  μέσα σε σφιχτοκουμπωμένα  παλτά.  Άλλοτε να  κοιτούν κάτω, να μετρούν το δρόμο, τα βήματα, τα χαμένα και τα κερδισμένα, όσα πέρασαν, όσα θα έρθουν,  το μήκος και το πλάτος  της ζωής τους, αυτής της γης, αυτής της εποχής    κι άλλοτε να  σηκώνουν το κεφάλι  και να ρεμβάζουν, να ατενίζουν ορίζοντα, να αναπνέουν αέρα ελευθερίας, να τεντώνονται να πιάσουν ένα όνειρο, μια δική τους φυγή.

Παρατηρεί… Τον μουντό  ουρανό που είναι ζωγραφιά  μικρού, αυθόρμητου  παιδιού γεμάτη απείθαρχες, τυχαίες μολυβιές. Τη θάλασσα που υποδέχεται ένα δικό της συγγενή.   Τη γη που γίνεται πηλός,  που βγάζει μια αλλιώτικη μυρωδιά. Τα  περιγράμματα των δέντρων που  γλυκαίνουν, καθώς γεμίζουν κόμπους,  καθώς  ντύνονται με  τις σταγόνες της βροχής.  Τα χρώματα των λουλουδιών που πλύθηκαν, ευπρεπίστηκαν για τις γιορτές.  Που   φωτίζονται,  λάμπουν,  σαν τα στολίδια, τα φωτάκια της,  πριν τα Χριστούγεννα , τωρινής εποχής.   Τις μικρές αυτοσχέδιες λιμνούλες  που αντικαθιστούν λακκούβες, που   διορθώνουν με την τωρινή  καλλιτεχνία τους το ακαλαίσθητο, το ανοργάνωτο  μιας διοίκησης και μιας εποχής.  

Τα σπουργίτια, τα  περιστέρια, όλα τα  πετούμενα  παρατηρεί… Άφοβα, εξοικειωμένα ,  απογειώνονται, σαλπάρουν,  ανοίγουν φτερούγες, πανιά, διασχίζουν τον ουρανό,    ταξιδεύουν… Χωρίς σύνορα, φραγμούς, περιορισμούς,  φυλακή.  Εκεί που δεν ταξιδεύουν, δε  φτάνουν  ποτέ οι δικοί μας λογισμοί!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ