ΑΠΟΨΕΙΣ

Νέα ΚΑΠ: Μύθοι και πραγματικότητα 

Η ΚΑΠ δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο. Συνιστά έναν μηχανισμό που συνδυάζει πολιτική ισχύ, οικονομική ρύθμιση και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις

Bόλος
Photo Credits: @INTIME

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

Στην αυγή της νέας δεκαετίας, η ευρωπαϊκή γεωργία βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι που θυμίζει περισσότερο πολιτικό μανιφέστο παρά τεχνοκρατικό πλαίσιο παραγωγής. Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή που καλύπτει την περίοδο 2023–2027 και ήδη σχεδιάζει την εποχή μετά το 2028, δεν αποτελεί απλώς έναν μηχανισμό επιδοτήσεων· είναι, όπως θα έλεγε κανείς στο ύφος των ευρωπαϊκών think tanks, ένας χάρτης πορείας που επιχειρεί να ανασυνθέσει τη σχέση της γεωργίας με την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία. Στο κέντρο αυτού του μετασχηματισμού βρίσκεται και η Ελλάδα, μια χώρα όπου η αγροτική παραγωγή δεν είναι μόνο οικονομική δραστηριότητα αλλά ιστορικό αποτύπωμα και πολιτιστική δομή.

Ωστόσο, η ΚΑΠ δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο. Συνιστά έναν μηχανισμό που συνδυάζει πολιτική ισχύ, οικονομική ρύθμιση και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο πλέγμα επιτρεπτών και μη επιτρεπτών επιλογών. Το ερώτημα που συχνά αναδύεται στην ελληνική δημόσια σφαίρα —«Γιατί δεν μπορεί η Ελλάδα να παράξει ό,τι θέλει;»— δεν είναι απλό. Αγγίζει το DNA της ίδιας της ΕΕ: μια Ένωση όπου η ελευθερία δεν σημαίνει αυθαιρεσία, και όπου η αγορά δεν λειτουργεί χωρίς κανόνες. Αυτό το “όριο” δεν είναι τυχαίο· είναι αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας, η οποία, ιδίως μετά την κρίση του 2008 και την κλιματική κρίση, μετατρέπει τη γεωργία σε εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού.

Για την Ελλάδα, η νέα ΚΑΠ δεν ήρθε απλά ως συνέχεια των προηγούμενων προγραμματικών περιόδων. Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το Ελληνικό Στρατηγικό Σχέδιο ΚΑΠ με τρόπο που υπενθυμίζει ότι τα κράτη-μέλη δεν είναι αυτόνομοι νησίδες, αλλά κομμάτια ενός μεγαλύτερου οικοσυστήματος. Το σχέδιο προβλέπει περίπου 19,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε πόρους, κατανεμημένους μεταξύ άμεσων ενισχύσεων, μέτρων αγροτικής ανάπτυξης και «πράσινων» δράσεων. Όμως αυτοί οι πόροι δεν διαχέονται χωρίς προϋποθέσεις: αντιθέτως, απαιτούν από τον Έλληνα παραγωγό να συμμετάσχει σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο γεωργίας — βιώσιμο, περιβαλλοντικά φιλικό και κοινωνικά «πολιτικά ορθό».

Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν μπορεί απλώς να αυξήσει την παραγωγή της σε οποιοδήποτε προϊόν χωρίς να λάβει υπόψη αυτό το πλέγμα ρυθμίσεων. Όχι γιατί υπάρχει κάποια ρητή «απαγόρευση», αλλά γιατί η ίδια η δομή της ΚΑΠ θέτει όρια μέσω των επιλέξιμων ενισχύσεων, των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων και των στρατηγικών στόχων που κάθε κράτος-μέλος οφείλει να ευθυγραμμίσει με την ευρωπαϊκή πολιτική. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα είδος «θεσμικής πειθαρχίας», όπου η οικονομική ενίσχυση λειτουργεί ως μοχλός καθοδήγησης προς συγκεκριμένες μορφές παραγωγής και όχι προς μια άναρχη μεγέθυνση.

Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στο ελληνικό παράδειγμα. Η χώρα, παραδοσιακά πολυδιασπασμένη σε μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, εισέρχεται στη νέα ΚΑΠ με στόχο να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να αντιμετωπίσει τις αναρίθμητες διαρθρωτικές αδυναμίες — από το υψηλό κόστος παραγωγής έως την έλλειψη οργανωμένων αλυσίδων αξίας. Όμως η ΚΑΠ δεν «πληρώνει» για αύξηση παραγωγής· πληρώνει για συμμόρφωση. Για οικολογικά σχήματα, για περιβαλλοντική εξισορρόπηση, για μείωση ρύπων, για προστασία των εδαφών, για καλή διαβίωση ζώων, για χρήση ψηφιακών τεχνολογιών.

Κάθε προσπάθεια της χώρας να ενισχύσει την παραγωγή σε τομείς που δεν ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας κινδυνεύει να μείνει χωρίς ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Όχι επειδή υπάρχει απαγόρευση παραγωγής per se, αλλά επειδή οι ενισχύσεις λειτουργούν ως φίλτρο επιλεξιμότητας. Ένας παραγωγός μπορεί να θελήσει να αυξήσει, για παράδειγμα, την εντατική ζωική παραγωγή, αλλά αν δεν ευθυγραμμίζεται με τα κριτήρια για τις εκπομπές, τις ζωοτροφές, τις υποδομές ή τα συστήματα παρακολούθησης, μπορεί να αποκλειστεί από τη Βασική Ενίσχυση ή από οικολογικά σχήματα. Και σε μια χώρα όπου οι ενισχύσεις αποτελούν μέχρι και το 50% του αγροτικού εισοδήματος, μια παραγωγή εκτός πλαισίου ΚΑΠ είναι πρακτικά ασύμφορη.

Με την έννοια αυτή, η Ελλάδα δεν «απαγορεύεται» να παράξει κάτι άλλο. Απλώς, η Ευρώπη δεν θα χρηματοδοτήσει την παραγωγή αυτή, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στον συλλογικό ευρωπαϊκό σχεδιασμό. Είναι μια πολιτική επιλογή που μεταφέρει το κέντρο βάρους από την ποσότητα στην ποιότητα, από την παραγωγική μεγέθυνση στη βιωσιμότητα, και από την εθνική κυριαρχία στη συλλογική ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Η ΚΑΠ, ως ιστορικό εργαλείο, υπήρξε κάποτε η εγγύηση της διατροφικής επάρκειας της Ευρώπης· σήμερα γίνεται ο μηχανισμός της «πράσινης γεωργικής μετάβασης».

Στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό έχει δύο όψεις. Από τη μία, η χώρα αποκτά ευκαιρίες: νέα σχήματα όπως η βιολογική γεωργία, τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα, η ενίσχυση μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων, καθώς και η επέκταση της ψηφιακής γεωργίας, επιτρέπουν να αναδυθεί μια νέα γενιά παραγωγών που βλέπει τη γη όχι μόνο ως παράδοση, αλλά και ως επιχειρηματικότητα. Από την άλλη, οι περιορισμοί αυτοί εντείνουν τις δυσκολίες μιας αγροτικής οικονομίας που ήδη πιέζεται από την κλιματική αλλαγή, τον κατακερματισμό της γης, την έλλειψη εργατικών χεριών και την άνοδο του κόστους παραγωγής.

Το διακύβευμα, επομένως, δεν είναι απλώς η ποσότητα παραγωγής· είναι το μοντέλο ανάπτυξης. Η Ελλάδα, υπό το πρίσμα της νέας ΚΑΠ, δεν ενθαρρύνεται να παράγει απεριόριστες ποσότητες προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας· ενθαρρύνεται να στραφεί σε πιο πράσινα, πιο ανθεκτικά και πιο ακριβά προϊόντα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί αναπόφευκτες τριβές: ο παραγωγός που θέλει να αυξήσει τα αιγοπρόβατά του ή να καλλιεργήσει εντατικά κάποια μονοκαλλιέργεια βρίσκεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατική και οικολογική «οροφή», ενώ εκείνος που υιοθετεί καινοτόμες πρακτικές αμείβεται περισσότερο.

Εδώ προκύπτει και μια βαθύτερη πολιτική διάσταση: η ΚΑΠ, όσο και αν δομείται ως τεχνοκρατικό εργαλείο, είναι ουσιαστικά πολιτική ισχύος. Τα κράτη-μέλη συναγωνίζονται για τα μερίδια ενισχύσεων, διαπραγματεύονται συντελεστές, επιδιώκουν εξαιρέσεις και προσαρμογές. Η Ελλάδα, με την ιδιόμορφη δομή της, έχει ανάγκη τους πόρους, και άρα αποδέχεται τους όρους. Η δυνατότητα παραγωγής καθορίζεται λιγότερο από τις φυσικές δυνατότητες της χώρας — εύφορες πεδιάδες, εύκρατο κλίμα, μεσογειακό πλεόνασμα — και περισσότερο από τις πολιτικές δεσμεύσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή της σε μια ευρωπαϊκή ενωσιακή πολιτική.

Δεν είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να παράξει ό,τι θέλει· είναι ότι η ευρωπαϊκή αγορά δεν επιδοτεί ό,τι δεν εξυπηρετεί τη στρατηγική της Ένωσης. Αυτό είναι το κρυφό κλειδί πίσω από την ερώτηση. Η Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά την κρίση της Ουκρανίας και τις παγκόσμιες αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, έχει κατανοήσει ότι η γεωργία αποτελεί βραχίονα γεωπολιτικής ισχύος: όχι μόνο για τη διατροφική ασφάλεια, αλλά και για τη γεωπολιτική αυτάρκεια. Η ΚΑΠ λοιπόν γίνεται εργαλείο άσκησης πολιτικής στην πράσινη μετάβαση, στη στήριξη της υπαίθρου, αλλά και στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Και κάπως έτσι ξεδιπλώνεται το μεγάλο παράδοξο της ελληνικής γεωργίας. Η χώρα διαθέτει εξαιρετικές δυνατότητες: μεσογειακά προϊόντα υψηλής ποιότητας, τεχνογνωσία που μεταδίδεται μεταξύ γενεών, φυσική ποικιλομορφία που μπορεί να στηρίξει μια πληθώρα καλλιεργειών. Όμως η παραγωγή δεν μπορεί πλέον να αυξηθεί με τους όρους του παρελθόντος. Η νέα ΚΑΠ —είτε συμφωνεί κανείς με αυτήν είτε όχι— είναι ένα πλαίσιο όπου η βιωσιμότητα προηγείται της ποσότητας. Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο για να λάβει ενισχύσεις, αλλά και για να διατηρήσει μια θέση σε μια ευρωπαϊκή αγορά όπου το περιβαλλοντικό αποτύπωμα γίνεται κριτήριο οικονομικής επιβίωσης.

Αν κάτι γίνεται ξεκάθαρο, είναι ότι το μέλλον της ελληνικής γεωργίας δεν θα κριθεί από το πόσα παράγει, αλλά από το πώς παράγει. Η μετάβαση αυτή απαιτεί χρόνο, τεχνολογική υποστήριξη, οικονομική ενίσχυση και κοινωνική αποδοχή. Και, κυρίως, απαιτεί μια νέα αφήγηση: μια αφήγηση όπου η γεωργία δεν είναι απλώς επάγγελμα, αλλά μέρος μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής που θέλει να προστατεύσει το περιβάλλον, να διασφαλίσει την επάρκεια τροφίμων και να αναδιαμορφώσει την παραγωγή με όρους που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα.

Σε αυτήν την αφήγηση, η Ελλάδα δεν είναι παθητικός αποδέκτης επιταγών. Είναι ένας κρίσιμος παίκτης που μπορεί να μετατρέψει τις προκλήσεις σε ευκαιρίες — εάν βρει τον τρόπο να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες της υπαίθρου, τις δεσμεύσεις της Ευρώπης και τις προσδοκίες των παραγωγών της. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν επιτρέπεται να παράξει κάτι άλλο. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν μπορεί να παράξει κάτι άλλο και να παραμείνει ταυτόχρονα εντός ενός συστήματος που ανταμείβει όχι την ποσότητα, αλλά τη συμμόρφωση, όχι την μεγέθυνση, αλλά τη βιωσιμότητα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση